Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

Εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου.

 «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε εστί χρεία. Μαρία δε, την αγαθήν μερίδα εξελέξατο….»

Μόνοι μας έχουμε επιλέξει αυτά τα πολλά για τα οποία μεριμνάμε και τυρβάζουμε. Μόνοι μας έχουμε χτίσει αυτόν τον πολύπλοκο κόσμο γύρω μας και μέσα μας, με δική μας ευθύνη. Είναι πολλά όλα αυτά γιατί τις περισσότερες φορές μας έλειψε το ένα, αυτό που πραγματικά έχουμε χρεία. Ποτέ όμως, ούτε ένα λεπτό της ζωής μας, αυτό το ένα δεν έπαψε να λειτουργεί μέσα μας, αφού είναι αυτό που μας δόθηκε από καταβολής Κόσμου, από την Αρχή της δικής μας καταβολής.

Έτσι ότι και αν κάναμε, φτιάξαμε, ή σκεφτήκαμε μέσα μας, αυτό το ένα ψάχνουμε. Την ουσία της ουσίας μας. Γιατί όσο και όπου και εάν περιπλανηθήκαμε, από Αγάπη περιπλανηθήκαμε και για την Αγάπη.

Από το κατ’ εικόνα, στο καθ’ ομοίωση.

Όμως μεριμνήσαμε και τυρβάσαμε περί πολλά, γιατί το Ένα μας φάνηκε λίγο, γιατί ήταν λίγο, μας πήρε πολύ να καταλάβουμε ότι ήταν αρκετό! Η Μαρία όμως από την αρχή, την αγαθή μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής.

Γιατί αυτό, το αιώνιο τίποτα και κανείς δεν μπορεί να μας το αφαιρέσει, όσο αιώνια είναι η ψυχή μας, τόσο αιώνιο είναι αυτό το ένα.

Όμως, μην αδικήσουμε την ολότητα του εαυτού μας. Πάντα η Μάρθα υποδέχεται τον Κύριο, πάντα η Μάρθα περισπάται περί πολλήν διακονία, αλλά ας μην ζητήσουμε, ας μην αφήσουμε ποτέ, την ψυχή μας «ίνα συναντιλάβηται.»

Η ψυχή μας θα μένει παρά τους πόδας του Ιησού, πάντα δίπλα στην Μάρθα της διακονίας, αλλά χωρίς να συναντιλαμβάνονται.

Ολόκληρος ο εαυτός μας, θα διακονήσει τον Κύριο τελικά εφ’ όσον αντιληφθούμε πού, είμαστε και ποιοι είμαστε και γιατί και για ποιόν τυρβάζουμε. Όλα τα άλλα είναι τα «πολλά», το «ένα» είναι του οποίου «εστί χρεία».

Αυτό το ένα μας διδάσκει και η σημερινή εορτή και όλες οι εορτές.

Αυτό το Ένα ερχόμαστε να βρούμε πολλοί εμείς ανάμεσα σε πολλούς.

Αυτόν τον Ένα θα συναντήσουμε με ολόκληρο τον εαυτό μας και θα τον καταλάβουμε με την αθάνατη ψυχή μας και θα παρακαθήσουμε παρά τους πόδας Αυτού.

Ας δούμε στην ζωή μας το περιττό που μας κούρασε, αυτό που ζήσαμε αλλά δεν μας έζησε, αυτά που μας περιέσπασαν σε διακονία πολύ αλλά δίπλα μας, εύκολα, είναι αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας αφαιρέσει.

Μέσα μας…..

Αυτή η ωραία θέση, δίπλα στους πόδας του Ιησού, αυτό το ωραίο άκουσμα των λόγων Αυτού……

Και σήμερα, δικαίως, ας σηκώσουμε τη φωνή μας, αφού είδαμε, ακούσαμε και καταλάβαμε και ας πούμε και εμείς:

«Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε, και οι μαστοί, ούς εθήλασας….»

Και θα ακούσουμε τελικά την φωνή Αυτού να λέγει:

Ναι μεν αλλά, μακάριοι αυτοί που ακούν το λόγον του Θεού και τον φυλάττουν.

Βοήθεια μας

η Παναγία.

     

Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

Σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί, θα είναι δύσκολο να βρούμε τα κατάλληλα λόγια  για να μιλήσουμε για την εορτή. Γιατί το γεγονός μας ξεπερνά. Είναι τόσο δικό μας, τόσο ανθρώπινο κι όμως μας ξεπερνά. Συμβαίνει δίπλα μας, στον γήινο κόσμο μας και περιέχει ολόκληρο τον επέκεινα κόσμο. Συμβαίνει σε έναν Άνθρωπο γεννημένο όπως όλοι μας, αλλά με εντελώς διαφορετική θέληση.

Η Παναγία.

