Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Όσιος Πορφύριος: Όταν έλθει ο Χριστός στην καρδιά, η ζωή αλλάζει.

 

 Όταν βρεις τον Χριστό, σου αρκεί, δεν θέλεις τίποτε άλλο, ησυχάζεις. Γίνεσαι άλλος άνθρωπος. Ζεις παντού, όπου υπάρχει ο Χριστός.

Ζεις στα άστρα, στο άπειρο, στον ουρανό με τους αγγέλους, με τους αγίους, στη γη με τους ανθρώπους, με τα φυτά, με τα ζώα, με όλους, με όλα.

Όπου υπάρχει η αγάπη στον Χριστό, εξαφανίζεται η μοναξιά. Είσαι ειρηνικός, χαρούμενος, γεμάτος. Ούτε μελαγχολία, ούτε αρρώστια, ούτε πίεση, ούτε άγχος, ούτε κατήφεια, ούτε κόλαση.

Ο Χριστός είναι σ΄ όλες σου τις σκέψεις, σ΄ όλα σου τα έργα. Έχεις την χάρη και μπορείς όλα να τα υποφέρεις για τον Χριστό. Ακόμη μπορεί να πάσχεις και αδίκως. Να υποφέρεις αδικίες για τον Χριστό και μάλιστα με χαρά.

Όπως έπαθε Εκείνος, το ίδιο κι εσύ μπορείς να πάσχεις αδίκως. Διάλεξες τον Χριστό για να μην πάθεις; Τι λέει ο Απόστολος Παύλος; “Χαίρω εν τοις παθήμασί μου”.

Αυτή είναι η θρησκεία μας. Να ξυπνήσει η ψυχή και να αγαπήσει τον Χριστό, να γίνει αγία. Να επιδοθεί μόνο στον θείο έρωτα. Έτσι θα την αγαπήσει κι Εκείνος.

Όταν έλθει ο Χριστός στην καρδιά, η ζωή αλλάζει. Ο Χριστός είναι το πάν. Όποιος ζει μέσα του τον Χριστό, ζει πράγματα που δεν λέγονται, άγια και ιερά. Ζει εν αγαλλιάσει.

Αυτά είναι αλήθεια. Τα έχουνε ζήσει άνθρωποι, ασκητές στο Άγιον Όρος. Συνεχώς με λαχτάρα ψιθυρίζουν την ευχή: “Κύριε Ιησού Χριστέ…”.

Όταν μπει ο Χριστός στην καρδιά, τα πάθη εξαφανίζονται. Δεν μπορείς ούτε να βρίσεις, ούτε να μισήσεις, ούτε να εκδικηθείς, ούτε, ούτε, ούτε…

Πού να βρεθούν τα μίση, οι αντιπάθειες, οι κατακρίσεις, οι εγωισμοί, τα άγχη, οι καταθλίψεις. Κυριαρχεί ο Χριστός. Και η λαχτάρα του ανεσπέρου φωτός.

Αυτή η λαχτάρα σε κάνει να αισθάνεσαι ότι ο θάνατος είναι η γέφυρα, που θα την περάσεις σε μια στιγμή, για να συνεχίσεις τη ζωή του Χριστού.

Εδώ στη γη έχεις ένα εμπόδιο, γι αυτό χρειάζεται η πίστη. Αυτό το εμπόδιο είναι το σώμα. Ενώ μετά το θάνατο η πίστη καταργείται και βλέπεις τον Χριστό, όπως βλέπεις τον ήλιο. Στην αιωνιότητα, βέβαια, θα τα ζεις όλα πιο έντονα.

Όταν, όμως, δεν ζεις με τον Χριστό, ζεις μες στη μελαγχολία, στη θλίψη, στο άγχος, στη στενοχώρια, δεν ζεις σωστά. Τότε παρουσιάζονται πολλές ανωμαλίες και στον οργανισμό.

Επηρεάζεται το σώμα, οι ενδοκρινείς αδένες, το συκώτι, η χολή, το πάγκρεας, το στομάχι. Σου λένε: «Για να είσαι υγιής, πάρε το πρωί το γάλα σου, το αυγουλάκι σου, το βουτυράκι σου με δυο-τρία παξιμάδια».

Κι όμως, αν ζεις σωστά, αν αγαπήσεις τον Χριστό, με ένα πορτοκάλι κι ένα μήλο, είσαι εντάξει. Το μεγάλο φάρμακο είναι να επιδοθεί κανείς στη λατρεία του Χριστού. Όλα θεραπεύονται. Όλα λειτουργούν κανονικά. Η αγάπη του Θεού όλα τα μεταβάλλει, τα μεταποιεί, τα αγιάζει, τα διορθώνει, τα αλλάζει, τα μεταστοιχειώνει. Πολύ θα παρηγορηθεί η ψυχούλα μας, όταν λαχταρήσουμε τον Κύριο. Δεν θα ασχολούμαστε τότε με τα καθημερινά και τα χαμερπή. Θ΄ ασχολούμαστε με τα πνευματικά και τα ανώτερα, θα ζούμε στον κόσμο τον πνευματικό.

Όταν ζεις στον κόσμο τον πνευματικό, ζεις σε άλλο κόσμο, σε αυτόν που αρέσκεται και λαχταράει η ψυχή σου. Δεν αδιαφορείς, όμως, και για τον άνθρωπο, θέλεις κι αυτός να βρει τη σωτηρία, το φως, τον αγιασμό. Να μπουν όλοι στην Εκκλησία.

Aπό το βιβλίο: «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ» γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

Επίσκοπος Αντώνιος του Σουρόζ: Η αναζήτηση της σιωπής

 

Επιζητούμε την ησυχία με τρόπο ανθρώπινο όπως και θεϊκό: Πρέπει δηλαδή και να τη ζητούμε από μόνοι μας και να ελπίζουμε πως θα μας έρθει σαν δώρο. Η ανθρώπινη αναζήτηση περιγράφεται με καταπληκτικό τρόπο στα μεσαιωνικά συγγράμματα του π. Λαυρεντίου περί της Ασκήσεως επί της Παρουσίας του Θεού. Με πολύ πιο απλό τρόπο θα ήθελα να διηγηθώ την αληθινή ιστορία μιας ηλικιωμένης γυναίκας που προσευχόταν επί πολλά χρόνια χωρίς ποτέ ν’ αντιλαμβάνεται την παρουσία του Θεού, και που τελικά τη βρήκε στη σιωπή.

