Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

Βίος της Αγία Ειρήνης, ηγουμένης της Ι.Μ. του Χρυσοβαλάντου.

28η Ιουλίου

Η οσία Ειρήνη έζησε κατά τον 9ο και 10ο αιώνα και η νεότητά της συνδέεται με τη βασιλική αυλή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, την περίοδο πού είχε λήξει η εικονομαχία και αναστηλωθεί οι ιερές εικόνες μετά το θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Ο πατέρας Φιλάρετος, ήταν ευνοούμενος και αφοσιωμένος στρατηγός στο Θεόφιλο και είχε στην Καππαδοκία δύο κόρες, την Καλλίνικη και την Ειρήνη.
Μετά τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του Ζωής, την επιμέλεια της ανατροφής τους είχε αναλάβει η αδελφή του και θεία τους Σοφία, πού αφοσιώθηκε στο έργο αυτό με όλη την ψυχή της.
Καθώς η Ειρήνη πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη για να είναι μία από τις υποψήφιες νύφες του αυτοκράτορα, επισκέφτηκε έναν άγιο άνθρωπο τον Ιωαννίκιο. Οποίος την αποκάλεσε με το όνομα της και την προέτρεψε να μην πάει στην Κωνσταντινούπολη αλλά να πάει στη Μονή Χρυσοβαλάντου που την χρειάζεται.
Ακολουθώντας την πρόρρηση του Γέροντος Ιωαννικίου δεν άργησε να πορευθεί προς τη Μονή. Η ηγουμένη τη δέχθηκε με καλοσύνη και αγάπη και την έθεσε κάτω από τη δική της πνευματική επίβλεψη. Η Ειρήνη, παρά την ευγενική καταγωγή της, έχοντας τη χάρη του Θεού, με προθυμία επιδόθηκε και στα πιο ταπεινά και δύσκολα διακονήματα και σύντομα ο αγώνας της καρποφόρησε.
Ύστερα από μερικά χρόνια αρρώστησε η ηγουμένη. Επιθυμία της Γερόντισσας ήταν να γίνει ηγουμένη η Ειρήνη. Όταν είπε στις μοναχές την επιθυμία της, η Ειρήνη δεν ήταν παρούσα. Εκείνες μάλιστα δεν της ανέφεραν τίποτε σχετικό, επειδή φοβήθηκαν μήπως από τη μεγάλη ταπεινοφροσύνη της φύγει από το μοναστήρι, για να μη γίνει ηγουμένη.
Οι ηλικιωμένες μοναχές πρότειναν να πάνε όλες μαζί στον Πατριάρχη, στην Κωνσταντινούπολη, για να επιλέξει αυτός όποια τον φωτίσει ο Θεός. Φτάνοντας στον Πατριάρχη τους είπε: «Εγώ γνωρίζω ότι όλες σας θέλετε την τιμία και σεμνοτάτη Ειρήνη  και η απόφασή σας είναι καλή και θεάρεστη. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος πού μου φανέρωσε την αρετή αυτής της δούλης του». Έτσι όρισε την Ειρήνη ηγουμένη της Μονής.
Ως ηγουμένη η Ειρήνη συνέχισε και επέτεινε τους πνευματικούς της αγώνες, συναισθανόμενη την ευθύνη του διακονήματος πού έθεσε στους ώμους της ο Ιησούς Χριστός. Προσευχόταν και νήστευε ακόμα περισσότερο. Ήταν τόση η επιθυμία της να σωθούν όλες οι μοναχές, πού τόλμησε από αγάπη υπέρμετρη και όχι εγωισμό να ζητήσει από τον Κύριο να της χορηγήσει το προορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει «τα απόκρυφα πταίσματα πασών των αδελφών… διά να τας διορθώνει, να μη κολάζονται». Και ο δωρεοδότης Ιησούς Χριστός, βλέποντας ότι ο σκοπός της ήταν καλός, της έστειλε άγγελο πού της αποκάλυψε ότι προστάχθηκε από τον Κύριο να στέκεται πάντοτε πλησίον της και να της φανερώνει κάθε μέρα τα απόκρυφα παραπτώματα όχι μόνο των μοναχών αλλά και των προσκυνητών της Μονής.
