Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Κυριακή ογδόη Εκ του κατά Ματθαίον


Το θαύμα ξεκίνησε από τους πέντε άρτους και τους δύο ίχθύες.

Αυτό το λίγο πού έχουμε, μόνο πού πρέπει, και αυτό το λίγο, να το δώσουμε, να το «χάσουμε». Όταν σε κάθε φορά της ζωής μας βρεθούμε σε έρημο τόπο, και η ώρα είναι περασμένη, νομίζουμε πώς έχει παρέλθει, και νοιώθουμε έλλειψη , ανάγκη, πείνα ή δίψα, τότε ίσως δεν χρειάζεται να πάμε αλλού και αλλού για να αγοράσουμε «εαυτοίς βρώματα». Αυτή η διαδικασία πού τόσες φορές ζούμε και επαναλαμβάνουμε, αυτή η ένδοια, η αίσθηση της έλλειψης, είναι ψευδαίσθηση τελικά. Φθάνουμε τόσες φορές στη ζωή μας σε αυτόν τον έρημο τόπο και μια ψευδή αίσθηση του χρόνου ότι παρήλθε. Ένα μέρος του εαυτού, μας προτρέπει να πάμε αλλού, και αλλού για να αγοράσουμε «εαυτοίς βρώματα».
Και όμως καμία έλλειψη δεν είναι αληθινή, αφού είμαστε πλήρεις και καμία έλλειψη δεν έχουμε, τίποτα δεν μας λείπει, δεν μας έλειψε, ούτε θα μας λείψει ποτέ. Γιατί όσο κι αν μοιάζει παράλογο, όσο έρημος κι αν μοιάζει ο χώρος γύρω μας, αυτό το λίγο, αυτό πού είμαστε τελικά, αυτό το ελάχιστο πού ποτέ δεν χάνουμε εδώ στο χρόνο, και τον τόπο, και τον χρόνο του τώρα, στον τόπο του παρόντος, πού είμαστε εν Χριστώ, έλλειψη δεν υπάρχει. Καμία!
Μέσα από την ύπαρξη μας, όταν βρεθούμε στον ίδιο τόπο με το Χριστό, στον τόπο απ όπου στην πραγματικότητα δεν μετακινηθήκαμε ποτέ, τότε θ' ακούμε τη φωνή πού με θάρρος θα μας λέγει «ού χρείαν έχουσι απελθείν».
 Δεν υπάρχει λόγος ούτε ανάγκη να φεύγουμε, να πηγαίνουμε, αλλού. Να επαναλαμβάνουμε αυτούς τους κύκλους της ζωής μας, μιας αναζήτησης «βρωμάτων» για να χορτάσουμε τον φόβο της πείνας, τον φόβο της ερημιάς, του χρόνου πού περνάει. Όλα ψευδή, μιας και ποτέ δεν μείναμε δίχως αυτούς τους πέντε άρτους και τους ίχθύας του εσώτερου βάθους της ύπαρξης μας.
 Αυτά πού μας ζητά ο Χριστός, εκείνη την κάθε δύσκολη ώρα, τότε που «σπλαχνισθείς» μας προσκαλεί να φέρουμε ώδε, αυτό πού έχουμε, αυτό που είμαστε εν χάριτι Θεού.
 Όποτε νοιώσουμε σε έρημο τόπο, ώρα περασμένη για τον πεπερασμένο μας νου, να ξέρουμε ότι δεν χρειάζεται να πάμε μακριά, ανάμεσα μας, ΜΕΣΑ ΜΑΣ, δίπλα μας ΕΝΤΟΣ μας θα βρεθούν οι πέντε άρτοι και οι δύο ίχθύες, ας τα φέρουμε ώδε και ο Χριστός θα τα ευλόγησει και θα μας τα αποδώσει πάλιν, ευλογημένα, πολλαπλασιασμένα, ώστε να χορτασθώμεν και να μείνει και περίσσευμα. Να χορτάσουμε μια πείνα πού ποτέ πραγματικά δεν υπήρξε, γιατί ποτέ δεν έλειψαν οι άρτοι. Κι όταν θα το διαπιστώσουμε
αυτό, όταν θα το δούμε, θα καταλάβουμε ότι και το περίσσευμα μόνον έφθασε δώδεκα κοφίνους πλήρεις! Τόσο πλούσια όλα γύρω μας και μέσα μας! Τόσο άφθονα, τόσο πλήρη!
Και εμάς ψάχνουμε ν' αγοράσουμε σε άλλους τόπους, από άλλους ανθρώπους, ενώ δίπλα μας, ΜΕΣΑ ΜΑΣ, υπήρχε, κι όταν δόθηκε ευλογήθηκε, ΜΟΙΡΑΣΤΗΚΕ, τότε φάνηκε, ο πλούτος και από το περίσσευμα. δώδεκα κοφίνια πλήρη πού τα βλέπουμε μπροστά μας, τότε ίσως καταλάβουμε ποιοι είμαστε και με Ποιόν έχουμε να κάνουμε.
Κι αυτός ο Δότης, πάντα θα εισέρχεται εις το πλοίον και θα προάγει εαυτόν εις το πέραν, θα τον χάνουμε, θα μας ξεφεύγει έως την απόλυση μας.