Λίγο μετά τη χειροτονία μου σε ιερέα μ’ έστειλαν να τελέσω τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων σ’ ένα γηροκομείο. Με πλησιάζει μια υπέργηρος κυρία και μου εκμυστηρεύεται ότι επί χρόνια έλεγε την προσευχή του Ιησού, αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει την παρουσία του Θεού. Νέος καθώς ήμουν βρήκα μια απλοϊκή απάντηση στο πρόβλημά της: «Πώς είναι δυνατό ο Θεός να σταυρώσει λέξη μαζί σου όταν εσύ μιλάς ασταμάτητα; Δώσε του την ευκαιρία. Πάψε να μιλάς». «Και πώς μπορώ να το κάνω αυτό;» ρώτησε. Της έδωσα τότε κάποια συμβουλή, που τη λέω και σε άλλους μια και σε κείνη την περίπτωση έφερε αποτελέσματα. Τη συμβούλεψα, κάθε μέρα μετά το πρωινό της, να συγυρίζει το δωμάτιό της και να το κάνει όσο πιο ευχάριστο γίνεται, να κάθεται σε μια γωνιά απ’ όπου θα μπορεί να παρατηρεί όλο το χώρο, το παράθυρο που βλέπει στον κήπο, τις εικόνες με το καντηλάκι… «Όταν θα ’χεις καθίσει, ησύχασε για ένα τέταρτο της ώρας με την αίσθηση του Θεού γύρω σου, αποφεύγοντας να προσευχηθείς. Κάθισε όσο ήσυχη μπορείς και μια και δε σου είναι εύκολο να μείνεις άπραχτη, πλέκε μπροστά στον Θεό και έλα να μου πεις τι απέγινε».

Μετά από μερικές ημέρες επέστρεψε πανευτυχής. Είχε αισθανθεί την παρουσία του Θεού! Με περιέργεια τη ρώτησα τι ακριβώς συνέβη. Μου είπε πως είχε ενεργήσει όπως της είχα υποδείξει. Είχε καθίσει και κοίταζε γύρω της ήσυχα ήσυχα, πεπεισμένη πως είχε το δικαίωμα να μένει αδρανής και χωρίς να προσεύχεται, και για πρώτη φορά μετά από χρόνια, όπως είπε, παρατήρησε ότι το δωμάτιο ήταν ειρηνικό κι ευχάριστο. Το κοίταζε κι ήταν σαν να το βλέπε για πρώτη φορά. Έκανε λοιπόν μια γνωριμία με το χώρο στον οποίο ζούσε επί χρόνια χωρίς να τον έχει προσέξει. Ύστερα συνειδητοποίησε την ειρήνη και την ηρεμία που την κύκλωναν, μια ειρήνη και ηρεμία που την τόνιζε το τικ τακ του ρολογιού της και το κτύπημα από τις βελόνες του πλεξίματος στα χέρια της πολυθρόνας της. Σιγά – σιγά η σιωπή που βασίλευε γύρω της ήρθε εντός της και την πλημμύρισε. Η ησυχία του δωματίου τη μετέφερε σε μια άλλη ησυχία πιο πλούσια έξω από τον εαυτό της, που δεν ήταν απλώς η απουσία των θορύβων, αλλά μια πολύτιμη ησυχία στο κέντρο της οποίας ανακάλυψε μια παρουσία. Κι όταν ένιωσε αυτή την παρουσία, παρακινήθηκε να προσευχηθεί τούτη τη φορά από τα βάθη αυτής της ησυχίας, όχι με πλημμύρα λόγων ή με μια θύελλα σκέψεων, αλλά απαλά, σιωπηλά, παίρνοντας κάθε λέξη μέσα από τη σιωπή και προσφέροντάς τη στον Θεό.

Από μόνη της η προσευχή της είχε γίνει η έκφραση της εσωτερικής της ησυχίας και μέρος της ησυχίας του Θεού την οποία είχε νιώσει.

Να μια εύκολη μέθοδος που προσφέρεται προς δοκιμή στον καθένα. Προϋποθέτει φυσικά κάποιο αγώνα με τη θύελλα των σκέψεων, τους δισταγμούς της καρδιάς, την ανυπομονησία του σώματος και την αστάθεια της θέλησης. Υπάρχουν πολλοί τρόποι προσευχής βασισμένοι στην άσκηση ή στην ψυχολογία, αλλά και χωρίς αυτούς, με το ν’ αφήνουμε τον εαυτό μας ελεύθερο ενώπιον του Θεού να εμβαθύνει στην όποια ησυχία μπορούμε να πετύχουμε, θα κάνουμε μεγάλη πρόοδο.

Είναι φορές που αυτή η ησυχία μας έρχεται από τον Θεό πολύ πιο απλά. Χωρίς καμιά προειδοποίηση ξαφνικά ο εαυτός μας βρίσκεται να ησυχάζει ειρηνικά ενώπιον του Θεού.

Το να προσευχόμαστε για τους άλλους είναι μια αφαίμαξη, καθώς αναλώνουμε τον εαυτό μας στα όριά του, συμπονώντας και συμπάσχοντας. Προσευχή για τους άλλους όμως σημαίνει και συμπόρευση με τον Χριστό, σημαίνει ότι γινόμαστε μια έκφραση της μεσιτείας Του, ότι συνδεόμαστε μαζί Του στην προσευχή και στην ενσάρκωσή Του. Συλλαμβάνουμε τους αλάλητούς στεναγμούς του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας. Κι όσο πιο πολύ συμπάσχουμε ή ταυτιζόμαστε μέσω της συμπόνιας μ’ εκείνους για τους οποίους προσευχόμαστε, τόσο πιο τέλεια γίνεται η κοινωνία μας με τον πολυεύσπλαχνο Θεό. Η προσευχή μας, καθώς περνάει μέσα από τον ανθρώπινο πόνο, μας οδηγεί στην καρδιά του Θείου Μυστηρίου: Στην αρχή πονώντας συνειδητοποιούμε την ανθρώπινη δυστυχία, κατόπιν, καθώς η προσευχή μας προχωρεί στη συνειδητοποίηση της θεϊκής παρουσίας, έρχεται μια στιγμή που δε βλέπουμε πια τα ανθρώπινα και μεταφερόμαστε στον απώτατο χώρο του Θεού. Ηρεμία, ησυχία, ειρήνη και κατόπιν μέσα στην καρδιά του μυστηρίου της αγάπης βρίσκουμε ξανά εκείνους για τους οποίους νιώσαμε τόση συμπόνια. Το Πνεύμα της αγάπης, το πνεύμα του Θεού εισέρχεται εντός μας και μας φέρνει πίσω στη γη. Αλλά τώρα πια η γήινη εμπειρία μας συνδέεται με την ενατένιση του ζώντος Θεού, του Θεού της αγάπης.

Αυτή η ησυχία μας οδηγεί σε συνάντηση του Θεού, με μια πίστη απλή και μακάρια, σ’ αυτό που συχνά ονομάζουμε «προσευχή του απλού κοιτάγματος», όπως το αποδίδει τόσο όμορφα η ιστορία του χωρικού από το Ars. Όταν τον ρώτησε ο καλός παπάς της ενορίας του τι ακριβώς έκανε καθισμένος επί ώρες στην εκκλησία χωρίς καν να μετράει το κομποσκοίνι που κρατούσε, απάντησε πως «να, τον κοιτάζω και με κοιτάζει και είμαστε ευτυχισμένοι ο ένας με τον άλλο».

