Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Π. Αλέξανδρος Σμέμαν: Μεγάλυνον, ψυχή μου....

«Μεγάλυνον, ψυχή μου…». Πάρα πολλοί εόρτιοι ύμνοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία αρχίζουν με τα λόγια αυτής της καταπληκτικής πρόσκλησης να «μεγαλύνει η ψυχή…», να εγκωμιάσει, να εξυμνήσει, να αποθαυμάσει. Τα λόγια αυτά αποκαλύπτουν μια βαθιά και πανέμορφη αλήθεια για τον εορτασμό και την ανθρώπινη φύση. Ανέκαθεν βάση του εορτασμού υπήρξε η χαρά για κάποια πνευματική αλήθεια, για κάποια μυστική πραγματικότητα που υπό κανονικές συνθήκες βρίσκεται κρυμμένη κάτω από το θόρυβο και τις μέριμνες της καθημερινής ζωής. Και τότε, ξαφνικά, το θαύμα αυτού του μυστηρίου γεμίζει την ψυχή με χαρά.
Είναι όπως ένας άνθρωπος που προχωρεί στη ζωή σχεδόν πάντοτε με το κεφάλι σκυμμένο. Βιαστικός, τρέχοντας δώθε-κείθε, έχει τα μάτια του προσηλωμένα κάτω για να φυλαχθεί από παραπατήματα και κτυπήματα, ή για να αποφύγει να σκοντάψει σε κάποιον. Είναι πάντα απασχολημένος, και η ζωή του στραγγαλίζεται ανάμεσα σε ατέλειωτους καταλόγους «πραγμάτων που πρέπει να κάνει». Κάποια στιγμή όμως, στη μέση αυτής της άδειας μηχανικής ζωής και της ξέφρενης δραστηριότητος, απροσδόκητα, σηκώνει το κεφάλι του. Ξαφνικά βλέπει το άπειρο βαθυγάλαζο του ουρανού, βλέπει το φως του ήλιου γύρω, βλέπει τα μεγαλοπρεπή άσπρα σύννεφα και νιώθει πως ο κόσμος έχει ένα είδος γιορτής, στην οποία αυτός δεν έχει το χρόνο να συμμετάσχει. Παρόλο που νιώθει πως ο εορτασμός αυτός είναι τελείως διαφορετικός από την κανονική του ζωή, ωστόσο αισθάνεται πως όλη η λαμπρότητα αυτού του εορτασμού και όλη η χαρά είναι γι’ αυτόν. Η πίστη λοιπόν είναι πάνω απ’ όλα μια είσοδος σ’ αυτόν τον άλλο κόσμο, που με δυσκολία περιγράφεται από την καθημερινή μας γλώσσα, ο οποίος όμως γεμίζει ολόκληρη την καρδιά και όλη τη ζωή με απροσδόκητη εόρτια χαρά.
«Μεγάλυνον, ψυχή μου…». Για τους ανθρώπους τους συνηθισμένους στη σοβαρότητα, τη λογική και την ορατή πραγματικότητα, αυτά τα λόγια πιθανώς να μη λένε τίποτα. Οι ψυχές τους ποτέ δε μεγαλύνουν τίποτε, κι έτσι αρνούνται ακόμη και την παρουσία της ψυχής. Ο νους υπάρχει αυτό γίνεται αποδεκτό και κατανοητό. Ο νους είναι ότι μετράει, εξηγεί, ορίζει και οργανώνει. Το ίδιο και η θέληση δεν παρουσιάζει ειδικές δυσκολίες. Αλλά η ψυχή, τι είναι αυτό; Ο μόνος τρόπος για να την ερμηνεύσουμε είναι ο εξής: ψυχή είναι η ικανότητα να αισθανόμαστε και να αναγνωρίζουμε αυτόν τον μυστηριώδη εορτασμό, η συμμετοχή στη χαρά του, ο φωτισμός ολόκληρης της ζωής, όλων των στοιχείων της ζωής που σκορπούν σκοτεινιά και τη βαραίνουν. Γι' αυτό η λέξη «μεγάλυνον» είναι ο ίδιος ο ορισμός της ψυχής. Αυτοί που δεν κατανοούν ούτε αισθάνονται τη θρησκεία, θέλουν να την εξηγήσουν ορθολογικά, πως δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ανθρώπινη επιθυμία για την απόκτηση κάποιου πράγματος, ή πως είναι απλώς προστασία, ή εξάρτηση από κάτι. Γι’ αυτούς, αυτό το είδος εξάρτησης είναι ανάξιο για τους ανθρώπους. Πώς μπορεί όμως να τους εξηγηθεί πως αυτό που όρισαν ως θρησκεία δεν είναι παρά ατελής πίστη, και όχι η ουσία της πίστης;
