Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Κυριακή των Αγίων Πατέρων.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ TΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Εκ του Κατά Ιωάννη

«εγώ περί αυτών ερωτώ, ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά περί ων δέδωκας μοι», «ότι σοι εισί, και τα εμά πάντα σα εστί, και τα σα εμά…».

Τα πάντα είναι ένα αδελφοί μου. Τα πάντα ενώνονται μέσα στην αγάπη του Υιού και του Πατρός. Και μέσα από αυτήν την αγάπη, έρχεται κοντά μας η μόνη δυνατότητα σωτηρίας: ο Χριστός. Έρχεται κοντά μας Εκείνος που μας προσλαμβάνει που μας αγαπά, που μας σώζει.

Ακούσατε τις λέξεις που χρησιμοποιεί για να μιλήσει για εμάς. «Επάρας τους οφθαλμούς αυτού εις τον ουρανόν» για εμάς, προσεύχεται, στρέφει την αγάπη του συνέχεια προς τον Πατέρα και μας υπερασπίζεται. Μας προσλαμβάνει. Μας ενώνει. Μας αναφέρει προς τον Θεόν.

Σήμερα, αδελφοί μου, ο Χριστός, μας δείχνει τον δρόμο για την σωτηρία, για άλλη μια φορά ξεκάθαρα: Η αγάπη. Η αγάπη του Πατρός και του Υιού. Η αγάπη που πρέπει να έχουμε μεταξύ μας. Η αγάπη που πρέπει να έχουμε προς αυτόν. Η μεγάλη αγάπη που έχει για εμάς.

Πρέπει να νιώσουμε αυτήν την ενότητα. Πρέπει να αφήσουμε τον νου μας να δεχτεί αυτόν τον τρόπο ύπαρξης. «Ου περί του κόσμου ερωτώ», δεν πρέπει να νοιαζόμαστε περί του κόσμου, γιατί ο κόσμος θα εμποδίσει αυτήν μας την ενότητα. Πρέπει να ερωτούμε για Εκείνον που μας αναζητά. «αλλά περί ων δέδωκας μοι, ότι σοι εισί». Γιατί Εκείνος αδελφοί μου, δεν είναι πια στον κόσμο, αλλά εμείς είμαστε στον κόσμο. Εκείνος ήλθε κοντά στον Πατέρα και εμείς πρέπει να πάμε στον Πατέρα. Να μην αφήσουμε τίποτα να μας κρατά, να μας δένει, να μας εμποδίζει από αυτήν την ενότητα της αγάπης.

Είμαστε στον κόσμο, αλλά δεν είμαστε αυτού του κόσμου. Πώς μπορούμε να το καταλάβουμε αυτό; Πώς μπορούμε να βιώσουμε την ελευθερία που μας προτείνει συνέχεια ο Χριστός;

Στο σημερινό ευαγγέλιο μας δείχνει τον δρόμο. «επάρας τους οφθαλμούς αυτού εις τον ουρανόν». Εκεί είναι η πατρίδα μας. Εκεί πρέπει να στρεφόμαστε συνεχώς. Σ΄ αυτήν την κατεύθυνση είναι η ελευθερία μας. Σ αυτόν τον ανοιχτό διάλογο με τον Θεό. Εάν μπορέσουμε να καταλάβουμε αυτό το «σοι εισί, και τα εμά πάντα σα εστί», τότε θα νιώσουμε την μεγαλύτερη χαρά που υπάρχει. Τότε θα βγούμε από τα περιορισμένα όρια του κόσμου για να αγγίξουμε, όσο είναι δυνατόν, τα όρια της αγάπης του Θεού, τα όρια της «συνύπαρξης» με τον Θεό.

Με την δυνατότητα που μας δίνει Εκείνος που προσέλαβε το ημέτερο φύραμα. Εκείνος που προσεύχεται για εμάς: «πάτερ άγιε, τήρησαν

αυτούς εν τω ονόματι σου ω δέδωκας μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς». Να γίνουμε ένα, όπως ο Υιός και ο Πατέρας.

Να γίνουμε ένα όλοι εμείς οι πολλοί. Με τις πολλές επιθυμίες, με τις πολλές, ατέλειωτες ανάγκες. Με τον τόσο πολύ εγωισμό που μας φτωχαίνει, με τις τόσες πολλές ανάγκες.