Όμως, αυτή η προσευχή του «απλού κοιτάγματος» δεν είναι μόνο ένα είδος προσευχής, είναι συγχρόνως και μια δύναμη που μεταμορφώνει. Στο αξιόλογο βιβλίο του Alphonse de Chateaubriand «Η απάντηση του Κυρίου» θα βρούμε το ακόλουθο απόσπασμα που περιγράφει πώς η πνευματική προσευχή του «απλού κοιτάγματος» μεταμόρφωσε όχι μόνο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά κάποιο παιδί που από μόνο του προσευχόταν κατ’ αυτό τον τρόπο.

«Συνέβη σ’ ένα απόμερο ορεινό χωριό κουρνιασμένο κάτω από έναν τεράστιο γρανιτένιο βράχο, που από κάποια ιδιομορφία της φύσης είχε χαραγμένο επάνω του το τεράστιο πρόσωπο ενός ανθρώπου. Αυτή η φιγούρα κυριαρχούσε στη γύρω περιοχή όχι μόνο εξαιτίας του μεγέθους της αλλά και της επιβλητικής έκφρασής της. Από κάτω της το χωριό έμοιαζε με μικρό περιστέρι ή αετοφωλιά. Οι κάτοικοι του χωριού πίστευαν πως μια μέρα ένας αγαθός γέροντας, που θα έμοιαζε ακριβώς στη μορφή του βράχου, θα ’φθάνε στο χωριουδάκι τους για να ζήσει υποδειγματικά και να τους κάνει μεγάλο καλό.

Αυτό έλεγαν στις βεγγέρες τους, για να το μεταδώσουν στα παιδιά τους, για να ξυπνήσουν ευχάριστες αναμνήσεις στους γέροντες και να δώσουν ελπίδα στους ασθενείς. Ανάμεσά τους ήταν κι ένα μικρό αγόρι που κι αυτό είχε ακούσει την ιστορία και του είχε κάνει τόση εντύπωση, που δε σταματούσε να τη σκέπτεται και να κοιτάζει τη μορφή στο βράχο. Συχνά καθόταν στα σκαλοπάτια του σπιτιού του, το κεφάλι στοχαστικά ακουμπισμένο στην παλάμη του χεριού, κι ατένιζε ψηλά τον πελώριο γίγαντα που δέσποζε πάνω από τους μικροσκοπικούς ανθρώπους. Άλλοτε πάλι σταματούσε το παιχνίδι για να στοχαστεί την υπέροχη εκείνη υπόσχεση. Ποια δώρα άραγε θα τους έφερνε ο ήρωας; Καθώς περνούσε ο καιρός, ταυτιζόταν όλο και περισσότερο με την ανάγλυφη μορφή και σιγά – σιγά άρχισε να της μοιάζει.

Αυτό κράτησε σ’ όλη την παιδική του ηλικία… Ώσπου μια μέρα περπατούσε στην πλατεία του χωριού κι οι φίλοι και γείτονές του το έβλεπαν ξαφνιασμένοι, καθώς ανακάλυπταν πως το πρόσωπο για το οποίο μιλούσε η αρχαία παράδοση είχε έρθει ανάμεσά τους».

Πρόκειται για το μοναχό Συλβάνο κι η ιστορία του μας δείχνει ότι η προσευχή μας χαρίζει όχι μόνο τον Θεό αλλά και τον άνθρωπο, τον άνθρωπο και τον Θεό. Όπως είπαμε και στην αρχή, αυτή η θέαση εις βάθος των πραγμάτων μας χαρίζει την επίγνωση της αλήθειας, τη γνωριμία με τους ορατούς συνανθρώπους και τον αόρατο Πλησίον μας.

Επίσκοπος Αντώνιος του Σουρόζ, Θέλει τόλμη η προσευχή, μετάφραση Δημήτριος Κ. Κόκκινος, 6η έκδ., Αθήνα, Ακρίτας, 2000

 

 

 

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

Βίος του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

  Ο Άγιος Συμεών γεννήθηκε το έτος 949 µ.Χ. στη Γαλάτη της Παφλαγονίας από γονείς ευσεβείς και εύπορους, τον Βασίλειο και την Θεοφανώ. Ο θείος του Βασίλειος, ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στον αυτοκρατορικό οίκο της Κωνσταντινουπόλεως, προσέλαβε νωρίς τον ανεψιό του κοντά του, όπου, όπως ήταν φυσικό, έτυχε καλής παιδείας. Όμως ο Όσιος δεν έδινε προσοχή και δεν έδειχνε ενδιαφέρον για μάθηση.

Κατά την εποχή αυτή ο Συμεών γνωρίστηκε µε έναν μοναχό της περιωνύμου μονής Στουδίου, ο οποίος ονομαζόταν, επίσης, Συμεών. Ο μοναχός αυτός έγινε από την αρχή ο πνευματικός του πατέρας. Όταν κατά το έτος 963 µ.Χ. πέθανε ο θείος του, ο Συμεών προσήλθε στη μονή του Στουδίου, όπου ζητούσε «τον εκ νεότητος αυτού χρηµατίσαντα πατέρα πνευµατικν και διδάσκαλον». Ο ίδιος ο Όσιος Συμεών παρομοιάζει τον θείο του µε τον Φαραώ, τη διαμονή του στον αυτοκρατορικό οίκο µε την αιχμαλωσία των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και τον πνευματικό του πατέρα µε τον Μωυσή.

Κάποτε ο Γέροντάς του, του έδωσε ένα βιβλίο µε τα συγγράμματα των Αγίων Μάρκου του Ερηµίτου και ∆ιαδόχου Φωτικής. Ζωηρή εντύπωση του προξένησε το ακόλουθο απόφθεγµα από το βιβλίο του Αγίου Μάρκου του Ασκητού, που είχε τον τίτλο «Περί Νόμου Πνευματικού»: «Εάν ζητάς ωφέλεια, επιμελήσου τη συνείδησή σου, κάνε όσα σού λέει και θα εύρεις την ωφέλεια». Ο Όσιος Συμεών ήταν σαν να άκουσε το λόγο αυτό από το στόμα του Θεού και άρχισε αμέσως να κάνει ότι τον πρόσταζε η συνείδησή του. Και αυτή, που είναι κάτι θεϊκό, τον παρακινούσε συνεχώς στα ανώτερα, έτσι ώστε αύξησε την προσευχή και την μελέτη του μέχρι την ώρα που άρχιζε να λαλεί ο πετεινός, δηλαδή μέχρι τα χαράματα. Σε αυτό τον βοηθούσε και η συνεχής νηστεία. Έτσι, ακόμα και πριν φύγει από τον κόσμο, ζούσε σχεδόν ασώματο βίο. ∆εν του χρειάστηκε λοιπόν πολύς καιρός, για να εκδημήσει εντελώς από τα ορώµενα και να εισδύσει στα αόρατα θεία θεάματα.

