Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

Χριστιανός σημαίνει ταξιδιώτης.

 

Χριστιανός σημαίνει ταξιδιώτης υποστηρίζει στο ακόλουθο απόσπασμα ο Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware, όπου σημειώνει επίσης : «Υπάρχει μόνο ένα μέσο για ν’ ανακαλύψουμε την αληθινή φύση του Χριστιανισμού. Πρέπει ν’ ανοίξουμε το βήμα σ’ αυτό το μονοπάτι, να συντονιστούμε σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής και μετά θ’ αρχίσουμε ν’ αντιλαμβανόμαστε μόνοι μας».

Ένας από τους φημισμένους Πατέρες της Ερήμου στην Αίγυπτο του 4ου αι., ο αγ. Σεραπίων ο Σινδωνίτης, ταξίδευε μια φορά για προσκύνημα στη Ρώμη. Εκεί του είπαν για μια περίφημη έγκλειστη, μια γυναίκα που ζούσε πάντα σ’ ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω. Δυσπιστώντας για τον τρόπο της ζωής της -γιατί ο ίδιος ήταν ένας μεγάλος περιπλανώμενος- ο Σεραπίων την επισκέφθηκε και τη ρώτησε: «Γιατί κάθεσαι εδώ;» κι εκείνη του απάντησε: «Δεν κάθομαιΤαξιδεύω».

Δεν κάθομαι. Ταξιδεύω. Ο κάθε Χριστιανός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτά τα λόγια για τον εαυτό του. Το να είσαι Χριστιανός σημαίνει να είσαι ταξιδιώτης. Η κατάστασή μας, λένε οι Έλληνες Πατέρες, είναι σαν κι’ αυτή του Ισραηλιτικού λαού μέσα στην έρημο του Σινά. Ζούμε σε σκηνές, όχι σε σπίτια γιατί πνευματικά είμαστε πάντα σε κίνηση.

Ταξιδεύουμε μέσω του εσωτερικού χώρου της καρδιάς, σ’ ένα ταξίδι που δεν μετριέται με τις ώρες του ρολογιού μας ή με τις μέρες του ημερολογίου γιατί είναι ένα ταξίδι έξω απ’ το χρόνο και μέσα στην αιωνιότητα.

Ένα από τα αρχαιότερα ονόματα για τον Χριστιανισμό ήταν απλώς «η οδός». «Εγένετο δε κατά τον καιρόν εκείνον», λέγεται στις Πράξεις των Αποστόλων, «τάραχος ουκ ολίγος περί της οδού» (19,23)• ο Φήλιξ, ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Καισάρειας, αναφέρεται «ακριβέστερον ειδώς τα περί της οδού» 24,22). Είναι μια ονομασία που δίνει έμφαση στον πρακτικό χαρακτήρα της Χριστιανικής πίστης.

Ο Χριστιανισμός είναι κάτι περισσότερο από μια θεωρία για το σύμπαν, κάτι περισσότερο από διδασκαλίες γραμμένες στα χαρτιά είναι ένα μονοπάτι που παίρνουμε ταξιδεύοντας -με τη βαθύτερη και ουσιαστικότερη έννοια, η οδός της ζωής.

Υπάρχει μόνο ένα μέσο για ν’ ανακαλύψουμε την αληθινή φύση του Χριστιανισμού. Πρέπει ν’ ανοίξουμε το βήμα σ’ αυτό το μονοπάτι, να συντονιστούμε σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής και μετά θ’ αρχίσουμε ν’ αντιλαμβανόμαστε μόνοι μας. Όσο παραμένουμε έξω, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε σωστά. Βέβαια είναι ανάγκη να μας δοθούν οδηγίες πριν ξεκινήσουμε είναι ανάγκη, να μας πουν ποιους δείκτες ν’ αναζητήσουμε, και πρέπει να έχουμε και συντρόφους.

Πράγματι, χωρίς καθοδήγηση από άλλους είναι σχεδόν αδύνατο ν’ αρχίσουμε το ταξίδι. Αλλά οδηγίες που έδωσαν άλλοι ποτέ δεν μπορούν να είναι υποκατάστατο για την άμεση, την προσωπική εμπειρία.