Κι όμως σήμερα σ’ αυτό το ξεχείλισμα αγάπης από τον Χριστό για όλους εμάς, πρέπει να βρούμε τον εαυτό μας. Πρέπει να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Ότι λέει για εμάς.

Στην σημερινή γιορτή, των αγίων Πατέρων, να γιορτάσουμε αυτήν την ενότητα. Το «εμείς», ενάντια στο «εγώ». Αυτό που συμβόλισαν οι Πατέρες και αυτό για το οποίο προσεύχεται ο Κύριος μας. Να ζητήσουμε με την καρδιά μας την σωτηρία μας. Για να συμβεί αυτό που ζητά. Αυτός που τόσο πολύ μας αγάπησε. Κι αν το πετύχουμε, και αν σωθούμε, τότε θα έχουμε την χαρά. Την χαρά του Χριστού πεπληρωμένη μέσα μας.

Τότε τίποτα άλλο.

Τότε τα πάντα ένα.

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Ο Αναληφθείς Χριστός, το σωτήριο χελιδόνι που μας οδηγεί στην Αιώνια Άνοιξη.

 

Όταν τα χελιδόνια μένουν από τροφή και το κρύο πλησιάζει, ξεκινούν το ταξίδι τους για τα θερμά κλίματα. Εκεί θα βρουν πολύ ήλιο και αρκετή τροφή. Ένα χελιδόνι πετά μπροστά, δοκιμάζει τον αέρα και δείχνει το δρόμο. Όλα τα υπόλοιπα χελιδόνια ακολουθούν την πορεία του.

Όταν οι ψυχές μας μένουν από τροφή στον υλικό κόσμο κι όταν η κρυάδα του θανάτου πλησιάζει, τότε τι καλά θα ήταν να υπήρχε ένα χελιδόνι σαν κι εκείνο, να μας οδηγήσει σε τόπο θερμό, όπου θα βρίσκαμε πολλή πνευματική ζέστη και τροφή! Υπάρχει άραγε τέτοιος τόπος; Και μπορούμε άραγε να βρούμε τέτοιο χελιδόνι;

Μόνο η Εκκλησία γνωρίζει και μάλιστα με βεβαιότητα. Η Εκκλησία γνωρίζει το κομμάτι εκείνο του παραδείσου που νοσταλγεί η ψυχή μας, τώρα που ζει στο παγωμένο σύθαμπο της επίγειας ύπαρξής μας. Γνωρίζει επίσης το ευλογημένο εκείνο χελιδόνι, το πρώτο που πετάει προς τον τόπο της νοσταλγίας, της επαγγελίας, που διαλύει το σκοτάδι, διαπερνά με τα δυνατά φτερά του τη βαριά ατμόσφαιρα ανάμεσα σε γη και ουρανό κι ανοίγει το δρόμο για το σμήνος που ακολουθεί. Κι ακόμα η στρατευόμενη Εκκλησία στη γη θα σου πει γι’ αμέτρητα σμήνη χελιδονιών που ακολούθησαν το πρώτο Χελιδόνι και πέταξαν μαζί Του στον ευλογημένο τόπο, όπου αφθονούν όλα τ’ αγαθά, τον τόπο της αιώνιας άνοιξης.

Θα έχεις αντιληφθεί πως με το σωστικό αυτό χελιδόνι εννοώ τον αναληφθέντα Κύριο Ιησού Χριστό. Ο ίδιος δεν είπε πως είναι η Οδός; Δεν είπε ο ίδιος στους αποστόλους, «πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν» και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ’ 2, 3); Και πριν απ’ αυτό δεν τους είχε πει, «καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιωάν.ιβ’ 32); Όλ’ αυτά που ο ίδιος είχε πει, άρχισαν να εκπληρώνονται λίγες βδομάδες αργότερα και συνεχίζουν να εκπληρώνονται μέχρι σήμερα και θα εκπληρώνονται ως τη συντέλεια του κόσμου…

«Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς και πετασθήσομαι και καταπαύσω;» (Ψαλμ. νδ’ 7), αναφωνεί θλιμμένος ο Ψαλμωδός πριν από την έλευση του Χριστού.