Κάποια νύχτα, λοιπόν, που προσευχόταν και µε καθαρό νου επικοινωνούσε µε τον Θεό, είδε ξαφνικά να λάμπει άπλετο φως από τους ουρανούς και να κατεβαίνει προς αυτόν. Φώτισε τα πάντα και τα μετέβαλε σε μια ολοκάθαρη ημέρα. Καθώς ήταν και ο ίδιος τυλιγμένος από αυτό το φως, του φαινόταν σαν να εξαφανίσθηκε ολόκληρη η οικία μαζί µε το δωμάτιό του, ενώ ο ίδιος είχε αρπαγεί στον αέρα, νιώθοντας σαν να µην είχε καθόλου σώμα. Κατάπληκτος από το μέγα τούτο μυστήριο κραύγαζε µε μεγάλη φωνή το «Κύριε, ελέησον». Καθώς βρισκόταν μέσα σε αυτό το θείο φως, βλέπει στα ύψη του ουρανού μια ολόφωτη νεφέλη, άμορφή και ασχημάτιστη, γεμάτη από την άρρητη δόξα του Θεού. Στα δεξιά της έστεκε ο πνευματικός του πατέρας Συμεών ο Ευλαβής. Έμεινε σε αυτή την εκστατική κατάσταση για πολύ, χωρίς να αισθάνεται, καθώς βεβαίωνε αργότερα, εάν ήταν μέσα στο σώμα ή εκτός του σώματος. Όταν κάποτε εκείνο το φως σιγά - σιγά υποχώρησε, ήλθε στον εαυτό του και κατάλαβε πως βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο. Μετά από αυτή τη θεωρία, ο Όσιος Συμεών ικέτευε συνεχώς το Γέροντά του να τον κείρει μοναχό. Αλλά ο πνευματικός του πατέρας τον αναχαίτισε, επειδή ήταν νέος στην ηλικία και έτσι ο Όσιος επέστρεψε στην οικία του θείου του, όπου άρχισε µε επιμέλεια να μελετά. Βαθιά εντύπωση απεκόμισε από τα έργα των Αγίων Μάρκου του Ασκητού και ∆ιαδόχου Φωτικής, τα οποία έλαβε από τα χέρια του πνευματικού του.

Κατά το έτος 970 µ.Χ. ο Συμεών επισκέφθηκε τους γονείς του και τους ανακοίνωσε την κλίση του για τον μοναχικό βίο. Μάταια εκείνοι προσπάθησαν να μεταβάλλουν την απόφαση του μονάκριβου υιού τους. Η απόφαση του Συμεών ήταν σταθερή. Αρνήθηκε εγγράφως την πατρική περιουσία που του ανήκε και κατέφυγε στη μονή του Στουδίου. Λίγο αργότερα μεταβαίνει στη μονή του Αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου, υπό τον ηγούμενο Αντώνιο, που βρισκόταν κοντά στη μονή του Στουδίου. Μετά από µία διετία εκάρη εδώ μοναχός, για να φωτίζει όλους τους πιστούς µε το φως της γνώσεως, που φώτιζε τον εαυτό του. Όταν μετά από λίγο πέθανε ο ηγούμενος της μονής, ο Όσιος Συµεών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και µε την ευλογία του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη (984 - 995 µ.Χ.) και την έγκριση των μοναχών του Αγίου Μάµαντος, έγινε ηγούμενος της μονής.

Ως ηγούμενος ο Όσιος έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις. Όχι µόνο την κατεστραμμένη μονή, αλλά προ πάντων το ανθρώπινο στοιχείο. Η μονή παρομοιαζόταν µε κατάλυμα κοσμικών και νεκρών σωμάτων. Και η µεν μονή ως οικοδόμημα κατελαµπρύνθηκε, η πνευματική όμως συγκρότηση των μοναχών απαιτούσε πολλές ανυπέρβλητες προσπάθειες. Η διδασκαλία του συνάντησε την μεγάλη αδιαφορία ορισμένης ομάδας μοναχών, οι οποίοι έφθασαν στο σημείο, κατά την διάρκεια μιας πρωινής κατηχήσεως, να επιτεθούν κατά του Γέροντός τους. Κατά την ώρα της επιθέσεως ο Όσιος, «τας χείρας δεσμεύσας προς εαυτόν και εις ουρανό άρας αυτού την διάνοιαν, επ χώρας άσειστος έστη, υποµειδίων κα φαιδρν ατενίζων προς τούς αλάστορας».

Αυτό ήταν αρκετό να αφοπλίσει τελείως τους τριάντα εκείνους μοναχούς, οι οποίοι επέδειξαν αυτή την συμπεριφορά. Ο Πατριάρχης Σισίννιος ο Β' (996 - 998 µ.Χ.) προς τον οποίον κατέφυγαν αμέσως, για να δικαιωθούν προφανώς από αυτόν, εξεπλάγη από την µανία και τον φθόνο των ασύνετων μοναχών και διέταξε να εξορισθούν. Όμως ο Όσιος Συµεών παρακάλεσε θερμώς τον Πατριάρχη να τους συγχωρέσει. Ο Όσιος, παρά τα πολλά καθήκοντά του στη μονή, εύρισκε καιρό να γράφει «των θείων ύμνων τούς έρωτες», τους «λόγους των εξηγήσεων», τους «κατηχητικούς λόγους», τα «Πρακτικά, Γνωστικά και Θεολογικά Κεφάλαια».

Δυσάρεστα ζητήματα εναντίων του Οσίου δημιούργησε ο σύγκελλος του Πατριάρχη, Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Αφορμή γι' αυτό ήταν η αγαθή φήμη του Οσίου. Επειδή ο σύγκελλος δεν μπορούσε να βρει στον βίο του Οσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε προς το πρόσωπο του κοιμηθέντος ήδη Γέροντός του. Η κατηγορία του σύγκελλου ήταν ότι ο Όσιος υμνούσε τον πνευματικό του πατέρα ως Άγιο. Τελικά έπεισε την Σύνοδο να διερευνήσει το ζήτημα. Και μετά την διαδικασία αυτή, όλοι αναγνώρισαν, εκτός του σύγκελλου, το δίκαιο του Συµεών. Τότε ο σύγκελλος συνεργάστηκε µε μοναχούς που εχθρεύονταν τον Όσιο και έκλεψε από τη μονή την εικόνα επί της οποίας είχε αγιογραφηθεί ο πνευματικός πατέρας του Οσίου μαζί µε τον Χριστό και άλλους Αγίους. Ο Όσιος διατάχθηκε να προσέλθει στη Σύνοδο, για να απολογηθεί. Και πάλι βρέθηκε αθώος.