Η φήμη του προορατικού της χαρίσματος δεν άργησε να διαδοθεί και να φτάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα πολλοί χριστιανοί να σπεύδουν στο μοναστήρι για να δουν το σεβάσμιο πρόσωπο της και να ακούσουν «λόγον αγαθόν». Παρά ταύτα εκείνη δεν μείωσε καθόλου τον πνευματικό της αγώνα για την προσωπική τελείωσή της, γεγονός πού ενοχλούσε τον μισόκαλο δαίμονα, πού δοκίμασε άλλη μια φορά να την εμποδίσει από την ολονύχτια προσευχή της. Έτσι λοιπόν ένα βράδυ, καθώς εκείνη προσευχόταν με κατάνυξη, ένας δαίμονας άναψε κερί από το καντήλι και έβαλε φωτιά στο κουκούλι της Ειρήνης. Η φλόγα άρχισε να καίει κατόπιν τα μαλλιά, το φόρεμα και τις σάρκες της αγίας Ειρήνης, η οποία ακίνητη, ενώ καιγόταν, συνέχιζε την προσευχή της. Και θα είχε καεί ζωντανή, αν μία αδελφή από διπλανό κελί δεν οσμιζόταν καμένη σάρκα και δεν έτρεχε να σβήσει με νερό τη φωτιά! Η ηγουμένη την επέπληξε λέγοντάς της, όπως αναφέρει ο Συναξαριστής: «Γιατί μού προξένησες, παιδί μου, τόσο κακό και μού στέρησες τέτοια αγαθά; Δεν πρέπει να φρονούμε τα των ανθρώπων αλλά τα του Θεού. Λίγο πριν μπροστά μου έβλεπα έναν άγγελο πού έπλεκε για μένα στεφάνι κι όταν άπλωνε το χέρι του για να με στεφανώσει, ήρθες εσύ και από ευγνωμοσύνη προκάλεσες χειρότερα της αγνωμοσύνης. Βλέποντάς σε ο άγγελος έφυγε και μού έδωσες λύπη και απερίγραπτη ζημία». Από το μισοκαμμένο σώμα της έβγαινε ευωδία πού νικούσε όλα τα μύρα και τα πολύτιμα αρώματα, ενώ ο Ιησούς, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, γιάτρεψε τα μέλη της πού είχαν εγκαύματα, αυξάνοντας της και το προορατικό χάρισμα.
Πολλές φορές προσευχόταν ολόκληρο ημερονύκτιο. Άλλοτε επί δύο ή τρεις ημέρες και καμιά φορά ολόκληρη εβδομάδα, πάντοτε με υψωμένα τα χέρια της. Τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή έως το Πάσχα δεν έτρωγε ψωμί, παρά μόνο λίγα φρούτα και λαχανικά και έπινε ελάχιστο νερό. Από την αυστηρή αυτή νηστεία είχε γίνει λιπόσαρκη. Όταν ο καιρός το επέτρεπε έβγαινε τα μεσάνυχτα στον αύλειο χώρο της Μονής και προσευχόταν με κατάνυξη, υψώνοντας το βλέμμα της στο κάλλος του ουρανού.