Η ουσία της πίστης βρίσκεται αλλού. Σκεφτείτε για μια στιγμή, μία από τις πλέον αγαπητές και δημοφιλείς ακολουθίες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, την ακολουθία του «ακάθιστου ύμνου». Φαντασθείτε τον εαυτό σας σ’ ένα μεγάλο καθεδρικό ναό στη Ρωσία ή σε κάποιον άλλο ορθόδοξο τόπο. Χιλιάδες άνθρωποι στέκονται όρθιοι για ώρες μέχρι το τέλος κεριά καίνε κάνει ζέστη και ο αέρας είναι πνιγηρός. Όμως ξανά και ξανά, σαν το συνεχές μουρμούρισμα ενός καταρράκτη, με κρυστάλλινο νερό, ακούς ένα μοναδικό κάλεσμα, ένα μοναδικό δοξαστικό ρεφραίν: «Χαίρε!» «Χαίρε δι᾿ ης χαρά εκλάμψει χαίρε δι᾿ ης αρ εκλείψει· χαίρε αυγή μυστικής ημέρας». Εδώ δεν υπάρχουν αιτήματα, φόβοι, και ικεσίες, παρά αγνή χαρά. Αυτοί οι άνθρωποι στέκονται μπροστά σε κάτι το άρρητα όμορφο, καθαρό, ακτινοβόλο και χαρούμενο χαίρονται και δεν κουράζονται από τη χαρά τους. Η λέξη «χαρά» είναι ίσως ο καλύτερος και απλούστερος τρόπος να περιγραφεί η βαθύτερη και σημαντικότερη πηγή της πίστης. Ο άνθρωπος που δεν πιστεύει, που ενδιαφέρεται μόνο για το εδώ και το τώρα της καθημερινής δραστηριότητος, δεν ευχαριστιέται με τίποτε, δε χαίρεται για τίποτε, και δε βλέπει τίποτε πέρα από τον άμεσο επίγειο ορίζοντα. Αλλά η πίστη αρχίζει με την εμπειρία μιας ευρύτερης συνειδητοποίησης, που την περιγράφει τόσο καλά ο Βλαδίμηρος Σολόβιεφ: «Αγαπητέ φίλε, δεν αντιλαμβάνεσαι πως όσα μπορούμε να δούμε δεν είναι παρά καθρέφτισμα και σκιά όσων παραμένουν αόρατα στα μάτια μας;».
Στο ευαγγέλιο ο Χριστός λέει πως οι άνθρωποι θα βλέπουν με τα μάτια τους αλλά δε θα καταλαβαίνουν (Ματθ.13,14) πράγματι πόσοι άνθρωποι δεν υπάρχουν που υποστηρίζουν πως βλέπουν, πως διαθέτουν τα πλέον ακριβή όργανα για να βλέπουν τα πάντα, και όμως παραμένουν τυφλοί; Ούτε βλέπουν, ούτε ακούν την πραγματικότητα που προκαλεί αυτό το χαρούμενο ρεφραίν: «Χαίρε!» «Μεγάλυνον ψυχή μου…» Φυσικά προσπαθώ να εξηγήσω γιατί, πώς και σε τι πιστεύω. Χιλιάδες θεολογικά και φιλοσοφικά βιβλία έχουν γραφεί για την πίστη, και υπάρχουν πράγματι ορθολογικές και επιστημονικές αρχές που εφαρμόζονται ακόμη κι εδώ. Όμως ακόμη και η λεπτομερέστερη εξήγηση δεν μπορεί να παραβληθεί με τον εσπερινό της παραμονής του Ευαγγελισμού, όταν στο τέλος, μετά τη μακρά ακολουθία, ακούγεται στο δοξαστικό το: «συνδ τω Γαβριήλ προς την Παρθένο βοήσωμεν Χαίρε, Κεχαριτωμένη…».
Εκείνη τη στιγμή ολόκληρος ο κόσμος, με όλους τους πόνους και τα βάσανα, με όλη την κούραση και το κακό, με τη ζήλια, τη μικροψυχία και το κενό του, καθαίρεται ξαφνικά και αρχίζει να ακτινοβολεί μια Άνοιξη που όντως βρίσκεται πέρα απ’ αυτόν τον κόσμο. Είναι αυτό κάποιος συναισθηματισμός, κάποιο είδος διανοητικής αρρώστιας ή αυθυποβολή; Όχι. Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει την αλήθεια για τον κόσμο, για την ζωή, για την ανθρώπινη φύση, για την καθαρότητα της ψυχής και το σκοπό για τον οποίο αυτή δημιουργήθηκε. Αυτή τη στιγμή όμως, εισβάλει η αλήθεια και ξαφνικά, για άλλη μια φορά, γνωρίζουμε πως είναι δυνατό να αναπνεύσουμε βαθιά και να γεμίσουμε τα πνευμόνια μας με τον καθαρό αέρα του ουρανού, του πνεύματος και της αγάπης. Αυτή τη στιγμή, και σ’ άλλες σαν αυτή, αποκαλύπτεται κάτι που με αναγκάζει να λέω με απεριόριστη πεποίθηση: μάλιστα, αυτή είναι η αλήθεια, αυτή είναι η ομορφιά, και τίποτε πάνω στη γη δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Αυτή την στιγμή, γνωρίζω πως ο ουρανός κατέβηκε στη γη, και πως η ψυχή βρήκε αυτό για το οποίο διψούσε και το αναζητούσε τόσο οδυνηρά.
Ακούμε συνεχώς πως για να καταλάβουμε τον κόσμο χρειαζόμαστε την επιστήμη, την ορθολογική σκέψη, τους μαθηματικούς υπολογισμούς. Δε διαφωνούμε. Η επιστήμη, στη θέση της και μέσα στα όρια των δυνατοτήτων της είναι όμορφη και αναγκαία. Αλλά βρισκόμαστε εδώ για να μαρτυρήσουμε πως υπάρχει και μια άλλη προσέγγιση στην κατανόηση του κόσμου και της ζωής, ή μάλλον πως υπάρχει μια άλλη διάσταση στον κόσμο και στη ζωή που η ίδια η επιστήμη είναι ανίκανη να κατανοήσει. Ο κόσμος, ενώ είναι αντικείμενο επιστημονικής ανάλυσης, είναι παράλληλα και αντικείμενο χαράς και εορτασμού, αγάπης, ευχαριστίας και δοξολογίας. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι λιγότερο πραγματική και αναγκαία. Γιατί να φτωχαίνουμε την ανθρώπινη ζωή στερώντας από αυτήν του «ενός ου εστί χρεία» (Λουκ. 10,42 ); Οι εχθροί της θρησκείας είναι αυτοί που περισσότερο απ’ όλους μισούν τις γιορτές και τη χαρά, και υποψιάζομαι πως αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά αρκετά σκόπιμο, επειδή το πρόσωπο που είναι ικανό να γιορτάσει και να χαρεί είναι πάνω απ’ όλα ελεύθερο. Το πρόσωπο που μπορεί να πει τα ταπεινά «χαίρε», μέσα από την καρδιά του τη γεμάτη χαρά και αγάπη το πρόσωπο που ακούει τα λόγια αυτής της θαυμάσιας πρόσκλησης, και τα εφαρμόζει στον εαυτό του: «Μεγάλυνον, ψυχή μου…» πώς μπορεί ένα τέτοιο πρόσωπο να υποχρεωθεί να πιστέψει τα θλιβερά ψέματα που για χρόνια υφάνθηκαν από τη γραφειοκρατική ιδεολογία; «και την χαρν υμών ουδείς αίρει αφ᾿ υμών», είπε ο Χριστός (Ιωάν. 16,22).
Το πανηγύρι της πίστεως συνεχίζεται ήσυχα και ανεπαίσθητα μέσα σε όλη την καταπίεση και τη θλίψη του κόσμου. Η ψυχή πάλλει και ακτινοβολεί φως, και είναι γεμάτη από ουράνια χαρά. «Σήμερον έαρ μυρίζει και καιν κτίσις αγάλλεται», ψάλλει η εκκλησία, και τίποτε πάνω σ’ αυτή τη γη δεν μπορεί να αφαιρέσει τη χαρά ή να σιγήσει την αγαλλίαση. Εδώ, σ’ αυτή τη χαρά, οι άνθρωποι βρίσκουν τον αληθινό τους εαυτό και την αθάνατη ψυχή τους. Και γι’ αυτούς που βρήκαν την ψυχή τους, «τα λυπητερά τραγούδια της γης δεν θα μπορέσουν ποτέ να αντικαταστήσουν τους ήχους της ουράνιας αγαλλίασης», όπως έγραψε ο Μιχαήλ Λέρμοντωφ.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Εορτολόγιο – Ετήσιος εκκλησιαστικός κύκλος, Ακρίτας, Αθήνα 2005


Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Ο Ευαγγελισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου.

 

«ούτω μοι πεποίηκεν ο Κύριος εν ημέραις, αις επείδεν αφελείν το όνειδος μου εν ανθρώποις».

Πόσα χρόνια υπομονής. Πόσα χρόνια σταθερής σχέσης με τον Θεό. Να βλέπεις ότι ο φυσικός χρόνος εξαντλείται και να συνεχίζεις να δοκιμάζεις τον εαυτό σου και την πίστη σου. Μια γυναίκα στην ηλικία της Ελισάβετ δεν περιμένει πια να εγκυμονήσει. Αλλά μια γυναίκα με την πίστη της Ελισάβετ συνεχίζει να προσεύχεται. Κι όταν ακόμα εκπληρώνεται η επιθυμία, «περιέκρυβεν εαυτήν μήνας  πέντε», κράτησε κρυφή αυτήν την εγκυμοσύνη.

Οι άνθρωποι του θεού, μπορούν να σωπαίνουν. Γιατί μιλούν με τον Θεό. Στρέφονται συνεχώς προς τον Θεό. Από Εκείνον περιμένουν την σωτηρία και σε Εκείνον επιστρέφουν. Για αυτό σιωπούν. Γιατί ξέρουν ότι Εκείνος ακούει. Τις καρδιές.

Και η Παναγία ζούσε στην σιωπή. Ζούσε στην σιωπή που γεννάει η σχέση με τον Θεό. Άκουγε μέσα στην καρδιά της συνεχώς τον Λόγο του Θεού. Και σιωπούσε. Αγαπούσε με αυτόν τον τρόπο. Και κάθε μέρα κέρδιζε. Κάθε μέρα ερχόταν πιο κοντά στην Θεοτοκία, πιο κοντά στο να γίνει εκείνη η γέφυρα ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Σιωπούσε η Παναγία, όπως σιωπούσε και η Ελισάβετ.

Πρέπει να προσέξουμε αυτήν την στάση. Σε ένα κόσμο που εξωτερικεύεται εντελώς, που εξωστρέφεται και αναλώνεται στην έκθεση του άλλου ή προς τον άλλο, οι άνθρωποι του Θεού σιωπούν. Αυτοί οι άνθρωποι ακούν. Τον άγγελο και την καλήν αγγελία του αγγέλου. Και στο «πως έσται τούτο», το «γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου» έρχεται σαν φυσική απάντηση στα υπέρ φύσιν.

Στην στειρότητα της γερασμένης Ελισάβετ, η κύηση και στην Παρθένο, η αναγγελία της σύλληψης. «Ότι ούκ αδυνατήση  παρά Θεώ  παν ρήμα». Μα για να γίνουν όλα αυτά, για να ξεπεραστεί ο φραγμός του δυνατού και του αδύνατου, πρέπει να υπάρξει ένας άνθρωπος σαν την Θεοτόκο. Πρέπει δηλαδή να υπάρξει ένας άνθρωπος που να ζει το υπέρ φύσιν σε έναν λόγο απλό: «άνδρα ου γινώσκω», «γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου». Πρέπει να υπάρξει άνθρωπος σαν την Ελισάβετ που να επιμένει ενάντια στον φυσικό χρόνο και να προσεύχεται.