Ο Όσιος παρέμεινε επί είκοσι πέντε χρόνια ως ηγούμενος και το έτος 1005 µ.Χ. αποσύρθηκε σε ησυχαστήριο στο αντίπερα ερηµόκαστρο της Χρυσουπόλεως, που εκαλείτο Παλουκητόν και ησύχαζε στη μονή της Αγίας Μαρίνας. Στην ηγουμενία τον διαδέχθηκε ο μαθητής του Αρσένιος. Κοιμήθηκε µε ειρήνη το έτος 1022 µ.Χ. Η Σύναξη αυτού ετελείτο στη μονή του Στουδίου, στη μονή του Αγίου Μάµαντος και στη μονή της Αγίας Μαρίνας.

Για τη θεολογική του κατάρτιση και δεινότητα, ο Όσιος Συµεών ονομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ο Θεολόγος του φωτός» ή «ο Άγιος του φωτός». Κατά τις πνευματικές αναβάσεις του Αγίου, επιδιδόμενος στην ησυχία, ελευθερωνόταν από την ύλη, η γλώσσα του γινόταν γλώσσα πυρός, συνέθετε και θεολογούσε θείους ύμνους, γινόταν ολόκληρος πυρ, ολόκληρος φως και θεωνόταν κατά χάριν. Άλλοτε, μαρτυρείται ότι βρισκόταν επάνω στη γη και έχοντας τα χέρια υψωμένα και προσευχόμενος, ήταν «όλος φωτός και όλος λαµπρότητος». Από τις συγγραφές του σώζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, καθώς και θρησκευτικά ποιήματα. Για τη θεολογική του δεινότητα ονομάστηκε Νέος Θεολόγος.


Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Βίος της Οσίας Πελαγίας

 

Η οσία Πελαγία έζησε στην Αντιόχεια στα μέσα του Γ' αιώνα. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αγαπούσε τα στολίδια, ντυνόταν προκλητικά, ήταν ωραία και ζούσε στο βούρκο της ακολασίας.

Ο πολυεύσπλαχνος όμως Κύριός μας, οικονόμησε την επιστροφή της με τον εξής τρόπο:

Στην Αντιόχεια έγινε στην εποχή της Τοπική σύνοδος και μεταξύ των άλλων ήλθε ο πολύ ενάρετος και άγιος Επίσκοπος Νόννος, τον οποίον η Εκκλησία μας τιμά στις δέκα Νοεμβρίου. Αυτόν το σοφό άνθρωπο του Θεού παρακάλεσαν οι ορθόδοξοι πιστοί να τους κηρύξει τον θείον λόγο, διά πνευματική τους ωφέλεια. Ενώ όμως ο Άγιος μιλούσε έξω από το Ναό πέρασε επιδεικτικά και αναίσχυντα η πόρνη Πελαγία καθισμένη επάνω σε στολισμένο αμάξι. Οι άλλοι επίσκοποι γύρισαν τα μάτια τους προς το άλλο μέρος διά να μη την βλέπουν, ενώ ο άγιος Νόννος γεμάτος από θεϊκή αγάπη την έβλεπε και αφού αναστέναξε είπε:

Αλλοίμονο σε εμάς που ζούμε με αμέλεια και αδιαφορούμε διά την σωτηρία μας. Κατά την ημέρα της Κρίσεως θα ντροπιαστούμε, διότι αύτη η πόρνη διά να αρέσει σε θνητούς ανθρώπους, φροντίζει τόσο πολύ το σώμα της και στολίζεται ενώ εμείς αμελούμε και δεν φροντίζουμε την ψυχή μας διά να αρέσουμε στον αθάνατο και ζωντανό Θεό, παρά ασχολούμεθα με τα φθαρτά πράγματα και περιφρονούμε την αξία μας. Δι' αυτό θα χάσουμε τη θαυμάσια αιώνια μακαριότητα και θα κατακριθούμε διά την αμέλειά μας...

Μετά το τέλος του λόγου του επήγε εις το κελί του ο Άγιος και προσευχόμενος με δάκρυα στα μάτια εις τον Θεόν, έλεγε:

Πολυεύσπλαχνε Θεέ μου, συγχώρεσε εμένα τον αμελή γιατί η επιμέλεια που έδειξε η πόρνη μέσα σε μια ημέρα, ξεπερνάει τη δική μου φροντίδα που έδειξα σ' όλα τα χρόνια της ζωής μου, διά να στολίσω την ψυχή μου ώστε να γίνει δική σου κατοικία. Ποια πρόφαση λοιπόν να βρω εγώ μπροστά σου, Συ που γνωρίζεις τα μυστικά των καρδιών! Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, γιατί μπαίνω ανάξια στο Ιερό Θυσιαστήριο και δεν στολίζω την ψυχή μου σύμφωνα με το Άγιο Θέλημα σου. Αλλά Κύριε, σε παρακαλώ μη με καταδικάσεις την ημέρα της Κρίσεως, γιατί είμαι έρημος από κάθε αρετή και δεν ετήρησα καμιά από τις εντολές σου.

Όταν ο επίσκοπος έπεσε να κοιμηθεί είδε ένα όνειρο πως δήθεν λειτουργούσε εις το Ναό και ένα βρώμικο περιστέρι πετούσε γύρω του και τον ενοχλούσε πολύ. Όταν όμως έφτασε εις τα κατηχούμενα και έλεγε: «όσοι κατηχούμενοι προέλθετε», τότε το περιστέρι βγήκε και στάθηκε έξω μέχρι το τέλος της θείας λειτουργίας. Βγαίνοντας ο Όσιος από το Άγιο Βήμα, είδε και πάλι το λερωμένο περιστέρι να πετάει κοντά του. Τότε ο Όσιος άπλωσε τα χέρια του, το πήρε και το βύθισε στην Κολυμβήθρα που βάπτιζε τους ανθρώπους. Αμέσως το περιστέρι καθαρίστηκε και πέταξε ψηλά στον αέρα, ώσπου δεν φαινόταν πια. Το θαυμαστό αυτό όνειρο έδειξε πως κάτι σπουδαίο πρόκειται να γίνει. Πράγματι, την άλλη ημέρα που επήγε εις το Ναό του ανέθεσε ο Πατριάρχης να κηρύξει τον θείον λόγον εις τον λαόν. Μέσα στους άλλους από οικονομία Θεού βρέθηκε και η αμαρτωλή Πελαγία. Άκουσε, τότε, διά την αθανασία της ψυχής, τη δικαιοσύνη του Θεού, την αιώνια σωτηρία των δικαίων, αλλά και διά την καταδίκη των αμαρτωλών.

Η του Θεού άπειρος ευσπλαχνία έφερε μέσα της συντριβή και κατάνυξη και άρχισε να κλαίει διά τις αμαρτίες της. Μίσησε από την καρδιά της τις βρωμερές πράξεις της, και ένοιωσε στην καρδιά της ιερό πόθο προς τον Ιησούν Χριστόν... έστειλε δε και γράμμα με τους υπηρέτας της προς τον άγιο επίσκοπο Νόννον εις τον οποίο έγραφε:

«Εις τον Άγιον Επίσκοπον και μαθητή του Χριστού, η μαθήτρια του δαίμονος Πελαγία, η οποία είναι ένα πέλαγος ολόκληρο από ανομίες, απονέμει την δουλική προσκύνησιν.