«Ποιος θα μου δώσει φτερά για να πετάξω μακριά απ’ αυτή τη ζωή;» πρέπει να ήταν η ερώτηση που έκαναν πολλές ευγενικές κι ευαίσθητες ψυχές. Αλλά που θα κατευθυνθείς, αμαρτωλή ανθρώπινη ψυχή; Μπορείς ακόμα να ονειρεύεσαι, να νιώθεις τον τόπο της θαλπωρής και του φωτός απ’ όπου εξορίστηκες; οι πύλες έκλεισαν πίσω σου, τις προσέχουν τα χερουβείμ με τα πύρινα ξίφη τους, για να εμποδίσουν την προσέγγισή σου. Η αμαρτία κόλλησε τα φτερά σου, όχι τα φτερά του πτηνού, μα τα θεϊκά, κι έχεις εγκλωβιστεί στη γη. Χρειάζεσαι κάποιον για να σ’ ελευθερώσει πρώτα από τα δεσμά της αμαρτίας, να σε καθαρίσει και να σε βοηθήσει να σταθείς όρθιος. Μετά χρειάζεσαι κάποιον να τοποθετήσει νέα φτερά, για να μπορέσεις να πετάξεις…

Τώρα δεν έχεις λόγο ν’ αναστενάζεις με φόβο και τρόμο, όπως ο προφητάνακτας Δαβίδ, ούτε να επιθυμείς πτέρυγας ωσεί περιστεράς. Τώρα εμφανίστηκε ο Αετός, που άνοιξε τα φτερά Του και σου έδειξε το δρόμο. Το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι ν’ αναπτύξεις τα πνευματικά φτερά που σου δόθηκαν όταν βαφτίστηκες στο όνομά Του και να επιθυμήσεις μ’ όλη σου την ψυχή ν’ ανεβείς εκεί όπου αναλήφθηκε ο Ίδιος. Ο Κύριος έκανε τα ενενήντα εννιά από τα εκατό βήματα που χρειάζεσαι για τη σωτηρία σου. Δεν θα προσπαθήσεις να κάνεις το βήμα που απέμεινε για να επιτύχεις τη σωτηρία σου, όταν μάλιστα «ούτω γαρ πλουσίως επιχορηγηθήσεται υμίν η είσοδος εις την αιώνιον βασιλείαν του Κυρίου ημών και Σωτήρος Ιησού Χριστού» (Β’ Πετρ.α’ 11);…

«Εξήγαγε δε αυτούς έξω έως εις Βηθανίαν, και επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς. Και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν».(Λουκ. κδ’ 50-51). Τι μεγαλειώδης, τι συγκινητική αναχώρηση από τη γη! Εκεί στην άκρη του Όρους των Ελαιών, με θέα το λόφο όπου ο νεκρός Λάζαρος αναστήθηκε και ξαναγύρισε στην πρόσκαιρη αυτή ζωή, ο αναστημένος Κύριος αναλήφθηκε στα άπειρα ύψη της αιώνιας ζωής. Αναλήφθηκε στον ουρανό, όχι στ’ άστρα, μα πάνω απ’ αυτά. Δεν πήγε κοντά στους αγγέλους, αλλά πάνω απ’ αυτούς, πάνω από τις ουράνιες δυνάμεις, πάνω από τους χορούς των αθανάτων κι ουράνιων υπάρξεων, πάνω απ’ όλα τα παραδείσια ενδιαιτήματα των αγγέλων και των αγίων….Ευλογημένε, πολυεύσπλαχνε Κύριε, πόσο μεγάλο είναι το έλεός Σου! Η ιστορία της έλευσής Σου στον κόσμο ξεκίνησε με ευλογία και τελειώνει με ευλογία. Όταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ ανάγγειλε την έλευσή Σου στον κόσμο, χαιρέτησε την Παναγία Μητέρα Σου με τα λόγια: «Χαίρε, κεχαριτωμένη… ευλογημένη σύ εν γυναιξί!» (Λουκ. α’ 28). Τώρα που αποχαιρετάς εκείνους που πίστεψαν σε Σένα, άνοιξες διάπλατα τα χέρια Σου και τους έδωσες την ευλογία Σου. Ω, υπερευλογημένε! Ω, Πηγή κάθε ευλογίας! Ευλόγησε και μας, όπως ευλόγησες τους αποστόλους Σου!

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Απόσπασμα από το βιβλίο: Αναστάσεως Ημέρα, κδ. Πέτρου Μπότση)

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Της Αναλήψεως του Κυρίου.

 

.... Ο Ιησούς έστη εν τω μέσω αυτών και λέγει αυτοίς…..