Πρέπει, αδελφοί μου, να ξέρουμε ο καθένας από εμάς, πόσο δεμένοι είμαστε από τους όρους της φύσης. Πόσο υπόδουλοι είμαστε από τους δεσμούς της ύλης, του χρόνου και του χώρου. Ζούμε μέσα σε αυτά τα όρια. Αλλά η ελευθερία είναι η δυνατότητα να ξεπερνάμε αυτά τα όρια. Να ευαγγελιζόμεθα. 

Σήμερα, το ευαγγέλιο συνδυάζει δύο γεγονότα. Αντίθετα. Η ηλικιωμένη και στείρα και η Παρθένος. Και το μήνυμα της χαράς, ο ευαγγελισμός είναι η ένωση Θεού και Ανθρώπου στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου. Από σήμερα δηλαδή, η φύση αναλαμβάνεται από τον ίδιο τον Κτίστη της και εκπληρώνει τον προορισμό της. Έτσι ώστε να γίνεται δυνατότητα για όλους αυτό  που κατόρθωσε η Παναγία.:

Η Θεοτοκία.

Κάθε στιγμή της ζωής μας, μπορούμε να είμαστε με τον Θεό: «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου».

Αυτό είναι σήμερα το ευαγγέλιο. Αυτή είναι η γιορτή. Όμως για τον καθέναν. Για όλους μας.

Ο ευαγγελισμός αναφέρεται σε όλους μας.

Η στειρότητα της Ελισάβετ αφορά όλους μας και το όνειδος αυτής της στειρότητας αφορά όλους μας.

Ας δούμε πού είμαστε, πόσο περιμένουμε, πόσο  προσευχόμαστε.

Πόσο σιωπούμε.

Πόσο ακούμε εκείνη την φωνή του αγγέλου.

Για να  περάσουμε από το όνειδος της ατεκνίας, στην Θεοτοκία.

Μέσα στην σιωπή να γεννηθεί ο λόγος και να γνωρίσουμε τον Λόγο.

Και την ελευθερία.

 

 

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

εκ του κατά Λουκά

Ευ-αγγελισμό εορτάζομε σήμερα, αδελφοί μου. Ένα χαρούμενο μήνυμα. Μια εορτή εορτών, μία αναγγελία.

Γιορτάζουμε το δώρο της ζωής. Αυτής της ζωής που προ-έρχεται από τον Θεό, από την Θέληση του Θεού, και μέσα από την βούλησή  Του, αφελεί το όνειδος της στείρας στους ανθρώπους, και εντέλλεται τη Παρθένω «ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξει υιόν».

Από την αρχή του κόσμου τούτου, με αυτήν την ορμή πραγματώνεται η ζωή. Συμβάλλει ο Θεός και οι άνθρωποι και γεννάται εκ του μη όντως εις το είναι, ύπαρξη. Εκείνος που αποκάλεσε τον Εαυτόν Του «Εγώ ειμί ο Ων», θέλει να έρθουν εις το είναι υποστατικές υπάρξεις της δικής Του ενέργειας. Και αυτό το είναι το κτιστό εκ του ακτίστου, πάντα μία έκπληξη. Η κάθε νέα ζωή μία μοναδική πραγματικότητα, μοναδική και ανεπανάληπτη.

Ερχόμαστε μέσα από το όνειδος της σαρκικής ένωσης εις το είναι με μόνο σκοπό, να υπάρξουμε. Να γίνουμε «όντες» και να επιστρέψουμε στην ενόραση του Θεού, απολαμβάνοντες τις ενέργειες του Θεού.

Αυτή η συνεχής εκπόρευσις των Θείων ενεργειών με την συμβολή του Ανθρώπου, γεννά Ζωή. Όλοι προερχόμαστε εκ του ενός και όλοι είμαστε ο Ένας.

Εν Χριστώ «περιέκρυβε εαυτήν- η Ελισάβετ- η γυνή Ζαχαρίου- μήνας πέντε, λέγουσα, ότι ούτω μοι πεποίηκεν ο Κύριος εν ημέραις, αις επείδεν αφελείν το όνειδος μου εν ανθρώποις».