Γεννήθηκε με προσευχή, και αμέσως διάλεξε την προσευχή σαν τρόπο ζωής της. Μεγάλωσε στο Ιερό. Αγάπησε την σιωπή. Μέσα στην σιωπή γεννήθηκε πνευματικά. Και μεγάλωσε και έγινε Θεοτόκος «εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλλαξε…». Πέρασε το όριο της φύσης, εκούσια. Γέννησε τον Θεό, Παναγία Μητέρα, έγινε Θεομήτωρ και γεφύρωσε Μόνη Εκείνη, αυτόν τον Κόσμο με τον Άλλο, όλους εμάς με τον θεό. Και εμάς ολόκληρους.

Σώμα και ψυχή.

Γιατί το Σώμα της Παναγίας, πρώτο, νίκησε τον θάνατο. Γιατί δεν γνώρισε την αμαρτία. Και σάρκωσε τον Θεό και θεώθηκε το ίδιο. Και άνοιξε και σε εμάς το δρόμο για την θέωση.

Το σώμα της Θεοτόκου, μετέστη.

Για πρώτη φορά ένα σώμα δεν γνωρίζει την κατάλυση.

Ένα σώμα δεν επιστρέφει στην γη. Όπου και ανήκει.

Αλλά ανεβαίνει ολόκληρο στον ουρανό.

Αδελφοί, με αυτό το ίδιο σώμα γεννιόμαστε όλοι. Με αυτό το σώμα αγαπάμε, πονάμε, βλέπουμε και ακούμε. Αισθανόμαστε. Με αυτό το σώμα αγγίζουμε την γη, νιώθουμε το πέρασμα της βροχής, αναγνωρίζουμε τους ανέμους. Ακούμε τις μουσικές, τις φωνές εκείνων που περιμένουμε. Μαθαίνουμε τα χρώματα. Το έντονο κόκκινο, το μαβί το σκούρο μπλε. Η χαρά μας κάποια στιγμή μας διαπερνά, νιώθουμε την καρδιά να χτυπά πιο γρήγορα. Η ελπίδα μας κάνει αισιόδοξους και όταν έλθει η λύπη παίρνει κι αυτή το μερίδιο της στο σώμα μας. Έτσι, γράφεται η ιστορία μας, η προσωπική μας ιστορία, το ζύμωμα μας με τον κόσμο.

Πόσο θα ενδώσουμε σε αυτόν τον κόσμο; Πόσο θα ταυτιστούμε μαζί του; Πόσο θα μας ξεγελάσει; Πόσο θα νομίσουμε ότι κάτι, ή όλα μας ανήκουν; Πόσο θα αφήσουμε το σώμα μας να αμαρτήσει; Δηλαδή να ταυτιστεί με την ύλη. Να ξεχάσει την θεϊκή ευλογία. Να εξορίζεται του Παραδείσου. Να ζητά να γευθεί τον απαγορευμένο καρπό. Να ντρέπεται κατόπιν και να κρύβεται.

Το σώμα που φορτώνεται την ενοχή. Που φορτώνεται τον δυσβάστακτο σταυρό τούτου του κόσμου. Και γίνεται φυλακή. Για την ψυχή, για εμάς. Και πονά, και γερνά, και πεθαίνει.

Με την δική μας προαίρεση, αδελφοί, αποτυγχάνομε να γίνουμε Θεοτόκοι. Και οδηγούμαστε στην φθορά και στον θάνατο.

Γευόμαστε τον κόσμο που είναι δώρο του Θεού, και θέλουμε να τον κρατήσουμε. Να τον κάνουμε κτήμα μας. Και γινόμαστε κτήμα του. Τον φθείρουμε και μας φθείρει. Αντί να τον Θεώσουμε και να Θεωθούμε.

Αντί να αναγνωρίσουμε σε κά0ε του στοιχείο την Χάρη και την Δωρεά του Θεού, αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, εγωκεντρικά.

Και στα πρόσωπα των άλλων, αντί να αναγνωρίσουμε το Πρόσωπο του Θεού, αντανακλούμε το είδωλο μας, θετικό ή αρνητικό, και αμαρτάνουμε.

Με όλα αυτά επιστρέφουμε στην γη.

Δίνουμε το σώμα εκεί πού ανήκει, αφού δεν το θεώσαμε.

Αλλά, σήμερα, η γιορτή μας φέρνει ένα χαρμόσυνο μήνυμα. Και πρέπει να το ακούσουμε.

Είναι η δυνατότητα που παρουσιάζεται με την Μετάσταση του Σώματος της Παναγίας. Είναι η δυνατότητα που γέννησε το «ιδού η δούλη σου». Η παράδοση στο θέλημα του Θεού. Η αποφυγή της αμαρτίας. Ενώνεται καθ’ όλα ο Άνθρωπος και ο Θεός. Και Μεθίσταται, τελειώνεται ένα σώμα και ανεβαίνει στον ουρανό.