Ο Χριστός στέκεται ανάμεσά μας, δίπλα μας. Και αν έχουμε ειρήνη και μέσα μας και μας καλεί να Τον γνωρίσουμε…. μας προσ-καλεί να τον ανα-γνωρίσουμε με ότι πιο δικό του, πιο προσωπικό…… «ίδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου, ότι Αυτός εγώ είμί…» Ο πόνος Του, η θυσία Του, αυτό που του προκάλεσε ο κόσμος…. Μας προσκαλεί και σήμερα σε αυτή την απίστευτη για εμάς υπέρβαση..! Να Τον γνωρίσουμε από τους πόδας και τας χείρας, όχι από την Δύναμή Του αλλά από Την Άκρα Ταπείνωσή Του.

Να ψηλαφήσουμε το «Αυτός εγώ ειμί» για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε εμείς. Αντίστροφα…. όχι με όλους αυτούς τους τρόπους που εμείς προσπαθούμε να δείξουμε και να επι-δείξουμε ποιοι είμαστε. Αυτό που τελικά είμαστε είναι αυτό που κρύβουμε, στους πόδας μας στας χείρας μας, τα σημάδια που αφήνει η ζωή, οι πόνοι που δώσαμε και πήραμε και ενώ δεν μπορούμε να δούμε ούτε στον εαυτό μας ούτε στον άλλο, έρχεται σήμερα ο Χριστός και απλώνει εμπρός μας Την Άκρα Του Ταπείνωση, Τον Σταυρό Του λέγοντας, Αυτός εγώ είμαι……για να σκεφτούμε κι’ εμείς ποιοι είμαστε και ποιοι ……όχι…..

Εμπρός σε αυτή την διάσταση που μας δείχνει πάντοτε ο Χριστός πάντοτε….πτοηθέντες και έμφοβοι…..πάντα τεταραγμένοι…..πάντα διαλογισμοί αναβαίνουσιν εν ταις καρδίαις υμών…. Και ο Χριστός πάντα προχωρά πρώτος, ανοίγει δρόμο στο σκοτάδι του φόβου μας.  

Έρχεται δίπλα μας σε αυτό που γνωρίζουμε όλοι μας σχεδόν τόσο καλά…..Έχετε τι βρώσιμον ενθάδε; Αυτή η έγνοια μας για τι βρώσιμον, αυτή η μέριμνα μας γίνεται από τον Χριστό στιγμή κοινωνίας, μια επαφή γνώριμη σε εμάς…..οικεία…  Λαβών από εμάς αυτό που έχουμε, ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου Εκείνος μας αντιπροσφέρει όλη τη γνώση που είναι γραμμένη σε Νόμους και Ψαλμούς για να ανοίξει τον Νουν μας του συνιέναι…..

Για να μην φοβόμαστε…..για να πιστέψουμε, για να πούμε σε όλους την μετάνοια, την άφεσιν των αμαρτιών, από εδώ….σήμερα.

Για να πιστέψουμε…. και έτσι να περιμένουμε, να δεχτούμε αυτό που θα έλθει, που θα κατ-έλθει ….εξ ύψους….

Πρώτα όμως, σήμερα, αδελφοί μου, θα ολοκληρώσουμε αυτό το «είναι συν υμίν», αυτή η πορεία του Ιησού μαζί μας, ολοκληρώνεται σήμερα….μας τα έδειξε όλα….και εμπρός στα μάτια μας, εν τω ευλογείν ημάς, αναφέρεται εις τον ουρανόν……

Όσοι το είδαν αυτό, θα νιώσουν σήμερα χαράν μεγάλην, με αυτήν την μεγάλη χαρά θα επιστρέψουν ο καθ΄ ένας στην δική του Ιερουσαλήμ. Όσοι τα είδαν όλα αυτά, όλες αυτές τις ημέρες, σε όλες αυτές τις εκκλησιαστικές μας εορτές, μέσα σε αυτό τον ταραγμένο και συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο, θα παραμείνουν…. δια παντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν.

Αμήν

Καλή μας Πεντηκοστή!!!

 

 

 

Κυριακή 25 Μαΐου 2025

Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος.