Ο καθένας καλείται να επαληθεύσει για τον εαυτό του ό,τι έχει διδαχθεί, ο καθένας χρειάζεται να ξαναζήσει την Παράδοση που έχει λάβει. «Το Σύμβολο της Πίστεως», είπε ο Μητροπολίτης Φιλάρετος της Μόσχας, «δεν σου ανήκει αν δε το έχεις ζήσει». Κανείς δεν μπορεί να ταξιδεύει μ’ όλη του την άνεση σ’ αυτό το ταξίδι που είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα. Κανείς δεν μπορεί να είναι Χριστιανός από δεύτερο χέρι. Ο Θεός έχει παιδιά, αλλά δεν έχει εγγόνια.

 

Επισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Ware Από το βιβλίο «Ο Ορθόδοξος Δρόμος»

 

 

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Κυριακή τετάρτη εκ του κατά Λουκά.

 

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ.

 

«..Εξήλθεν ο σπείρων τον σπόρον αυτού».

Όμως εμάς μας συνάντησε «παρά την οδόν», να περπατάμε σε δρόμους που επιλέξαμε, να έχουμε στόχους, να φανταζόμαστε κάποιαν αφετηρία απ’ όπου ξεκινήσαμε κι ακόμα περισσότερο να φανταζόμαστε ότι έχουμε κάποιον προορισμό, μορφή και σχήμα της δικής μας επίσης φαντασίας. Πάμε προς τα εκεί που μας οδηγούν οι σκέψεις μας….. Αυτές οι σκέψεις μας είναι τα πετεινά του ουρανού που μας κατατρώγουν, που κατατρώγουν, δηλαδή, την ουσία μας, Τον σπόρο, το Λόγο του Θεού που είναι μέσα μας, εκεί όπου Τον έσπερε ο Σπορέας από καταβολής κόσμου.

Αυτές μας οι σκέψεις, οι λογισμοί, όσο βαδίζουμε στο δρόμο που χαράξαμε, μας γεμίζουν…… παράπονα, κρίσεις και κατακρίσεις, μας σκληραίνουν και ο Λόγος Του Θεού ξηραίνεται, από την πέτρα που επιτρέψαμε να σχηματιστεί μέσα μας. Και αφήσαμε, να φυτρώσουν άκανθες, σαν άκανθες, όλες αυτές οι αρνητικές εμπειρίες και τα βιώματα, είναι άκανθες που υπερισχύουν του αγαθού που είμαστε.

Και όλα αυτά, γιατί αντί να είμαστε αγρός, χωράφι εύφορο, πρόσφορο, ορισμένο σταθερά στο σκοπό του, επιλέξαμε εντελώς επιπόλαια, τον δρόμο. Όλο κάπου πάμε, από κάπου ερχόμαστε και συνεχώς προς τα κάπου πάμε, αλλά δεν φθάνουμε. Δρόμος πετρώδης, ακανθώδης δοσμένος σε μια μάταιη κίνηση, ενώ, η γη η ακίνητη, δέχεται, μόνο δέχεται και τον Σπόρο και Τον Σπορέα και εύκολα, ποιεί εκαντοταπλασίονα.

Ας δούμε πού έχουμε σκληρύνει σαν την πέτρα, ας δούμε ποιά αγκάθια μας συμπνίγουν, τι και ποιοί μας πνίγουν, εμείς ποιούς συμπνίγουμε, πού;

για να βλαστήσει ο σπόρος- Λόγος Του Θεού, μέσα και από μέσα από αυτό που όντως είμαστε: Η γη η αγαθή…..όμως, ας βγούμε έστω και για λίγο από το δρόμο μας,…..των ψευδαισθήσεων των μάταιων σχεδίων……

Αυτό που μας έχει δοθεί, αυτό που έσπειρε ο Σπείρων τον σπόρον Αυτού, είναι σίγουρα…….καλλίτερο.

Καλή Μετά-νοια

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Εκ του κατά Λουκά 

«..Εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού».

«Ο σπείρων του σπείραι..», μια τόσο στενή σχέση ανάμεσα στο σπορέα και «στο σπόρον αυτού». Εκείνος που εξήλθε για να σπείρει, Εκείνος που έχει τον σπόρο, το δικό Του σπόρο.

Όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν με έναν απόλυτα μυστικό τρόπο, με την ελευθερία και την βεβαιότητα που κρύβει ο σπόρος. Σκορπίζεται παντού από τον Σπορέα. Στους δρόμους, στις πέτρες, ανάμεσα στα αγκάθια. Σε καρδιές αγαθές και πονηρές. Ο σπορέας «εξήλθε» και σπέρνει τον σπόρο του, παντού. Ο σπόρος είναι μικρός. Κρύβει όμως μέσα του ολόκληρη την ζωή. Αφήνεται να πέσει στη γη. Σαν προσφορά. Χωρίς καμιά δυνατότητα επιλογής. Κατέχει την ζωή και μόνον την ζωή. Και αναζητά. Τι; Το πρόσφορο έδαφος. Την αγαθή καρδιά. Θα καρπίσει οπουδήποτε. Αρκεί να μην τον καταφάγουν τα πετεινά, αρκεί να μην ξεραθεί από τις πέτρες.

Κι εδώ ο Ευαγγελιστής, μας λέγει:

«Ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού»

Γίνεται ξεκάθαρο αυτό το τόσο πλούσιο νόημα. Ο λόγος του Θεού, σπείρετε παντού. Με την δύναμη του σπορέα.

Και τότε έρχεται ο διάβολος και παίρνει από τις καρδιές αυτόν το λόγο. Έρχονται οι πειρασμοί και ξεραίνουν τα βλαστάρια. Έρχονται οι δυσκολίες και οι βιοτικές μέριμνες και καταπνίγουν την ικμάδα των Θείων μηνυμάτων. Ο σπόρος λοιπόν έρχεται μέσα σε όλες αυτές τις αντίξοες καταστάσεις.

Έρχεται σε έδαφος απροετοίμαστο.

Ο λόγος του Θεού απευθύνεται σε όλους μας.

Ελεύθερα με την ευθύτητα που έχει η αλήθεια.

Ο σπορέας εξέρχεται για να σπείρει. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει θα ακούσει. Και θα μετρήσει. Πόσα αγκάθια έχει επιτρέψει να φυτρώνουν στο έδαφος της καρδιάς του; Ο καθένας μας θα σκεφτεί. Πόση πέτρα κουβαλά και αυτή η πέτρα πόσο σκληρή είναι; Πόσο σκληρό τον κάνει.

Ο καθένας έχει και πέτρες και αγκάθια και αυτιά και μάτια. Και καρδιά αγαθή. Και μέριμνες βιοτικές. Μα ο σπορέας εξέρχεται για να μετρήσει ακριβώς αυτό. Πόσο όλα αυτά πνίγουν τον σπόρο του. Αν ο δρόμος μας είναι δρόμος που δέχεται αυτόν τον σπόρο ή είναι ένας δρόμος εκτεθειμένος στα πετεινά του ουρανού.

Ο σπόρος λοιπόν είναι ο Λόγος του Θεού. Και εμείς όλα αυτά που ακούσαμε. Χαιρόμαστε στο άκουσμα αυτού του Λόγου, αλλά εύκολα

πνίγουμε τα βλαστάρια τα αγαθά. Γιατί; Γιατί δεν αφήνουν οι πέτρες που αφήσαμε στην καρδιά μας. Και τα αγκάθια.

Ας σκεφθούμε ποιοι είμαστε. Πόσο πολύπλοκος είναι ο κόσμος μας. Ας κοιτάξουμε γύρω μας. Πόσο λίγο χώμα έχουμε αφήσει ελεύθερο. Πόσο έχουμε πνίξει τη ζωή μας.

Ο σπόρος χρειάζεται υπομονή. Χρειάζεται έδαφος μαλακό για να κρυφτεί και στον καιρό του να καρπίσει.