Άκουσα, άγιε του Θεού, από κάποιο Χριστιανό, ότι ο Χριστός δεν ήλθε να καλέσει "δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοια". Μου είπε επίσης, ότι δεν μίσησε, ούτε απέφευγε από σιχαμάρα τις πόρνες, τους ληστάς και τους τελώνες, αλλά συναναστράφηκε και συνομίλησε μαζί τους. Αυτός, που δεν μπορούν να τον ιδούν με ακάλυπτο το πρόσωπο και αυτά ακόμη τα χερουβίμ. Εάν, λοιπόν, και συ είσαι μαθητής ενός τέτοιου Διδασκάλου, απόδειξέ το στην πράξη και δέξε με κοντά σου. Μη με αηδιάσεις, ούτε να με σιχαθείς την πόρνη και αμαρτωλή. Σε παρακαλώ να με δεχθείς για να σου εξομολογηθώ και να σου πω τα κρίματά μου, διά να σώσω την ψυχή μου η άσωτη».

Όταν διάβασε αυτά τα λόγια ο Όσιος Νόννος, φοβήθηκε μήπως δεν είναι ειλικρινά και του ετοιμάζει καμιά πλεκτάνη. Γι' αυτό της παρήγγειλε να πάει στην εκκλησία όταν θα ήταν και άλλοι Αρχιερείς, για να εξαγορευθεί τα αμαρτήματά της. Πράγματι, η Πελαγία, δεν χάνει καιρό. Τρέχει αμέσως στην εκκλησία και πέφτει στα πόδια του, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου. Τα μουσκεύει με τα δάκρυα της, που έτρεχαν ασταμάτητα. Εκεί εξομολογήθηκε μεγαλοφώνως τις αμαρτίες της.

Σπλαχνίσου με την αμαρτωλή, Πάτερ Όσιε, σαν τον Δεσπότη Χριστό. Βάπτισε με και οδήγησέ με στη μετάνοια, έμενα που μοιάζω με πέλαγος απέραντο από αμαρτίες. Η ζωή μου είναι μια κόλαση ολόκληρη. Έπεσα στα χέρια του Σατανά. Έγινα δόλωμά του και παγίδα, για να πάνε πολλοί στην Κόλαση. Τώρα με τη Χάρη του Θεού μετανοώ για την αμαρτωλή ζωή μου. Παίρνω την ηρωική απόφαση να ζήσω από δω και πέρα, όπως θέλει ο Θεός με μετάνοια, διά να μην κολασθώ αιώνια. Οι Αρχιερείς αισθάνθηκαν ιερή συγκίνηση για τη ριζική αλλαγή, που έγινε στην αμαρτωλή, με την βοήθεια του Θεού. Θαύμαζαν για τα δάκρυα, που έχυνε και εχαίροντο, για τη σωτηρία της. Εκείνη συνέχιζε να κόπτεται και να οδύρεται για την αμαρτωλή της ζωή.

Ο ιερός Νόννος της απαντάει:

Οι κανόνες της Εκκλησίας μας ορίζουν να μη βαπτίζουμε καμιά πόρνη, εάν δεν έχει κάποιον εγγυητή, ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στα προηγούμενα αμαρτήματα.

Εκείνη τότε κλαίγοντας ακόμη περισσότερο, λέγει στον Επίσκοπο:

Να με έχεις στο λαιμό σου και να κρεμαστούν επάνω σου όλα τα αμαρτήματά μου. Θα δώσεις λόγο για την ψυχή μου κατά την ώρα της Κρίσεως, εάν δεν με βαπτίσεις το συντομότερο. Θέλω να με αναγεννήσεις πνευματικά και να με παραστήσεις καθαρή νύμφη μπροστά στον Νυμφίο Χριστό. Μη χάνομε καιρό, Επίσκοπε, γιατί φοβάμαι ότι αν δεν βαπτισθώ τώρα γρήγορα, και αν μείνω μακριά από τη Χάρη του Θεού, θα με πλανέψει ο διάβολος και θα ξαναπέσω στην αμαρτία. Όταν άκουσε αυτά ο Νόννος δόξασε το Θεόν, που έδειξε τόση μεγάλη μετάνοια. Της διάβασε την ευχή της εξομολογήσεως και τη ρώτησε, πως τη λένε.

Στην αρχή, είπε, με λέγανε Πελαγία. Ύστερα όμως οι άνθρωποι, θαυμάζοντας τα πολλά και πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια που φορούσα, με ονόμασαν Μαργαρώ. Σε λίγο την βάπτισε ο Επίσκοπος εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και της έδωσε το πρώτο της όνομα, Πελαγία.

Ανάδοχός της έγινε μια ενάρετη Μοναχή, που την έλεγαν Ρωμάνα. Κατόπιν τέλεσε την θείαν Μυσταγωγίαν και την κοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια.

Το γεγονός βέβαια αυτό έγινε γνωστό σε όλη την Αντιόχεια και είχαν όλοι οι πιστοί γιορτή για τη σωτηρία της ψυχής της. Ο καθένας θεωρούσε τη χαρά της και δική του χαρά, διότι νίκησε τον εχθρό διάβολο και μπήκε στη μάνδρα του Χριστού μια άσωτη...

Μετά το βάπτισμά της η φωτισμένη πλέον Πελαγία παρέδωσε όλα τα πλούτη της στον άγιο Επίσκοπο Νόννο για να δοθούν σε καλοσύνες. Και ο Επίσκοπος ανέθεσε στον αρμόδιο Κληρικό με την εντολή: Να μην κρατήσει τίποτε από αυτά για την Εκκλησία, αλλά να τα μοιράσει στους πτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά, για να δοθούν καλά, όσα συγκεντρώθηκαν άσχημα.

Η ίδια ελευθέρωσε τους δούλους και τις δούλες της και τους συμβούλεψε να φροντίσουν για την σωτηρία τους, για να λυτρωθούν με την ευσπλαχνία τού Δεσπότου Χριστού από την αιώνια αιχμαλωσία, όπως εκείνη τους ελευθέρωσε από την προσωρινή αιχμαλωσία.

Από τη μέρα που βαπτίσθηκε η μακαρία Πελαγία, δεν έφαγε τίποτε αγορασμένο από τα πλούτη της, γιατί ήταν συγκεντρωμένα με αμαρτωλό τρόπο, την έτρεφε όμως η Ρωμάνα όσες μέρες έμενε κοντά της.