 

Ένας από τους νέους λαοφιλείς αγίους της Εκκλησίας μας είναι και ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος

Ήταν Ρώσσος στην καταγωγή και είχε γεννηθεί στη Ν. Ρωσία, τη σημερινή Ουκρανία, στα 1690 από ευσεβή οικογένεια. Κατατάχτηκε στον ρωσικό στρατό να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, όταν η πατρίδα του βρισκόταν σε πόλεμο με την Τουρκία (1711-1718). Ο νεαρός Ιωάννης πολεμούσε με ηρωισμό στον αυτοκρατορικό στρατό, ο οποίος είχε υποστεί ταπεινωτικές ήττες από τα ακατάβλητα τουρκικά στρατεύματα. Στη μάχη ανακατάληψης του Αζώφ πιάστηκε αιχμάλωτος, μαζί με χιλιάδες άλλους συμμαχητές του και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, εν μέσω εξευτελισμών. Από εκεί προωθήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στο χωριό Προκόπιο, όπου δόθηκε στην κατοχή ενός  Αγά, ο οποίος ηγείτο στρατοπέδου Γενιτσάρων. Εν μέσω πρωτοφανών εξευτελισμών και σκληρών βασανιστηρίων του ανατέθηκε να περιποιείται τα ζώα και να μένει μαζί τους στους βρώμικους από τις κοπριές στάβλους.

Ο ίδιος, έχοντας ακράδαντη πίστη στο Χριστό, θεωρούσε την παραμονή του στο στάβλο ως ευλογία, θυμίζοντάς του ότι και ο Λυτρωτής μας γεννήθηκε σε στάβλο. Επίσης δεχόταν με πλήρη ανεξικακία τις ταπεινώσεις και τα βασανιστήρια των βαρβάρων αλλοθρήσκων. Πρότυπό του ο Χριστός, ο οποίος συγχώρησε τους σταυρωτές Του! Όταν τον ξυλοκοπούσαν, τον άφηναν νηστικό για μέρες και τον ταπείνωναν, ψιθύριζε τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «ποιος μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού μου; Θλίψις ή στενο­χώρια ή διωγμός ή γυμνότης ή αιχμαλωσία;» (Ρωμ.8,35). Εκτελούσε με πρωτοφανή προθυμία τις αγγαρείες που τον υπέβαλλαν οι απάνθρωποι άνθρωποι του Αγά. Απορούσαν με την υπομονή, την καλοσύνη και την ανεξικακία του και γι’ αυτό άρχισαν να μαλακώνουν την θηριωδία τους, να του δείχνουν μια κάποια συμπάθεια και να τον αποκαλούν «βελή», δηλαδή άγιο!

Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελί κοντά στον αχυρώνα. Όμως ο Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον στάβλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στα ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο στάβλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο τον στάβλο ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες ημέρες.
Ο Άγιος Ιωάννης, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, πήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και βρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια.

Μάλιστα επέτρεψε ο Θεός να δείξει την εύνοιά Του προς τον ευσεβή Ιωάννη με ένα ασυνήθιστο θαύμα

Κάποια περίοδο πού ο αγάς – σαν ευσεβής Μουσουλμάνος – είχε φύγει σε ιερή αποδημία – προσκύνημα στη Μέκκα, ή γυναίκα του θέλησε να καλέ­σει σε φαγητό φίλους και γνωστούς για να ευχηθούν για τον ασφαλή γυρισμό και την καλή υγεία του αγά της. Καθώς έφερνε ή κυρία στους συνδαιτυμόνες το γνωστό φαγητό τής Ανατολής, το πιλάφι, στράφηκε προς τον Ιωάννη και του είπε: «Πόση χαρά θα ένιωθε, Γιοβάν, σήμερα ο αφέντης σου, αν γευό­ταν από αυτό το αγαπημένο του φα­γητό». Ό Ιωάννης με απλότητα ζήτησε ένα πιάτο με πιλάφι. Και με τη δύνα­μη τής αδιάκριτου πίστεως και θερμής προσευχής του το πιάτο θαυματουρ­γικά απεστάλη στο αφεντικό του! Οι παριστάμενοι δεν πίστεψαν. Γέλασαν… Όταν όμως μετά από καιρό επέστρε­ψε ο αγάς και έφερε πίσω το πιάτο ά­δειο με το οικόσημο τής μωαμεθανικής του οικογενείας, τότε πείστηκαν όλοι για τη δύναμη τής πίστεως του άκα­κου και φιλάγαθου και φιλάνθρωπου αυτού δούλου.

Ύστερα και από το γεγονός αυτό, το ζεύγος των κυρίων πίεζε περισσότερο τον Ιωάννη να μην κατοικεί πια στον ανθυγιεινό στάβλο και του παραχώρη­σαν δωμάτιο για να ζει με αξιοπρέπεια. Αυτός όμως και πάλι – όπως και την πρώτη φορά – ευγενικά και σταθερά αρνήθηκε. Προτίμησε να ζει ως ταπει­νός δούλος Ιησού Χριστού στο «ησυ­χαστήριο» πού τόσα χρόνια είχε αγα­πήσει μένοντας πιστός στα θελήματα του αγά του και στη διακονία και τις περιποιήσεις των άκακων και άλογων ζώων.