Γράφει ο Συναξαριστής της: «Κατά θεία οικονομία, για να μη μείνει άγνωστη μια μεγάλη θαυματουργία, πού έγινε αρκετές φορές στο προαύλιο, έτυχε και βγήκε ήσυχα ένα βράδυ κάποια αδελφή από το κελί της. Και βλέπει την αγία πού προσευχόταν, χωρίς να εγγίζουν τη γη τα πόδια της. Αλλά στεκόταν στον αέρα, δύο πήχεις επάνω. Και κοντά της ήταν δύο κυπαρίσσια πολύ υψηλά. Τα οποία έγερναν τις κορυφές τους μέχρι το χώμα και παρέμεναν έτσι (ώ του εξαισίου θαύματος!) όση ώρα η αγία προσευχόταν. Και όταν τελείωσε, πήγε και στα δύο και αγγίζοντας τις κορυφές τους τα ευλόγησε στο σχήμα του σταυρού και τότε υψώθηκαν κι αυτά και επανήλθαν στην κανονική τους θέση». Η αδελφή νομίζοντας ότι όσα έβλεπε ήταν καρπός της φαντασίας της δεν είπε σε καμία μοναχή τίποτε. Μετά όμως από κάποιες ημέρες είδαν όλες τους στις κορυφές εκείνων των κυπαρισσιών δύο μαντήλια, πού είχε κρεμάσει η αγία
Ειρήνη «εις δόξαν Θεού». Στην απορία των αδελφών πώς βρέθηκαν εκεί, η μοναχή πού είχε προσωπική γνώση του πράγματος διηγήθηκε σε όλες τι συνέβαινε κι εκείνες της παραπονέθηκαν γιατί δεν τις ξύπνησε να ιδούν «τοιούτον εξαίσιον θέαμα».
Όταν η αγία Ειρήνη πληροφορήθηκε την πράξη της μοναχής αυτής την επέπληξε με αγάπη λέγοντάς της: Αν με έβλεπες να αμαρτάνω ως άνθρωπος, θα φανέρωνες και την αμαρτία μου; Ζήτησε δε από όλες τις αδελφές να μη φανερώνουν σε κανέναν, ενόσω εκείνη ζει, τα τυχόν θαυμάσια πού βλέπουν.
Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας η γιορτή του μεγάλου Βασιλείου και μετά την τέλεση του εσπερινού, η αγία ξαγρυπνούσε προσευχόμενη. Πλησίαζε η ώρα του όρθρου και τότε η Ειρήνη ακούει κάποια φωνή να της λέει: «Υποδέξου το ναυτικό που σου φέρνει τα εσπεριδοειδή και φάε να ευφρανθεί η ψυχή σου».
Πράγματι, η οσία Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου συνάντησε τον άνθρωπο και τον ακούει να της εξιστορεί την εξής θαυμάσια ιστορία: Ήταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ενός καραβιού, από την ιερή Πάτμο. Απέπλευσε με το πλοίο του από το βόρειο τμήμα του νησιού για την Πόλη και βρισκόταν λίγα μέτρα από τη στεριά, όταν βλέπει εκείνος και οι ναύτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα να τους φωνάζει να σταματήσουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, καθώς ο ισχυρός άνεμος έσπρωχνε το πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος. Τότε ο γέροντας φωνάζει με όλη τη δύναμή του και προστάζει το πλοίο να σταματήσει. Το καράβι ακινητοποιείται και ο ίδιος αρχίζει να βαδίζει πάνω στα ύδατα. Μπροστά στους κατάπληκτους ναύτες, επιβιβάζεται στο πλοίο και δίνει στον καπετάνιο τρία μήλα και του λέει: «Όταν πας στη Βασιλεύουσα, δώσε τα στον Πατριάρχη και πες του πως του τα στέλνει ο Πανάγαθος Θεός με τον δούλο Του Ιωάννη, από τον Παράδεισο». Έπειτα δίνει στο ναύκληρο άλλα τρία μήλα προσθέτοντας: «Αυτά να τα πας της Ειρήνης, της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου και να της πεις: φάγε από τους καρπούς του Παραδείσου που η αγνή ψυχή σου επιθύμησε». Λέγοντας αυτά, γέροντας ευλόγησε το πλήρωμα και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, ενώ ίδιος εξαφανίστηκε.