Αμήν.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΓΔΟΗ
Εκ του κατά Ματθαίον

«Έρημος εστίν ο τόπος και η ώρα ήδη παρήλθεν…»

Αυτόν τον λόγο είπαν οι Μαθητές αγαπητοί αδελφοί στον Κύριο. Δηλώνοντας μαυτόν τον τρόπο δύο βασικά στοιχεία Της ανθρώπινης φύσης.
Τον τόπο και τον χρόνο.
Και το πεπερασμένο αυτών, Ο τόπος έρημος και ο χρόνος λίγος. Και οι ανάγκες όλων αυτών των ανθρώπων πολλές. Πώς θα χορτάσουν, πώς και τι θα φάγουν, γυναίκες και παιδιά;
Οι μαθητές θα προτείνουν κάτι απλό, λογικό:
«απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας αγοράσουσιν εαυτοίς βρώματα».
Μα ο Χριστός είχε έλθει ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Ώστε οι άνθρωποι να μην ψάχνουν εις τας κώμας, μόνοι για τον εαυτόν τους, βρώματα, αλλά σ αυτόν τον έρημο τόπο, σ αυτήν την περασμένη ώρα επεμβαίνει, λέγοντας:
«ου χρεία. έχουσιν απελθείν»
Ας ακούσουμε με προσοχή αυτήν την πρόταση:
ου χρεία. έχουσιν απελθείν.
Σ αυτόν τον τόπο όπου ευρισκόμεθα και στην όποια. ώρα και. αν είμαστε, όσο προχωρημένη και αν είναι αυτή όσο στενεμένα και αν είναι τα όρια και η πραγματικότητα, η κάθε πραγματικότητα δύσκολη, ου χρεία. έχουμε απελθείν.
Φέρτε μου, θα πεί ο Χριστός, αυτό που έχετε. «πέντε άρτους και δύο ιχθύας». Προσέξατε αδελφοί. Λέγει ο Κύριος, φέρετε μου αυτό που έχετε. Το λίγο. Αυτό που μοιάζει. Να μην φτάνει. Αλλά πάνω σ αυτό το λίγο θα θαυματουργήσει ο Χρίστός. Και θα το κάνει πολύ. Τόσο πολύ που να φθάσει και να. περισσέψει. Αλλά μην ξεχνάτε, χωρίς το δικό μας το λίγο, τίποτα. Χωρίς το «φέρετε μοι ώδε» τίποτα.
Ας αναλογιστούμε σήμερα, σε όλα αυτά που μας λείπουν, σε όλα αυτά που λείπουν από τους γύρω μας, το λίγο, αυτό που έχουμε τελικά, που διαθέτουμε, αν το φέρουμε αν το προσφέρουμε αγαπητικά, εν Χριστώ, πόσο μπορεί να. γίνει;
«και το περίσσευμα των κλασμάτων δώδεκα κωφίνους πλήρεις»
Γιατί μέσα στα όρια του πεπερασμένου, στην υλική πραγματικότητα του κόσμου τούτου, ενυπάρχει το απεριόριστο του επέκεινα Κόσμου, του Κόσμου του Θεού. Μόνο που το πέρασμα από το  ένα πεδίο στο άλλο, θέλει υπακοή, θέλει αγάπη, θέλει να δώσεις αυτό το λίγο, αυτό που έχεις. Να το μοιραστείς.
Ας σκεφθούμε λίγο σήμερα αγαπητοί αδελφοί αυτά τα σημαντικά νοήματα. Να είμαστε με τον Χριστό, αμέριμνοι όπως εκείνοι οι
άνθρωποι «τω καιρώ εκείνω» που ακολούθησαν τον Κύριο με τις γυναίκες και τα παιδιά τους δίχως να σκεφθούν τις υλικές τους ανάγκες. Που ξεχάστηκαν θα λέγαμε μαζί Του και όταν η πείνα ή η δίψα, τους έφερε στο νου το έρημο του τόπου και το πε·περασμένο του χρόνου, κάποιοι έδωσαν αυτό που είχαν. Και ο Θεός το πολλαπλασίασε και το δώσε πίσω, πολλαπλάσιο.
Για να  περισσέψει.
Και πήρε τους μαθητές του γρήγορα από εκεί, και βάζοντας τους στο πλοίο προήγαγεν αυτούς εις το πέραν, έως ου απολύσει. τους όχλους. Γιατί;
Μα για να αποφύγουν τον έπαινο. Για να μην χάσουν το εσωτερικό νόημα. Γιατί τα θαύματα ενέχουν τον κίνδυνο της εκτροπής στην υπερβολή. Γιατί είναι δυσνόητα όσο και απλά. Γιατί γίνονται στον ενεστώτα χρόνο και στον ώδε τόπο. Και γίνονται όχι για  να αλλάξει ο κόσμος αλλά για να αλλάξει η πνευματική κατάσταση των ενοικούντων στον κόσμο έτσι που να δοξαστεί ο Θεός και να στραφεί ο άνθρωπος προς τα επέκεινα, τα μελλούμενα. Πέρα από την ανάγκη, την χρεία.
Πουθενά λοιπόν ας μην αναζητήσουμε βρώματα.
«ου χρεία έχουμε  απελθείν» Εδώ, στον Χριστό, εδώ στην Εκκλησία του Χριστού, με το λίγο μας, τις λίγες μας αρετές και τα πολλά μας αμαρτήματα. Θα φτάσει, το καλό θα φτάσει, θα το ευλογήσει ο Θεός και θα Φτάσει.
Και θα περισσέψει.
Αμήν.