Έφθασε κάποτε και ή ώρα πού ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος επρό­κειτο να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αναχωρήσει για τον ουρανό. Ό Όσιος μας αρρώστησε. Παρέμενε ξα­πλωμένος με υπομονή στον ταπεινό αχυρώνα του στάβλου ευγνωμονώντας τον Θεό για όλα τα δώρα πού του είχε χαρίσει. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε ότι πλησιάζει το τέλος του και ζήτησε με ισχυρό πόθο να κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια. Και επειδή υπήρχε την περί­οδο εκείνη ατμόσφαιρα μίσους από φα­νατισμένους Τούρκους ο διακριτικός και ευλαβής ιερέας π. Θεόδωρος Παπαδό­πουλος έφερε τη θεία Κοινωνία με άκρα ευλάβεια μυστικά μέσα σε ένα μήλο. Με ιερή συγκίνηση ο όσιος και ομολογητής του Χριστού Ιωάννης κοινώνησε για τελευταία φορά. Και ειρηνικά παρέδω­σε την αγνισμένη και φωτισμένη ψυχή του στον αγαπημένο του Κύριο Ιησού Χριστό.

Ήταν 27 Μαΐου του έτους 1730. Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία σε ό­λο το Προκόπιο. Μεγάλο πένθος απλώ­θηκε σε όλη την περιοχή τής Καππα­δοκίας. Ο Ομέρ αγάς τον τίμησε και τον έκλαψε.

Στη συνείδηση όλων, Χριστιανών και Οθωμανών, ο δούλος του Θεού Ιωάννης ήταν ένας άγιος.

Οι Χριστιανοί του Προκοπίου ζήτησαν το σώμα του αγίου και το έθαψαν με μεγάλες τιμές. Στην κηδεία του έλαβαν μέρος και πολλοί Αρμένιοι και Τούρκοι, οι οποίοι είχαν μάθει για την αγία ζωή του.

Το 1733 ο ευλαβής ιερέας που κοινωνούσε τον άγιο Ιωάννη και ήξερε για τα μαρτύριά του, τον είδε στον ύπνο του, ο οποίος του αποκάλυψε πως το σώμα του δεν υπέστη φθορά και του ζήτησε να κάνουν εκταφή και να το έχουν μαζί τους στους

αιώνες για ευλογία και προστασία. Ο ιερέας δίστασε και τότε ένα ουράνιο φως είχε καλύψει τον τάφο και μια πύρινη στήλη ανέβαινε στον ουρανό. Οι πιστοί άνοιξαν τον τάφο και βρήκαν όντως απόλυτα άφθορο το σώμα του Ιωάννη, αν και είχαν περάσει τριάμισι χρόνια από την ταφή του, να ευωδιάζει! Το μετέφεραν με ευλάβεια και τιμές στο ναό τους χωριού, όπου άρχισαν να επιτελούνται θαύματα σε Χριστιανούς και αλλοθρήσκους.

Λίγο αργότερα σε σύρραξη του σουλτάνου με τον πασά της Αιγύπτου Ιμπραήμ, ο απεσταλμένος του σουλτάνου πασάς Οσμάν έδωσε διαταγή να καεί το ιερό λείψανο. Οι πιστοί με δάκρυα στα μάτια έβλεπαν να κατατρώνε οι φλόγες το θεοφόρο σώμα. Αλλά την άλλη μέρα, και ενώ είχε «χωνέψει» η φωτιά, βρήκαν το τίμιο λείψανο και πάλι άφθορο, απλά μαυρισμένο! Οι φλόγες το σεβάστηκαν! Το τοποθέτησαν σε αργυρή λάρνακα και εκείνο άρχισε και πάλι να κάνει θαύματα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους!

