Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Αγία Νίνα η Ισαπόστολος και φωτίστρια της Γεωργίας.


Η αγία Νίνα γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα στην Καππαδοκία. Ήταν στενή συγγενής του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, σύμφωνα μ’ ένα παλαιό χειρόγραφο ήταν ξαδέλφη του.

Όταν η αγία Νίνα έγινε δώδεκα χρόνων, πήγε με τους γονείς της στα Ιεροσόλυμα. Εκεί ο πατέρας της Ζαβουλών, με τη συγκατάθεση της συζύγου του και την ευλογία του επισκόπου, αναχώρησε για ν’ ασκητέψει στην έρημο του Ιορδάνη. Η μητέρα της δε Σωσάννα, τοποθετήθηκε από τον επίσκοπο αδελφό της ως διακόνισσα στον ιερό ναό της Αναστάσεως, για να φροντίζει τις φτωχές και άρρωστες γυναίκες. Την αγία Νίνα την παρέδωσαν στην ευλαβέστατη γερόντισσα Σάρα-Νιοφόρα, τη Βηθλεεμίτισσα, διακόνισσα κι εκείνη στον Πανάγιο Τάφο, για να την αναθρέψει «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6,4).

Η Σάρα-Νιοφόρα γνώριζε σε βάθος τις χριστιανικές αλήθειες και μιλούσε ακατάπαυστα στη μικρή Νίνα για το σωτηριώδες έργο του Θεανθρώπου στη γη, για τα Πάθη και την Ανάσταση Του. Και η αγία την άκουγε με πολύ ζήλο, «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. 2,51),

Μελετώντας με δάκρυα  η μικρή Νίνα τις Ευαγγελικές διηγήσεις για τη Σταύρωση του Σωτήρος Χριστού και για όλα όσα συνέβησαν στον Σταυρό, πόθησε να μάθει για την τύχη του Χιτώνος του Κυρίου (Ιω. 19, 23-24):

– Που να βίσκεται σήμερα αυτή η χειροποίητη Πορφύρα του Υιού του Θεού; ρωτούσε την παιδαγωγό της γερόντισσα Νιοφόρα, απορώντας: αδύνατον να χάθηκε στην γη αυτό το αγιασμένο μεγάλο κειμήλιο.

Όσα γνώριζε η Σάρα-Νιαφόρα από την παράδοση, τα διηγήθηκε, ότι βορειοανατολικά της Ιερουσαλήμ υπάρχει η χώρα της Γεωργίας και σ’ αυτή η πόλη Μτσχέτα. Εκεί υπάρχει ο Χιτώνας του Κυρίου που μετέφερε ένας Εβραίος, ο ραββίνος της Μτσχέτα Ελιόζ, που τον πήρε από τον στρατιώτη, στον οποίο έπεσε ο κλήρος, κατά τον σταυρικό θάνατο του Χριστού. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας ονομάζονται Κάρτβελοι, και όπως οι γείτονές τους Αρμένιοι, και πολλές ορεσίβιες φυλές, παραμένουν μέχρι σήμερα βυθισμένοι στο σκοτάδι της ειδωλολατρείας.

Αυτή η παλαιά διήγηση, εισήλθε βαθιά στην καρδιά της Αγίας Νίνας. Ημέρα και νύχτα ύψωνε θερμές προσευχές στην Παναγία Παρθένο, την Μητέρα του Θεού, να την αξιώσει να δει την γη της Γεωργίας, να εύρη και να προσκυνήσει τον Χιτώνα του αγαπητού Της Υιού, επιθυμώντας να παραδοθεί στα Θεομητορικά Της χέρια, και να κηρύξει το άγιο όνομά Του στους εκεί ειδωλολάτρες. Η Θεοτόκος άκουσε την ταπεινή προσευχή της δούλης Της, εμφανίστηκε στον ύπνο της και της είπε:

– Πήγαινε στην γη της Γεωργίας, κήρυξε εκεί το Ευαγγέλιο του Χριστού, και θα εύρεις το έλεος Του και εγώ θα είμαι προστάτης σου.

– Αλλά πως μπορώ εγώ, ρώτησε η ταπεινή κόρη, να γίνω όργανο μιας τέτοιας μεγάλης διακονίας, αφού είμαι αδύναμη γυναίκα;

Η Παναγία, αφού έδωσε στην Νίνα Σταυρό φτιαγμένο από κληματόβεργες, της είπε:

– Λάβε αυτόν τον Σταυρό, αυτός θα σου είναι προστάτης και φύλακας εναντίον όλων των ορατών και αοράτων εχθρών· με την δύναμή του θα στήσεις εκεί την σωτήριο σημαία της πίστεως του αγαπητού μου Υιού και Θεού, ο οποίος· θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι, και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν (Α΄ Τιμ. 2,4).