Περικρύβουμε όλοι μας, αδελφοί, τον εαυτόν μας, και τη ντροπή μας, γιατί σαν ντροπή έχουμε την θέληση μας για ζωή. Και όταν ξεχνάμε ότι η διάσταση της ύπαρξης μας είναι μόνο εν Θεώ, τότε καταντάμε σε μία εγωιστική χρήση της δυνατότητας μας για περαιτέρω ζωή. Για όντως Ζωή. Εάν η επιθυμία μας για ύπαρξη προς τον άλλον, για πρόσωπο προς πρόσωπο, κατεβαίνει σε εγωκεντρική ικανοποίηση και ναρκισσιστική συμπλήρωση, ο άλλος, αντί για συνεργάτης στην δημιουργία, γίνεται συνεργός στην ενοχή. Και αλληλοκαταναλονώμεθα αγαπώντες και μισούντες εις μάτην. Και τότε η ύπαρξη μας παντρεύεται το όνειδος, την ενοχή.

Και όμως. Ο άγγελος Γαβριήλ, αποστέλλεται, εδώ και παντού, και κάθε στιγμή στη στειρότητα μας ή στις μεμνηστευμένες ή όχι σχέσεις μας. Στις «νόμιμες» ή «παράνομες» προσπάθειες μας. Και πάντα έρχεται αφελείν το όνειδος μας εν ανθρώποις. 

Έρχεται με το «χαίρε» στον καθένα από εμάς. Εν ασπασμώ. Και ευαγγελίζεται το «μη φόβου» Ειρήκαμεν χάριν παρά τω Θεώ. Σαν αύρα

απαλή, αυτή η κίνηση των αγγέλων αέναη, προσωπική.  

Ποιος θα δεχθεί;

Ποιος θα απαντήσει από εμάς;

Ποιος θα αισθανθεί τον ασπασμό;

Ποιος θα περιμένει και θα ξέρει τι περιμένει;

«Μη φοβού Μαριάμ. εύρες Χάριν παρά τω Θεώ».

Εγκαινιάζεται σήμερα, με την Παρθένο Μαρία, μια αλλιώτικη σχέση κτιστού με το Άκτιστο.

Από την μια μεριά η στειρότητα μας, η ήδη προχωρημένη ηλικία των μάταιων προσπαθειών μας που μόνο όνειδος έφεραν και να κρυβόμαστε ο ένας απ τον άλλον. Και από την άλλη, εκείνη που «άνδρα ου γινώσκει» απόλυτα ελεύθερη, ευλογημένη εν γυναιξί. Και έτσι γεννιέται Εκείνος, που Υιός Υψίστου κληθήσεται. Θα βασιλεύσει μέσα μας και παντού και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος.

Μαθαίνουμε, σήμερα αδελφοί, την αλήθεια της ύπαρξής μας. Από την Ελισάβετ και από την Παρθένο Μαρία. Και από τον Γαβριήλ. Και από τον Θεό. Ευαγγελισμός της ύπαρξης μας. Μήνυμα σύλληψης εν γαστρί, εν σαρκί, δηλαδή, ευ-αγγελία του κάθε ανθρώπου, για την εν Χριστώ, εν Πνεύματι Αγίω, Θεοτοκία.

Και όλα αυτά, από Πάνω προς τα Κάτω, δίχως τη δική μας βούληση, αρπαγμένοι από την Θεία βούληση. Για εμάς το παράδειγμα της Παναγίας, «ιδού η δούλη Σου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα Σου».

Εάν αντιληφθούμε, αδελφοί μου, τις Θείες ενέργειες και στραφούμε προς τα μέσα, τότε, ίσως η στειρότητα μας γνωρίσει την γέννηση.

Η ζωή που εκπορεύεται με το Άγιο Πνεύμα, θα μας ανακαινίσει εν Χριστώ, και θα μας φέρει πρόσωπο προς πρόσωπο προς αλλήλους, όχι κρυπτώμενοι πλέον και αποκρύπτοντες το όνειδος των εγωτικών μας αποτυχιών, αλλά εν Νοϊ, ενωμένοι, απόλυτα ελεύθεροι στην μεταξύ μας σχέση, πραγματοποιούντες τον σκοπό μας, που είναι η ύπαρξη.