Την νύκτα μιας Κυριακής έβγαλε τα γυναικεία ρούχα. Ντύθηκε με ένα τρίχινο και κουρελιασμένο χιτώνα και πήγε στα Ιεροσόλυμα, χωρίς να πει σε κανένα το σκοπό της. Φεύγοντας από την Αντιόχεια η εκλέξασα την αγαθή μερίδα Πελαγία, επήγε στο όρος των Ελαίων. Έμεινε εκεί τρία ολόκληρα χρόνια μέσα σε ένα κελί με ανδρική ενδυμασία, εντελώς αγνώριστη. Εκεί μέσα αγωνίζονταν και έκανε τέτοιους νικηφόρους αγώνες κατά του πονηρού και με τέτοιες αρετές στολίσθηκε, που μόνον ο Θεός ο οποίος διαβάζει τα κρύφια της καρδιάς μας το γνωρίζει.

Αλλά ο Θεός δεν θέλησε να αφήσει τη δούλη Του να αγωνίζεται μέχρι τέλους κρυμμένη. Όπως ακριβώς είχε γίνει ο περίγελος των ανθρώπων με την αμαρτωλή ζωή της, έτσι οικονόμησε τα πράγματα ο Θεός να ακτινοβολήσει στην κοινωνία με την αρετή της, για την ωφέλεια των πολλών. Τούτο δε έγινε ως εξής:

Ο Ιερός Ιάκωβος, μαθητής του αγίου Επισκόπου Νόννου, κυριεύθηκε από την αγία επιθυμία να πάει να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Όταν ξεκίνησε να φύγει, πήρε την ευλογία του Αγίου Νόννου. Ο Άγιος είχε διορατικό χάρισμα και του είπε:

Ύπαγε εν ειρήνη, τέκνον μου, και αφού προσκυνήσεις τους Αγίους Τόπους, ρώτησε να μάθεις για κάποιον ενάρετο Μοναχόν, τον Πελάγιον. Θα λάβεις από αυτόν μεγάλη ψυχική ωφέλεια. Είναι δούλος πραγματικός του Κυρίου μας.

Πράγματι, ο ιερός Ιάκωβος πήγε και προσκύνησε τους Αγίους Τόπους και ρώτησε να μάθει, διά τον μοναχόν Πελάγιον. Του είπαν, ότι ήτο στο όρος των Ελαίων. Όταν έφθασε εκεί χτύπησε την πόρτα του κελιού του και βγήκε η Αγία, με ανδρικό σχήμα. Και αυτή μεν αναγνώρισε τον Ιάκωβο, εκείνος όμως, δεν μπόρεσε να την γνωρίσει, διότι η ομορφιά της, που είχε άλλοτε είχε χαθεί από τη μεγάλη άσκηση. Το πρόσωπό της ήταν μαραμένο. Τα μάτια της είχαν χωθεί βαθιά μέσα στις κόγχες. Το σώμα της ήταν σκελετωμένο από την πολλή σκληραγωγία, την άσκηση και τη νηστεία. Μόνον το δέρμα της φαινόταν και τα κόκκαλα.

Τον ρώτησε η Αγία, εάν ήτο ο υποτακτικός του Επισκόπου Νόννου και εκείνος απάντησε: Ναι. Όντως, του προσέθεσε η Αγία, Απόστολος του Θεού είναι εκείνος ο άνθρωπος: πες του σε παρακαλώ να προσεύχεται στο Θεό να μου συγχωρήσει τις αμαρτίες μου.

Αφού είπε αυτά, έκλεισε τη θύρα της και μέσα στο κελί της έψαλλε ψαλμούς, σύμφωνα με την τάξη των μοναχών. Ο Ιάκωβος μαζί με τις άλλες ωφέλειες, που πήρε, διδάχθηκε, ότι θα πρέπει να είναι κανείς πολύ σύντομος στα λόγια του.

Ανέχωρησε από εκεί ο Ιάκωβος και πήγε και σε άλλα κελιά για να επισκεφθεί και άλλους αδελφούς. Αλλά όπου και αν πήγαινε, παντού άκουγε για τον Πελάγιο τα καλλίτερα λόγια. Τον επαινούσαν όλοι, σαν τον πλέον ενάρετο και αγιότατο άνθρωπο.

Μετά από λίγες μέρες διαδόθηκε σ' όλη την περιοχή η είδηση ότι ο Πελάγιος άφησε τον παρόντα κόσμο και αναχώρησε για την άλλη ζωή.

Συγκεντρώθηκαν στη Σκήτη της, όχι μόνον από την Ιερουσαλήμ, αλλά και από τον Ιορδάνη, την Ιεριχώ και από όλα τα γύρω περίχωρα με μεγάλη ευλάβεια, διά να ενταφιάσουν το άγιο  λείψανο .

Και όταν θέλησαν να πλύνουν το σώμα του νεκρού, κατά την τάξη, γνώρισαν, ότι ήταν γυναίκα. Όλοι τότε έμειναν κατάπληκτοι και δόξασαν τον Κύριον, ο όποιος της έδωσε τη δύναμη να πολεμήσει τον διάβολο και να τον νικήσει κατά κράτος.

Αυτή η είδηση μαθεύτηκε και στα περίχωρα και κόσμος πολύς ερχόταν κύματα-κύματα. Σπρώχνονταν μάλιστα, ποιος θα πρωτοασπασθεί το άγιο λείψανο. Το σήκωσαν κατόπιν ευλαβείς και άγιοι άνδρες. Ακολουθούσαν όλοι, με λαμπάδες και θυμιάματα και το ενταφίασαν με τιμές, όπως έπρεπε σε Αγία.

Κοιμήθηκε το 284 μ.Χ. και η Ορθόδοξος Εκκλησία την εορτάζει στις 8 Οκτωβρίου.

 

 

 

 

 

 

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

Π. Αλέξανδρος Σμέμαν: Ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος....

 

 Είναι απαραίτητο σήμερα, ειδικά καθώς ο φόβος αυξάνει παγκοσμίως, να επιστρέψουμε εσωτερικά στη χαρούμενη και νικητήρια αίσθηση αυτών των λόγων του Συμβόλου της Πίστεως: «ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος». Όποιος διάβασε έστω και για μια φορά στη ζωή του το Ευαγγέλιο, ή το άκουσε στην εκκλησία, γνωρίζει ασφαλώς πως το κήρυγμα του Χριστού ήταν πάνω απ’ όλα κήρυγμα για τη Βασιλεία του Θεού· αποτελούσε διακήρυξη της. «Μετανοείτε ήγγικεν γάρ η Βασιλεία τού Θεού» (δες Μαρκ. 1:14): αυτά είναι τα πρώτα-πρώτα λόγια του Χριστού στο Ευαγγέλιο, το οποίο σπεύδει να εξηγήσει πώς ο Χριστός διέτρεχε όλη τη χώρα «κηρύσσων το ευαγγέλιο τής βασιλείας» (Ματθ. 4:33) – τα καλά και χαρμόσυνα νέα της Βασιλείας.