Και η ψυχή της Παναγίας, όπως τόσο όμορφα μας ιστορεί η βυζαντινή αγιογραφία, γίνεται δεκτή από τον Χριστό.

Τυλιγμένη σε σπάργανα.

Ξαναγεννιέται.

  

  

ΕΙΣ ΤΗ ΚΟΙΜΗΣΙΝ ΤΗΣ YΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Υπάρχει κάτι που συνέχει ολόκληρο το σύμπαν, όσο και όπου γνωρίζουμε, κάτι που συνέχει  όλους μας, ότι γνωρίζουμε, γύρω μας.

Και αυτό είναι η Ζωή.

Ζωντανά είναι τα πάντα, εμείς , τα ζώα, τα φυτά, οι πέτρες, τα πάντα. Όλοι μας είναι ίσως το μόνο για το οποίο είμαστε βέβαιοι. Ότι ζούμε!!!

Και αγωνιζόμαστε να κρατήσουμε αυτήν την ζωή με κάθε τρόπο….

Υπερβολικά, μερικές φορές με κάθε τρόπο…. αυτήν την ζωή….

Και όμως…. σήμερα, εορτάζουμε, έναν θάνατο…. μήπως; Έναν θάνατο που ονομάζουμε…. Μετάσταση. Και ψάλουμε με όλη την δύναμη της ψυχής μας ένα τροπάριο που λέγει: …. Μετέστης προς την ζωήν…. πολλές φορές χωρίς να καταλαβαίνουμε τι ψάλλουμε…. Εάν εμείς έχουμε βαλθεί να σώσουμε τη ζωή μας, εδώ και τώρα, με κάθε τρόπο, ακόμα και στρέφοντας τη πλάτη μας, σε ότι είναι ζωή, προς ποία ζωή, μεθίσταται σήμερα η Θεοτόκος;

Ποια είναι η ζωή μας, αυτή που είναι, όπως είναι και τότε προς ποια ζωή πορευόμεθα;

Εάν έχουμε συνείδηση της ζωής μας, εάν αντιλαμβανόμαστε συνειδητά, τι είναι ζωή, στο σύνολό της, τότε σίγουρα έχουμε υποψιασθεί, έστω μία φορά, από πού ήρθαμε και που πάμε.

Έχουμε αντιληφθεί τι είναι αυτό που φθείρεται, αυτά που φθείρονται και τι είναι αυτά που ζουν και για αυτό ζουν αιώνια και δεν φθείρονται.

Και η Παναγία αυτά τα εφύλαξε και εν τη γεννήση και εν τη κοιμήση και από τίποτα δεν εχωρίσθει, τον Κόσμο ου κατέλιπε, γιατί όχι μόνον εφύλαξε τη δική της όντως ζωή, αλλά ΕΓΙΝΕ μήτηρ της ζωής, φθάνοντας τον εαυτό της εις την Θεοτοκία, ως Παν-ΑΓΙΑ.

Και έμεινε μαζί μας ολόκληρη παρούσα εδώ, δείχνοντας μας πως χάριτι Θεού ο Άνθρωπος δια του θανάτου μετέρχεται στη ζωή.

Όμως μας δείχνει ήσυχα, απλά, ταπεινά πώς το φθαρτό γίνεται άφθαρτο, πώς γεννάμε ζωή και όχι θάνατο.

Σήμερα λοιπόν εορτάσαμε αυτόν τον τρόπο.

Όλος μας ο φόβος, όλη η απειλή που νιώθουμε, ο τρόμος, είναι για να διασώσουμε κάτι που δεν έχει ζωή αφ’ εαυτού. Τίποτα δεν ζει αποκομμένο από τον Θεό…. ούτε από τον πλησίον που είναι και αυτός εικόνα και ομοίωση Θεού.

Για άλλη μια φορά, φθάσαμε, αδελφοί μου, εμπρός σε ένα μνήμα, για άλλη μια φορά, δεύτερη εφέτος το ηύραμε καινόν.

Ας φύγουμε λυτρωμένοι……

Έτη πολλά.

 

 

 


  

 

Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

Κυριακή ενάτη εκ του κατά Ματθαίον.

 

«Θαρσείτε, εγώ ειμί. Μη φοβείσθε »

Ο Κύριος ανέβει εις το όρος κατ ιδίαν προσέυξασθαι. Μόνος, ενώ τους Μαθητές ανάγκασε

«εμβήναι εις το πλοίον και προάγει αυτούς εις το πέραν.»

Αυτό το «πέραν» αδελφοί μου είναι ο τόπος του καθενός μας. Είναι η χώρα της δοκιμασίας μας, εν μέσω της θαλάσσης βασανιζόμενοι υπό των κυμάτων.