Οι Τούρκοι τον α­ποκαλούν «κουλέ Γιουβάν», αιχμάλωτο Ιωάννη. Με πίστη και αυτοί λαμβάνουν «το σιφά σουγιού», το νερό του αγιάσματος του. Με αυτό θεραπεύονται, ραντίζουν τα χωράφια, σταματούν οι επιδημίες. Μία δοξολογία εξέρχεται από τα χείλη όλων. Ή λάρνα­κα του Οσίου «ιατρείο δέδεικται πάσης ασθενείας». Έκθαμβος ο υμνογράφος τής Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας α­είμνηστος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης θα γράψει: «Ιδόντες σου την βιοτήν και την πτωχείαν την πολλή οι Αγαρηνοί, Ιωάννη, σφόδρα ηύλαβήθησαν η­θών σου την σεμνότητα». Και σε δόξα­σαν. Και με μεγάλη φωνή διέδιδαν ότι είσαι φίλος και οικείος του Θεού!

Κατά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 οι ευσεβείς κάτοικοι του Προκοπίου πήραν μαζί τους το ιερό λείψανο και το μετέφεραν με μύριους κινδύνους και περιπέτειες στην Ελλάδα. Από το λιμάνι της Μερσίνας μεταφέρθηκε στη Χαλκίδα, με έξοδα της ευσεβούς οικογένειας Παπαδόπουλου. Έμεινε εκεί ως το 1925, οπότε μεταφέρθηκε οριστικά στο Νέο Προκόπιο της Εύβοιας. Το 1930 θεμελιώθηκε περικαλλής ναός προς τιμή του. Εκεί παραμένει το τίμιο σκήνωμά του μέχρι σήμερα, σε βαρύτιμη λάρνακα και μαρμάρινη περίτεχνη θολωτή βάση.

Το Νέο Προκόπιο Ευβοίας είναι ένα από τους πλέον δημοφιλείς προορισμούς χιλιάδων πιστών από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, κι αυτό διότι μαρτυρούνται άπειρα θαύματα από τον άγιο Ιωάννη. Καραβάνια προσκυνητών καταφθάνουν καθημερινά, να περάσουν μπροστά από τη λάρνακα του αγίου. Να τον προσκυνήσουν. Να τον παρακαλέσουν για τα προβλήματά τους ή να τον ευχαριστήσουν για τα επιτελούμενα θαύματά του!

 

 

 

 

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Κυριακή του Τυφλού.

 


Εκ του κατά Ιωάννη

«Καθένας από εμάς έχει έναν εσώτερο χώρο. Έχουμε όλοι μέσα μας έναν κρυφό σκοτεινό χώρο, ένα κλειδωμένο δωμάτιο, φτιαγμένο από αγάπη, έναν εσώτερο παράδεισο. Όμως οι περισσότεροι από εμάς δεν γνωρίζουμε την ύπαρξή του μέσα μας.»

Τυφλοί εκ γενετής, πορευόμαστε με μία εσωτερική κενότητα, ορφανοί από αγάπη, μη βλέποντες, αφού το φως δεν φθάνει μέσα μας, περνάει από τα μάτια μας αλλά δεν φθάνει σε αυτόν τον εσωτερικό χώρο, στο γαμήλιο κοιτώνα, που το φως συναντά την ψυχή μας, την κάθε ψυχή και την φωτίζει.

Η όραση είναι εσωτερική υπόθεση, δεν εξαρτάται από τα μάτια. Με την ψυχή βλέπουμε, με αυτήν κατανοούμε τι βλέπουμε. Και επειδή το φως περνάει μέσα από τα μάτια αλλά βρίσκει άδειο το δωμάτιο στα μύχια της ύπαρξής μας, λείπει η ψυχή και τότε στον άνθρωπο γεννιέται ένας πόνος. Ζει σαν τυφλός, εκ γενετής. Και ακόμα και αυτοί οι μαθητές του Χριστού θεωρούν την τυφλότητα αποτέλεσμα αμαρτίας.

«Ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος, ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθεί;» Μα ο Χριστός αποκαλύπτει ότι όλα συμβαίνουν «ίνα φανερωθεί το έργο του Θεού εν αυτώ».

Τα πάντα γύρω μας είναι φανέρωση του Θεού, αρκεί να το δούμε. Η φύση είναι ένα βιβλίο γραμμένο από το Θεό για να Τον γνωρίσουμε, τα γεγονότα της ζωής μας διαδρομές προς Αυτόν. Παντού ο Κύριος έχει αφήσει ένα γράμμα για εμάς να το διαβάσουμε.

Και εμείς τυφλοί εκ γενετής, βλέπουμε αλλά δεν βλέπουμε.