Ο λόγος του Θεού θέλει αγαθή καρδιά. Μπορούμε να κάνουμε χώρο; Μπορούμε να κάνουμε τα αυτιά μας να ακούν και τα μάτια μας να βλέπουν; Και να καταλαβαίνουμε; Έχουμε άραγε την δύναμη της υπομονής; Γιατί αυτοί που έχουν τελικά καλή και αγαθή καρδιά καρποφορούν εν υπομονή και με την υπομονή φέρνουν καρπούς εκατονταπλασίονας. Έχουμε τελικά την δύναμη να δούμε πίσω από τις παραβολές το κρυμμένο νόημα, το πλούτο των εννοιών;

Να δούμε δηλαδή τον εαυτό μας και να τον νιώσουμε. Να δούμε την σχέση μας με τον κόσμο που μας περιβάλλει και την ευθύνη μας μέσα σε αυτόν. Πόσο ασήμαντα είναι τα αγκάθια κι όμως μας καταπνίγουν. Πόσο άγονες είναι οι πέτρες που κάθονται πάνω στην καρδιά μας. Και να κάνουμε τον δρόμο μας δρόμο προς σωτηρία. Και όχι ένα δρόμο ξέσκεπο σε κάθε πετούμενο, σε κάθε δηλαδή επιθυμία.

Που μας διασπά και μας αποπροσανατολίζει.

Αυτό είναι και σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο σπόρος ο καλός του Καλού Σπορέα.

Αν έχουμε αυτιά για να ακούμε θα ακούσουμε.

Αν έχουμε χώρο στην καρδιά μας θα κρατήσουμε αυτό τον Λόγο και θα τον καρποφορήσουμε.

Με υπομονή.

 

 

 

 

 

 

Άγιος Λογγίνος ο Εκατόνταρχος.

 

Ο στρατιώτης που βρισκόταν κάτω από το σταυρό και εκέντησε με τη λόγχη του την πλευρά του Χριστού μας και καθώς εκείνος παρέδωσε το πνεύμα Του, φοβισμένος, ψιθύρισε» Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος».

Ο Άγιος Λογγίνος έζησε επί Τιβερίου. Καταγόταν από την Καππαδοκία και υπηρετούσε στο ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχος, υπό τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου, ηγεμόνος της Ιουδαίας. Έλαβε διαταγή να εκτελέσει μαζί με τους, άνδρες του την απόφαση του Πιλάτου, πού οδήγησε στο άγιο Πάθος του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και να φυλάξουν τον τάφο, από φόβο μήπως οι μαθητές κλέψουν το σώμα και διαδώσουν ότι ο Χριστός ανέστη. Έτσι λοιπόν ο Λογγίνος είδε ως αυτόπτης μάρτυρας όλα τα θαυμαστά σημεία πού συνόδευσαν το Πάθος του Κυρίου: τη γη πού εσείσθη, το σκότος πού απλώθηκε πάνω στη γη, το καταπέτασμα του Ναού πού σχίσθηκε στα δύο από άνω έως κάτω, τις πέτρες πού εσχίσθησαν, τα μνημεία πού ανεώχθησαν και τα πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων πού ηγέρθησαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς. Βλέποντας αυτά τα θαυμάσια, άνοιξαν οι οφθαλμοί της καρδιάς του και ο εκατόνταρχος αναφώνησε: Αληθώς Υιός Θεού ην ούτος! (Ματθ. 27, 54 Μάρκ. 15, 39).

Όταν την τρίτη ημέρα, οι φύλακες του μνημείου έγιναν μάρτυρες της εμφανίσεως του αγγέλου στις μυροφόρες γυναίκες, τους κατέλαβε τρόμος σφοδρός και έμειναν σαν νεκροί. Κάποιοι απ’ αυτούς πήγαν στους αρχιερείς και ανέφεραν τα γεγονότα. Συνεδρίασαν οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και αποφάσισαν να δώσουν στον Λογγίνο και στους στρατιώτες του παχυλή αμοιβή ώστε να διαδώσουν ότι ήλθαν τη νύκτα οι μαθητές και έκλεψαν το σώμα, ενόσω οι φύλακες κοιμούνταν. Φωτισθέντες όμως από το φως της πίστεως στην Ανάσταση του Κυρίου, ο εκατόνταρχος και δύο στρατιώτες αρνήθηκαν τα αργύρια. Τότε παραιτήθηκε ο Λογγίνος από το αξίωμα του εκατοντάρχου και το στράτευμα, και επέστρεψε στην πατρίδα του την Καππαδοκία για να μεταδώσει το ευαγγέλιο κατά μίμηση των αγίων Αποστόλων. Το πληροφορήθηκε ο Πιλάτος και, παρακινημένος από τα αργύρια και τα δώρα των Ιουδαίων πού διψούσαν για εκδίκηση, έστειλε στον αυτοκράτορα Τιβέριο επιστολή καταγγέλλοντας τον Λογγίνο.

