Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

Των Τριών Ιεραρχών (Εκ του κατά Ματθαίον).

«Υμείς εστέ το φως του κόσμου».

Αυτή η Διαθήκη θα ακολουθεί τους μαθητές του Χριστού από εκείνη τη στιγμή και για πάντα.: Είστε το φως του κόσμου. Ο κάθε άνθρωπος που θα γνωρίσει τον Χριστό, θα γνωρίσει το Φως και θα είναι και ο ίδιος το Φως.

Δεν είπε ο Κύριος θα γίνετε το φως, ή να γίνετε το Φως, αλλά, είστε το Φως. Και δεν θα μπορέσετε να κρυφτείτε έτσι που δεν κρύβεται ο λύχνος, έτσι που φαίνεται μια πόλη από μακριά, έτσι θα φαίνεστε και εσείς και τα έργα σας.

Με την δύναμη της Αγάπης Του μας μιλά σαν σε φίλους και μας δίνει τη Χάρη να είμαστε κάτι, εντελώς άκοπα, να είμαστε δηλαδή μόνον και μόνον γιατί εκείνος το θέλησε, Φως.

Προσέξατε, αδελφοί μου, αυτό το τόσο σημαντικό σημείο. Δεν έχουμε να κοπιάσουμε για τίποτα. Η δύναμη της αγάπης του Χριστού μας χαρίζει την ευλογία να είμαστε Φως, Του κόσμου.

Δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε τον δρόμο, γιατί έχουμε τους προφήτες, έχουμε τον Νόμο. Τίποτα δεν πρέπει να αλλάξουμε όπως και Εκείνος δεν άλλαξε τίποτα. Εκείνος πλήρωσε τα πάντα, με την Αγάπη Του. Με την θυσία Του. Για αυτό και σήμερα μας δίνει χάριτι την οντότητα του Φωτός. Για να πληρώσουμε κι εμείς με τα έργα μας αυτήν την Διαθήκη. Και αυτή είναι η χαρά μας αλλά και η μεγάλη μας θλίψη.

«Καταδικασμένοι» στο φως, να είμαστε και να μην μπορούμε να το αρνηθούμε. Κάθε μας πράξη σκότους, μας αποξενώνει από τον εαυτό μας. Κάθε επιθυμία πονηρή, κάθε πάθος μας φέρνει σε αντίθεση με αυτό που είμαστε. Μας χωρίζει από την δωρεά του Φωτός. Μας διχάζει. Ίσως για αυτό δεν βρίσκουμε ησυχία στην αμαρτία, ίσως για αυτό δεν αναπαύεται η ψυχή μας παρά μόνον κοντά στο Φως.

Για αυτό νιώθουμε «καταδικασμένοι» με τα έργα μας να είμαστε το Φως. Κάθε άλλη κίνηση είναι αντίθετη με την κληρονομιά μας. Και μας χωρίζει από τον ίδιο μας τον εαυτό και από τους άλλους που βλέπουν σε εμάς το φως αλλά δεν βλέπουν έργα φωτός.

Και κάτι πολύ σπουδαίο ακούμε σήμερα από το Ευαγγέλιο.

Όταν είσαι το φως, τότε δεν μπορείς να κρύψεις ή να κρυφτείς.

Όλα είναι τόσο φανερά. Τα έργα σου φωτεινά ή σκοτεινά γίνονται αντικείμενο παρατήρησης από όλους. Και γίνονται αιτία, εάν είναι καλά, να δοξαστεί ο Πατέρας, και αν δεν είναι καλά να υβρίζεται το όνομα του Θεού. Εδώ, στον κόσμο. Σε αυτόν τον κόσμο στον οποίο είμαστε χάριτι, το Φως.

Στην Βασιλεία των ουρανών, όμως θα κριθούμε αδελφοί. Η Δωρεά θα μας ζητηθεί. Και εκεί, στην Βασιλεία, θα πάρουμε άλλο όνομα. Τα έργα μας θα μας επαναπροσδιορίσουν.

Εδώ είμαστε το Φως.

Εκεί μέγας ή ελάχιστος

Εδώ η ιδιότητα είναι δεδομένη. Εκεί όχι.

Από αυτή την Διαθήκη κανείς μας δεν θα μπορέσει να αλλάξει ούτε μια κεραία ούτε ένα γιώτα. Μην ανησυχείτε λοιπόν, αδελφοί μου, κανείς μας  δεν μπορεί να βλάψει την Κληρονομιά του Θεού, έως αν παρέλθει ο ουρανός και η γη.

Την ψυχή μας βλάπτουμε. Μόνον τον εαυτό μας.

Η Εκκλησία του Χριστού μένει ασάλευτη μες τους αιώνες. Εμείς κρινόμαστε. Για αυτό που είμαστε.

Για αυτό που ψάχνουν οι άλλοι σε μας.