Ολοκληρώνοντας τη διήγησή του, ναυτικός προσκύνησε την Ειρήνη και της πρόσφερε τα μήλα. Η αγία τα δέχτηκε με δάκρυα ευλάβειας και ευγνωμοσύνης ευχαριστώντας τον άγιο ευαγγελιστή και απόστολο Ιωάννη. Στο κελί της γονάτισε και ευχαρίστησε τον Χριστό για αυτό το δείγμα της εύνοιας Του προς τη δούλη Του. Τα μήλα ήταν πραγματικά παραδεισένια, τόσο όμορφα σε σχήμα και χρώμα που όμοια τους δεν υπήρχαν. ευωδιά τοις πλημμύριζε τη μονή και οι αδελφές απορούσαν για το καινούργιο θαύμα που συντελούνταν στον ευλογημένο χώρο.
αγία Ειρήνη, με την έμφυτη ευφυΐα της και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, εννόησε άτι το θειο αυτό δώρο ήταν ουράνια πρόσκληση. Όταν έφτασε αγία και μεγάλη Τεσσαρακοστή, έκοψε το ένα μήλο σε λεπτά κομματάκια και έτρωγε ένα κομμάτι κάθε μέρα, απέχοντας από οποιαδήποτε άλλη τροφή, ακόμη και από το νερό. Τη Μεγάλη Πέμπτη, ύστερα από τη θεία λειτουργία και αφού όλες οι μοναχές κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, η Ειρήνη έκοψε και το  δεύτερο μήλο και έδωσε σε κάθε αδελφή από ένα κομμάτι. Τότε τούς αποκάλυψε και την ιστορία του θείου δώρου και όλες μαζί δοξολογούσαν τον Ύψιστο για τα αναρίθμητα χαρίσματα προς την Ηγουμένη τουςΤο τρίτο μήλο Ειρήνη το φύλαξε για τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής της.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι Αδελφές έψαλαν τα άγια και σωτήρια Πάθη και Ειρήνη, μόνη της μέσα στο ιερό βήμα, γονατισμένη, είχε παραδοθεί σε προσευχή. Τότε είδε θαυμάσιο όραμα: άνοιξε θόλος του ναού και πλήθος Αγγέλων εμφανίστηκαν, οι οποίοι έψαλλαν δοξαστικούς ύμνους και θυμιάτιζαν την αγία Τράπεζα. Εμφανίστηκε  και ίδιος Χριστός, θριαμβευτής με το σταυρό στον ώμο. Οι άγγελοι γονάτισαν να Τον χαιρετήσουν, ενώ λάμψη Του θάμπωσε την Ειρήνη, οποία αντικρίζοντας Τον ένιωσε το σκίρτημα του θείου έρωτα και χαμήλωσε το βλέμμα της. Όταν δειλά ύψωσε τα μάτια της και πάλι, το όραμα είχε χαθεί. Δίπλα της βρισκόταν μόνο Άγγελος-οδηγός της, που τόσες φορές την είχε διακονήσει: «Γίνου έτοιμη» της είπε απλά και εκείνη κατάλαβε ότι πλησίαζε ώρα να διακονεί τους ανθρώπους από τα ουράνια.
Το σύντομο διάστημα από το ουράνιο αυτό μήνυμα μέχρι και την οσιακή της κοίμηση, αγία προετοίμαζε την ακολουθία της για το μεγάλο γεγονός. Στον ιερό ναό των Αρχαγγέλων τις δίδασκε για το μυστήριο του θανάτου, τη μελλοντική κρίση και την αιωνιότητα.
Με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε την άξια διάδοχό της. Μια εβδομάδα πριν τη μεγάλη μέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο από το παραδεισένιο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος Κυριακή, όπου για τελευταία φορά Ειρήνη παρακολούθησε τη θεία λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστης μας, κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τοις ζήτησε συγγνώμη και τέλος γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά. Στην συνέχεια παρέδωσε την Αγία της ψυχή στον Κύριο και πέρασε αγκάλες του Υψίστου.