Κατά θεία πρόνοια, οι στρατιώτες πού έστειλε ο Τιβέριος στην Καππαδοκία για να βρουν τον πρώην εκατόνταρχο, σταμάτησαν δίχως να το ξέρουν στο σπίτι όπου είχε καταλύσει ο Λογγίνος. Του ζήτησαν να τους παράσχει κατάλυμα και πληροφορίες για τον εκατόνταρχο, τον οποίο δεν είχαν δει ποτέ τους.

Ο άγιος τους υποδέχθηκε ο ίδιος με τον φιλόξενο τρόπο που διακρίνει τους μαθητές του Χριστού. Κατά τη διάρκεια της συζητήσεως του φανέρωσαν τον πραγματικό τους σκοπό. Άφατη χαρά ένιωσε ο Λογγίνος μαθαίνοντας το νέο και περιποιήθηκε ακόμα περισσότερο τους φιλοξενουμένους του. Τους εγκατέστησε άνετα στο σπίτι και γαλήνιος πήγε να ετοιμάσει τον τάφο και όλα τα αναγκαία για την κηδεία του. Πήγε μετά και βρήκε τους δύο συντρόφους του, πού είχαν φύγει μαζί του από την Παλαιστίνη, και τους έπεισε να προσέλθουν από κοινού στο μαρτύριο.

Επέστρεψε κατόπιν στους φιλοξενουμένους του και τους αποκάλυψε πώς ήταν ο Λογγίνος, εκείνος τον οποίο ζητούσαν να θανατώσουν. Οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορος έμειναν άναυδοι μπροστά στο θάρρος του αγίου και βαθύτατη θλίψη ένιωσαν στην ιδέα ότι θα έπρεπε να θανατώσουν εκείνον ο οποίος τους παρείχε τόσο πλουσιοπάροχη φιλοξενία. Ο άγιος όμως τους ικέτευε να μη χρονοτριβούν και να πράξουν το καθήκον τους, ώστε ο ίδιος και οι σύντροφοί του να συναντήσουν και να συνευφρανθούν με τον Κύριο και Αφέντη τους. Με βαριά καρδιά, οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορος αποκεφάλισαν τους τρεις μαθητές του Χριστού και έστειλαν την κεφαλή του Λογγίνου στα Ιεροσόλυμα, ώστε ο Πιλάτος και οι Ιουδαίοι να βεβαιωθούν για τη θανάτωσή του. Την κάρα του αγίου την έριξαν σ’ έναν λάκκο με κοπριά στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ.

Κι έτυχε εκείνο τον καιρό, κάποιας γυναίκας χήρας από την Καππαδοκία με τ’ όνομα Άννα, να πάθουν τα μάτια της και να τυφλωθεί. Καιρό πολύ γύριζε στους γιατρούς, στην Καισάρεια και σε άλλες πολιτείες, χωρίς να δει κανένα όφελος. Τότε σκέφθηκε να πάει στα Ιεροσόλυμα, να προσκυνήσει τα Άγια μέρη και τον Τάφο εκείνο, πού γι’ αυτόν ο γλυκόλογος άνθρωπος, πού λεγόταν Λογγίνος, είχε μιλήσει κάποτε στα πλήθη της Καππαδοκίας, σπέρνοντας στην ψυχή τους την αλήθεια. Εκεί να ζητήσει το έλεος του Θεού, για τα τυφλωμένα μάτια της. Πήρε λοιπόν τον μοναχογιό της και κίνησε κατεβαίνοντας από τα βουνά κατά τους κάμπους και πήγε το παιδί, κρατώντας την από το χέρι, έως τα Ιεροσόλυμα. Και φθάνοντας στα Άγια χώματα, ο γιός της χήρας έπεσε άρρωστος και σε λίγες μέρες πέθανε. Έκλαιγε η τυφλή γυναίκα κι έχυνε δάκρυα, συντριμμένη από την θλίψη. «Γιατί, έλεγε, τώρα έχασα για δεύτερη φορά το φως των ματιών μου;» Κι ήτανε απαρηγόρητη και θρηνούσε ολομόναχη ανάμεσα στα τείχη της Ιερουσαλήμ, σαν σε έρημο.