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ Εκ του κατά Λουκά ( Θεραπεία του τυφλού.)



Στο τυφλό της σημερινής παραβολής, αγαπητοί μου αδελφοί, φαίνεται πως ενώ τα υλικά του μάτια ήταν κλειστά, τα μάτια της ψυχής του όμως, ήταν γεμάτα φως.
Όταν ένιωσε την παρουσία του Χριστού,
 «εβόησε λέγων: Ιησού υιέ Δαυίδ, ελέησον με».
«Και οι προάγωντες επετίμων αυτώ, ίνα σιωπήση».
«αυτός δε πολλώ μάλλων έκραζε. Υιέ Δαυίδ ελέησον με».
Ο τυφλός της παραβολής μας είχε αντιληφθεί ποιος ήταν εμπρός του. Για αυτό δεν επαιτούσε χρήματα, αλλά ίνα αναβλέψει. Κάποια άγνωστη σε μας πορεία είχε κάνει την καρδιά του ανθρώπου αυτού τέτοια που να αναγνωρίσει τον Χριστό και με όλη την δύναμη της ψυχής του να ζητήσει ίνα αναβλέψει.
Η τυφλότης, η πτωχεία, η εγκατάλειψη είναι τα κύρια στοιχεία που μας περιγράφονται σήμερα, αλλά η ένταση του «πολλώ μάλλον έκραζε» μας αφοπλίζει. Πως μπορεί να βλέπουν εκείνοι που δεν βλέπουν και οι «προάγοντες» να εθελοτυφλούν;
Και εάν μέσα σε αυτόν τον συσκοτισμό μας, σε αυτήν την τυφλότητα μας συναντηθούμε με το φως, μπορεί, είναι πιθανόν, ο περίγυρος να μας επιτιμήσει, να μας ζητήσει να σιωπήσουμε. Ίσως και η δική μας λογική να συμπράξει.
Εάν όμως βρεθούμε σε αυτήν την κατάσταση του τυφλού, εκούσια ή ακούσια, «παρά την οδόν» και προσαιτώντες, ίσως αδελφοί μου, μέσα σε αυτήν την πτωχεία, πιο εύκολα να ξεκαθαρίσουμε τα αιτήματα μας. Και ίσως, δεν ζητήσουμε πράγματα υλικά, αλλά στην ερώτηση του Χριστού: «τι σοι θέλεις ποιήσω;» να απαντήσουμε το:
«ίνα αναβλέψω».
Μα αυτή η συνάντηση, αδελφοί μου, όπως και τόσες άλλες συναντήσεις του Ευαγγελίου, έγινε έξω από τα όρια της πόλης, στην άκρη του δρόμου, ανάμεσα στον Χριστό και σε έναν άνθρωπο πονεμένο. Με μια σημαντική έλλειψη: Τυφλός.
Πόσο μπορούν οι αισθήσεις μας, αντί να μας βοηθούν, να μας σκοτίζουν; Πόσο μπορεί ο κόσμος μας, η Ιεριχώ με τα τείχη της και η κάθε Ιεριχώ να μας συνθλίβει και να μας επιτιμά να σιωπήσουμε; Πως γίνεται τελικά όλα αυτά να κάνουν την ζωή μας πολύπλοκη και τελικά να χάνουμε την συνάντηση με τον Χριστό; Να διαπορευόμεθα και να παρερχόμεθα ανίδεοι και αδαείς;
Και να κερδίζει ο Τυφλός και ο επαίτης. Και να μας διδάσκει.
Ο κάθε τυφλός και ο κάθε επαίτης:
«Η  πίστις σου σέσωκέ σε». 
Αυτό το τόσο απλό που όμως είχε βασιστεί σε εσωτερικό πλούτο, σε κάποια άγνωστη σε μας ελευθερία, σε μια φιλία με το φως εκείνου που το είχε στερηθεί , υλικά.
«Και παραχρήμα» λοιπόν «ανέβλεψε».
Αυτή είναι η δύναμη του Θεού. Αυτές είναι οι αλλαγές που γίνονται «παραχρήμα», σαν ευλογία.
Με την χάρη του Θεού.
Με την δύναμη της πίστης.
Και κάνουν την ζωή, δοξολογία.
«Και πας ο λαός ιδών, έδωκεν αίνον τω Θεώ»
Προχωρούμε, αδελφοί μου, στην πορεία της ζωής μας, βλέποντας και πολλές φορές μη βλέποντας.
Αλλά ο Μεγάλος Θεός, εγγίζει με την Ενανθρώπιση Του, την Ιεριχώ της ζωής μας, τα όρια της αδυναμίας μας και πάντα ρωτά:
«Τι σοι θέλεις ποιήσω;»
Η έτοιμη καρδιά, θα απαντήσει:
«Ίνα αναβλέψω».
Και θα σωθεί παραχρήμα.

Αμήν.