Αν συλλογιστούμε όλες τις παραβολές του Χριστού περί της Βασιλείας, αν στοχαστούμε πάνω σ’ αυτές και ακούσουμε προσεχτικά τι είπαν και μαρτύρησαν οι άγιοι, οι μάρτυρες και οι απόστολοι περί της Βασιλείας, αν προσέξουμε πολύ σ’ αυτό που λέει και έλεγε πάντοτε η Εκκλησία περί αυτής, τότε θα ανακαλύψουμε πως το νόημα αυτής της πραγματικότητας της Βασιλείας που κήρυξε ο Χριστός είναι πολύ διαφορετικό από την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη περί ενός «κόσμου πέραν του τάφου». Η Βασιλεία του Θεού είναι πληρότητα ζωής, πληρότητα χαράς, πληρότητα γνώσεως. Είναι ο θρίαμβος της θείας ζωής. Είναι όλα εκείνα για τα οποία έκτισε ο Θεός τον άνθρωπο και τον κόσμο, από τον οποίο ξέπεσε ο άνθρωπος δια της αμαρτίας και της εγωκεντρικής υπερηφάνειας. Και είναι αυτή η Βασιλεία που ο Χριστός μας αποκαλύπτει και μας χαρίζει εκ νέου, προβάλλοντας την πάλι σε μας ως τον υπέρτατο σκοπό και περιεχόμενο της γνώσεως και του κόσμου. Εδώ βρίσκεται η μοναδικότητα, η ιδιαιτερότητα της χριστιανικής διδασκαλίας περί της Βασιλείας του Θεού, το ασύμβατο της με οποιαδήποτε άλλη θρησκεία· αλλά αυτός ακριβώς είναι κι ο λόγος για τον οποίο μπορούμε να προσευχηθούμε για την έλευση της Βασιλείας, ο λόγος που μας κάνει να την επιθυμήσουμε, να την αγαπήσουμε, ως τον υπέρτατο και υψηλότερο θησαυρό της επίγειας ζωής μας, ακόμη και σ’ αυτή τη στιγμή. «ουκ έρχεται βασιλεία τού θεού μετά παρατηρήσεως» λέει ο Χριστός, «ουδέ ερούσιν ιδού ώδε ιδού εκεί, ιδού γάρ βασιλεία του θεού εντός υμών εστίν» (Λουκ. 17:20-21). Γιατί η Βασιλεία του Θεού βρίσκεται πρώτα απ’ όλα στον ίδιο τον Χριστό, στη ζωή Του – στην ανθρώπινη ζωή Του, που ωστόσο ακτινοβολεί από θείο κάλλος, αγαθότητα και αλήθεια. Η Βασιλεία του Θεού βρίσκεται στην αγάπη του Χριστού, στην υπακοή Του, στην απόλυτη αυτοπαράδοσή Του, στη νίκη Του. «Εάν αγαπάτε με…» (Ιωάν. 14:15), λέει ο Χριστός, άρα Βασιλεία του Θεού είναι η αγάπη για τον Χριστό ως νόημα, περιεχόμενο και πληρότητα ζωής. «ν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων…» (Ιωάν. 1:4), αναφωνεί ο Αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος.

Αυτή η ζωή μας φανερώθηκε, μας προσφέρθηκε και μόνο δι’ αυτής μπορούμε να ζήσουμε· είναι η Βασιλεία του Θεού εντός μας. Κοίταξε, για παράδειγμα, τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, έναν από τους μεγαλύτερους Ρώσους αγίους· κοίταξε στην εικόνα το λαμπερό του πρόσωπο. Μπορεί ποτέ να συλλογίζεται «τον πέραν τού τάφου κόσμο» ή την «αθανασία τής ψυχής»; Όχι, ο αγ. Σεραφείμ ζει εν Θεώ, εν Χριστώ, μέσα στη χαρά της γνώσεως του Χριστού, είναι κοντά Του, μέσα σε ένα τέτοιο μέγεθος χαράς που ακόμη και ο θάνατος γίνεται αποδεκτός ως μέσον για μια ακόμη μεγαλύτερη ένωση με τον αγαπημένο. Αυτή είναι η Βασιλεία του Θεού. Αυτό που θα ολοκληρωθεί, θα εκπληρωθεί και θα έλθει εν δόξη, σύμφωνα με το Σύμβολο της Πίστεως, είναι κάτι που έχει ήδη εμφανισθεί, «ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν…». (Α΄. Ιωάν. 1:1), όπως λέει ο αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος. Και αυτή η φανέρωση, αυτή η χαρά περικλείει τα πάντα τόσο πολύ, που ο Απόστολος γράφει: «Ούτε θάνατος ούτε ζωή… δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρί ημών» (Ρωμ. 8:38-39).

Έτσι προσευχόμαστε για την έλευση της Βασιλείας του Θεού γιατί την αγαπάμε, και την αγαπάμε γιατί την γνωρίζουμε ήδη, γιατί ο Χριστός την αποκάλυψε και μας την πρόσφερε. Δεν θα έλθει «μετά παρατηρήσεως». Ο κόσμος θα συνεχίσει να ζει με τα πάθη και τους φόβους του, θα συνεχίσει να δρα και να είναι άπληστος. Εκατομμύρια άνθρωποι θα συνεχίσουν να γεμίζουν τον πλανήτη μας, αγωνιζόμενοι όλοι τους να ξεκλέψουν λίγη ευτυχία. Όμως ο άνθρωπος που ανοίγει τη ζωή του στον Χριστό (έστω και αποσπασματικά, έστω και περιστασιακά) θα γνωρίσει άλλη ζωή, άλλο τρόπο ζωής, θα απελευθερωθεί εσωτερικά από τη δουλεία στην εγκόσμια ματαιότητα και θα ελευθερώσει την ψυχή του για να δεχτεί τη Βασιλεία αυτής της «χαράς και της ειρήνης εν Αγίω Πνεύματι», την οποία κανείς δεν μπορεί να δώσει πάνω στη γη και η οποία υπήρξε πάντα παρούσα εντός μας. Πέφτουμε, αμαρτάνουμε, ξεστρατίζουμε απ’ αυτή τη Βασιλεία, όμως δεν μπορούμε πια να τη λησμονήσουμε εντελώς, έτσι μετανοούμε και επιστρέφουμε. Και για άλλη μια φορά μας αγκαλιάζει αυτή η ίδια θεϊκή αγάπη, το ίδιο αυτό φως. «Ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος», γιατί όπως λέει ο Χριστός, «αύτη δε στιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινσκωσ σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και όν απστειλας  Ιησούν  Χριστόν» (Ιωάν. 17: 3). Γι’ αυτήν ακριβώς την αιώνια Βασιλεία, την αιώνια ζωή και την αιώνια χαρά μιλά το Σύμβολο της Πίστεως.


π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Πιστεύω, Ακρίτας, Αθήνα 2003