Όταν ξύπνησε από το όνειρο η Αγία Νίνα, και είδε στα χέρια της τον θαυμαστό Σταυρό, με δάκρυα άρχισε να τον ασπάζεται. Κατόπιν έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της , την τύλιξε ολόγυρά του, και πήγε στον θείο της τον πατριάρχη. Του διηγήθηκε την εμφάνιση της Θεομήτορος και την εντολή Της να πάει στην Γεωργία. Και εκεί να κηρύξει το Ευαγγέλιο της αιωνίου σωτηρίας. Ο μακάριος Πατριάρχης διέκρινε σε αυτό το όραμα πολύ καθαρά το θέλημα του Θεού, και δεν αρνήθηκε στην νεαρή κόρη να δώσει την ευλογία του να ξεκινήσει για τον αγώνα της πίστεως. Και όταν έφθασε ο ευλογημένος καιρός να αναχωρήσει για τον μακρινό της δρόμο, την οδήγησε ο Πατριάρχης στο Άγιο Βήμα του Ναού του Κυρίου και αφού έθεσε την αγία δεξιά του στο κεφάλι της, προσευχήθηκε λέγοντας:

Κύριε Θεέ, στα χέρια Σου παραδίδω αυτήν την πτωχή παρθένο την αποστέλλω στο θείον Σου κήρυγμα. Ευδόκησον Χριστέ ο Θεός, να της γίνεις συνοδοιπόρος και καθοδηγητής, οπουδήποτε το στόμα της θα ευαγγελίσει περί Σου, και δώρισε στον λόγο της δύναμη και σοφία, στον οποίο κανείς να μην μπορεί να εναντιωθεί ή να αντείπει. Εσύ Παναγία Θεοτόκε, η βοήθεια και προστασία όλων των Χριστιανών, προστάτευε αυτήν την οποία Εσύ διάλεξες για το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Υιού Σου ανάμεσα στα θεόμαχα φύλα, περιφρούρησέ την με την δική σου υψηλή δύναμη εναντίον των ορατών και αοράτων εχθρών· γενού παντοτινή προστάτης και ακαταμάχητος φρουρός της και ας μην την αφήσει το έλεός σου, έως ότου ολοκληρώσει την αγία θέλησή Σου.

Μετά από πολλές περιπέτειες, πόνους και κόπους έφτασε στην Γεωργία. Με την βοήθεια αυτού του Ιερού Σταυρού, δοσμένο από τα χέρια της Παναγίας μας, κήρυξε η Αγία Νίνα το Ευαγγέλιο και βρήκε επίσης τον άρραφο Χιτώνα. Έκανε θαύματα πολλά, πίστεψαν ακόμα και οι ειδωλολάτρες βασιλείς της Γεωργίας Μιριάν (265-342 μ.Χ.) και Νάνα από θαύματα που έκανε και στους ίδιους στην αλήθεια του Χριστού.

Η Αγία βρήκε τον τόπο, όπου είχε εναποτεθεί ο Χιτώνας του Χριστού, στον κήπο των ανακτόρων και εκεί ανήγειρε το Ναό του «Σβετιτσχόβελι» (= Αγίου Στύλου).

Με διαταγή του Μιριάν ήρθαν στην πρωτεύουσα όλοι οι διοικητές των επαρχιών, οι στρατηγοί και οι αξιωματούχοι του κράτους. Σ’ ένα βαπτιστήριο, κοντά στη γέφυρα του ποταμού Κούρ, ο αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος βάπτισε πρώτα το βασιλικό ζεύγος και στη συνέχεια τους άρχοντες. Γι’ αυτό το μέρος εκείνο ονομάζεται από τότε «Μταβάρτα Σανατλάβι», δηλαδή «Κολυμβήθρα Μεγιστάνων».

 Λίγο πιο κάτω δύο ιερείς βάπτιζαν το λαό, πού είχε προετοιμασθεί και πιστέψει από το κήρυγμα και τα θαύματα της αγίας Νίνας. Από τους Εβραίους της Μτσχέτα βαπτίσθηκαν ο Αβιάθαρ με όλους τους οικείους του και πενήντα ακόμη εβραϊκές οικογένειες. Με τη βοήθεια του Θεού, ο αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος και η αγία Νίνα φώτισαν μέσα σε μερικά χρόνια ολόκληρη σχεδόν τη χώρα της Γεωργίας.

Η Αγία Νίνα, αποφεύγοντας τη δόξα και τις τιμές του βασιλιά και του λαού, κατευθύνθηκε στα νότια της Καχέτης και εγκαταστάθηκε στο χωριό Μπόντμπε, τον τελευταίο σταθμό της επίγειας ζωής και των αγίων κόπων της. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η βασίλισσα της Καχέτης Σόντζε (= Σοφία), ακούγοντας το θεόπνευστο κήρυγμα της αγίας, πίστεψε και βαπτίσθηκε μαζί με πλήθη λαού. Ο Θεός αποκάλυψε στην πιστή απόστολό Του ότι πλησίαζε το τέλος της, κοινώνησε και ζήτησε να ταφεί στο φτωχικό καλύβι της. Ύστερα παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα της στον Κύριο, στις 14 Ιανουαρίου. Ήταν τότε 67 ετών.

Πάνω στον τάφο της αγίας κτίσθηκε ναός αφιερωμένος στο συγγενή της μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Ο ναός εγκαινιάσθηκε στα χρόνια του γιού και διαδόχου του Μιριάν, του βασιλιά Μπακάρ (342-364) και σώζεται μέχρι σήμερα. Αργότερα σ’ αυτόν το χώρο ιδρύθηκε γυναικεία μονή αφιερωμένη στην αγία Νίνα.

 (Από τον βίο της αγίας ισαποστόλου Νινας της Γεωργίας, Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, , μεταφρ. Αλεξίου Παναγοπούλου,Έκδοσις Ι. Μ. Αγ. Γεωργίου, Ήλια Αιδηψού Εύβοιας, 2002)