Αναγκασμένοι να ζούμε πάνω στο πλοίο στον κόσμο τούτο, και ο άνεμος ενάντιος.

Αυτό το «πέραν» πού μας φοβίζει όμως, είναι εκεί που ο ίδιος ο Θεός μας όρισε να βρεθούμε

«ανάγκασε εμβήναι εις το πλοίον».

Κι όταν γίνει, απόγευμα, όταν ο κόσμος μας φθάνει στη δύση του, όταν διαλύονται οι όχλοι, ο τόπος και ο χώρος παίρνει μίαν απλή διάσταση ξεκάθαρα. Ο Χριστός εις το όρος προσευχόμενος και οι Μαθητές επάνω στο πλοίο δοκιμαζόμενοι υπό των κυμάτων.

Δοκιμαζόμενοι όλοι μας από τις αλλαγές, το απρόβλεπτο, τον κίνδυνο και τον θάνατο. Μα, πάνω στο πλοίο. Τι είναι το πλοίο; Μα τι άλλο από την ίδια την Εκκλησία. Εκεί όρισε ο Θεός να βρισκόμεθα, στη μέση της θάλασσας. Προχωρημένη ώρα, Τετάρτη.

Φυλακή της νυκτός μας λέγει το Ευαγγέλιο, έρχεται ο Ιησούς, «περιπατών επί της θαλάσσης.»

Έρχεται ο Ιησούς για να μας συναντήσει ξεπερνώντας την φύση των κυμάτων, να πλησιάσει το Πλοίο, την κλυδωνιζόμενη Εκκλησία, στη μέση της θάλασσας. Και οι Μαθητές, «εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμα εστί.»

Ο Πέτρος θέλει να ξεπεράσει τα όρια του, θέλει να μοιάσει του Χριστού, θέλει να περπατήσει πάνω στη θάλασσα. Θέλει να αλλάξει. Αυτό όμως που δεν άλλαξε είναι η ίδια η θάλασσα και ο άνεμος, ο ενάντιος. Ο εξωτερικός κόσμος δεν άλλαξε και ας αναγνώρισαν οι Μαθητές ότι δεν είναι φάντασμα ο ερχομός του Κυρίου.

Ότι περπάτησε ο ίδιος πάνω στα κύματα, δεν άλλαξε την φύση των κυμάτων. Δεν έρχεται ο Χριστός στον κόσμο για να αλλάξει την φύση του κόσμου. Θέλει όμως να αλλάξει την φύση των ανθρώπων. Των δικών Του ανθρώπων. Για αυτό και προσήυχετο. Για αυτό και απέλυσε τους όχλους και έμεινε μόνος. «κατ ιδίαν».

Ο Πέτρος «βλέπων τον άνεμο ισχυρόν εφοβήθη, και  αρξάμενος καταποντίζεσαι, έκραξε λέγων. Κύριε, σώσον με.»

Ολιγόπιστος. Εις τι εδίστασε;

Μα σε τι διστάζουμε όλοι μας; Αφού γνωρίζουμε τον Χριστό και τπν Δύναμη Του και την αγάπη του.

Διστάζουμε γιατί δεν ξέρουμε ότι όλα, και ο άνεμος και η θάλασσα και το περασμένο της νυκτός είναι ένας κόσμος υποταγμένος στον Θεό, είναι κάτω από τα πόδια του Θεού.

Είναι ένας κόσμος συνάντησης με τον Θεό.

«και εμβάντων αυτών εις το πλοίον, εκόπασεν ο άνεμος »

Όταν γνωρίσαμε τον Χριστό, όταν μπήκαμε στην Εκκλησία Του «εκόπασεν ο άνεμος»

Η γαλήνη άρχισε να βρίσκει χώρο στις ταραγμένες μας καρδιές και κάπου, άλλοτε κοντά άλλοτε μακριά να φαίνεται ότι φθάνουμε σε «γη Γεννησαρέτ».

Γιατί όλο αυτό το ταξίδι μέσα στην Εκκλησία αυτό τον προορισμό έχει. Ελθόντες, να προσκυνήσουμε αυτώ,

λέγοντες. Αληθώς Θεού Υιός εί.

Μην γελαστείτε ποτέ αδελφοί. Ούτε να νομίσετε ανέμους και θάλασσες για αληθινά και τον Χριστό για φάντασμα. Για αυτό είμαστε μέσα στο Πλοίο της Εκκλησίας. Για αυτήν την αποκάλυψη. Για αυτό μας έστειλε ο Θεός «εις το πέραν» για να συναντηθούμε πάλιν, Τετάρτη φυλακή της νυκτός, λίγο πριν το ξημέρωμα να διαπεράσουμε, εις γην Γεννησαρέτ.

Αμήν.