Και να, στη νύχτα της δυστυχίας της, ξαφνικά της φανερώνεται ο Άγιος Λογγίνος και την παρηγορεί:

– Χαροκαμένη μητέρα, μην κλαις, της είπε με καλοσύνη. Θα σου δείξω πού βρίσκεται ο μοναχογιός σου, στη δόξα του Κυρίου, και θα ξαναβρείς το φως των ματιών σου. Θυμήσου όσα μίλησα κάποτε για το Χριστό το Σωτήρα μας, για τα Πάθη και την Ανάστασή του, πού είδα με τα μάτια μου. Και μάθε, πώς ο γιος σου βρίσκεται κοντά στον Ιησού. Και μάθε ακόμα, πώς οι εχθροί της αλήθειας με κυνηγήσανε και με αφανίσανε μαζί με τους συντρόφους μου, και η κεφαλή μου είναι πεταμένη στα σκουπίδια, έξω από τα τείχη. Πήγαινε να τη βρεις. Κι αφού τη βρεις, θα φέξει πάλι η μέρα για σένα και τα μάτια σου θα δούνε.

Έπεσε το σκοτάδι και το όραμα χάθηκε. Η γυναίκα σηκώθηκε από κει πού καθότανε, και ταραγμένη, κίνησε γεμάτη ελπίδα κατά πού βασιλεύει ο ήλιος και έρχονταν ο θαλασσινός αέρας με τη μυρουδιά των σκουπιδιών. Και παρακάλαγε τους περαστικούς να τη βοηθήσουνε και να την πάνε στο μέρος όπου η πολιτεία αφήνει τις ακαθαρσίες της. «Οδηγείστε με όπου είναι τα πολλά σκουπίδια», έλεγε, κι εξηγούσε στους ανθρώπους το μέρος όπου της φανερώθηκε το όραμα.

Φθάνοντας εκεί ψηλάφησε το μέρος και το αναγνώρισε, κι άρχισε να ανασκαλεύει με τα χέρια. Κι όταν ένιωσε κάτω από τα δάκτυλά της εκείνο πού ζήταγε, μεμιάς σκόρπισε η καταχνιά, και στου ήλιου το φως είδε την κεφαλή του γλυκόλογου απόστολου της Καππαδοκίας.

Με δάκρυα χαράς, δόξασε τότε το Θεό και παίρνοντας στα χέρια την κεφαλή του Εκατόνταρχου, την ασπάσθηκε και την έφερε στο σπίτι της. Εκεί την έπλυνε, την άλειψε με μύρο, κι ένιωθε μέσα της ουράνια χαρά.

Την άλλη μέρα η χήρα, είδε πάλι τον Άγιο Λογγίνο λουσμένο στο φως, με ιμάτια λαμπερά και κρατώντας από το χέρι το μοναχογιό της, ντυμένο με ρούχα γιορτινά κι ο Άγιος τον αγκάλιασε και το παιδί χαμογέλασε ευτυχισμένο. «Βλέπεις γυναίκα, είπε στο όραμα, πού βρίσκεται ο γιος σου; Χαίρε, γιατί εδώ είναι η αιώνια βασιλεία. Σήκω. Βάλε την κεφαλή και το λείψανο του γιου σου στην ίδια κάσα και πήγαινέ τα στον τόπο όπου κήρυξα το λόγο του Κυρίου».

Βιαστικά σηκώθηκε η γυναίκα κι έκανε όπως της είπε ο Άγιος. Και παίρνοντας σε μια κάσα το άψυχο κορμί του παιδιού της και την κεφαλή του Εκατόνταρχου, πορεύτηκε στην πατρίδα της, περ’ απ’ τα βουνά, και κει έθαψε τα λείψανα σε τόπο γαλήνης κι ανάπαυσης, κοντά στο σπιτικό της.

Η μνήμη του Αγίου Λογγίνου και των δύο στρατιωτών, που μαρτύρησαν μαζί του, εορτάζεται στις 16 Οκτωβρίου.