Οι γείτονες του τυφλού της παραβολής, που τόσα χρόνια τον έβλεπαν, ξαφνικά δεν είναι σίγουροι εάν είναι αυτός, δεν πιστεύουν στα μάτια τους, δεν βλέπουν, το θαύμα τους τυφλώνει.

Οι φαρισαίοι, αντί για την υγεία και τη σωτηρία των συνανθρώπων τους, προτιμούν να δουν την κατάλυση του Σαββάτου, αρνούμενοι την εγγύτητα του Θεού. Ακόμα και οι γονείς του τυφλού παραβλέπουν τη σωτηρία του παιδιού τους από φόβο. Δεν βλέπουν ποιος τον θεράπευσε.

Όλοι αυτοί βλέπουν αλλά δεν βλέπουν.

Όσο τα μάτια μας θα μένουν ορφανά, έτσι θα είμαστε όλοι μας, τυφλοί εκ γενετής. Όσο ο εσώτερος χώρος, ο θάλαμος της ψυχής μας θα μένει σκοτεινός, τίποτα δεν θα βλέπουμε. Και αυτό μας δίνει ένα αίσθημα μεγάλης μόνωσης, γιατί εκεί δεν κατοικεί το φως, δεν έχουμε αφήσει να μπει ο Νυμφίος της ψυχής μας, λείπει ο φίλος μας. Και όταν ο χώρος αυτός είναι άδειος από Χριστό, γεμίζουμε μοναξιά, φόβο, μελαγχολία και ανία. 

«Μπορεί να έχεις μεγάλη περιουσία και πολλά πλούτη, τραπεζικούς λογαριασμούς που σε εξασφαλίζουν, το σπίτι σου μπορεί να έχει τα πάντα, αλλά μέσα σου μπορεί ακόμα να παραμένεις άδειος. Αν ο Θεός δεν είναι εκεί, ο πικρός άνεμος της μοναξιάς φυσά μέσα από εσένα. Κάποιες νύκτες, η ψυχή στερημένη για τόσο πολύ χρονικό διάστημα από το χάδι του Θεού, ξυπνά τρομοκρατημένη από την ίδια της τη μοναξιά, καταμεσής της νύκτας και θρηνεί...» την τυφλότητά της. Γι’ αυτό όσο και όταν έρχεται ημέρα, ας εργαζόμαστε τα έργα της ημέρας, γιατί, όταν πάλιν, μέσα μας, θα νυχτώνει, ουδείς δεν δύναται να εργασθεί.

Όταν ο Χριστός είναι στον κόσμο μας, Αυτός είναι το φως. Αυτός ξαναπλάθει την Δημιουργία. Πτύει χαμαί και παίρνοντας πηλό, τον πηλό με τον οποίον αιώνες πριν μας έφτιαξε και μας ξαναφτιάχνει. Με την δική του ενανθρώπιση. Κάποτε φύσηξε σε αυτόν τον πηλό και του έδωσε ζωή και τώρα «πτύει» ανακατεύεται ο ίδιος και μας δίνει το φως μας αφού Αυτός είναι το φως του κόσμου.

Και όταν όλοι εμείς τυφλοί εκ γενετής, γείτονες τυφλών, γονείς τυφλών, φαρισαίοι τυφλοί, θα δούμε πραγματικά, τότε θα ζητήσουμε να τον γνωρίσουμε. Πρώτα θα Τον δούμε και ύστερα σαν φίλος προς φίλο θα τον ρωτήσουμε: «Και τις εστίν, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις Αυτόν;» Και το θαύμα της ύπαρξής μας θα ολοκληρωθεί όταν η ψυχή μας θα ακούσει: «και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου, εκείνος εστίν». Είναι η συγκλονιστικότερη στιγμή της ζωής όλων ημών των εκ γενετής τυφλών.

Όχι όταν θα αναβλέψωμεν, αλλά όταν θα δούμε το πραγματικό φως του κόσμου τούτου.

Και τότε, βλέποντες, θα πούμε : «Πιστεύω, Κύριε» και πεσόντες θα προσκυνήσωμεν Αυτόν που εωράκαμεν και ακούσαμεν λαλών μεθ’ υμών.

Αμήν.



 

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

 

Πόσο εύκολο είναι να αναβλέψει τυφλός!....

Πόσο δύσκολο όμως είναι να αλλάξουμε εμείς τον τρόπο που βλέπουμε  τον κόσμο γύρω μας.

Τον τρόπο που σκεπτόμαστε, τον τρόπο που αναλύουμε, που κρίνουμε τον κόσμο γύρω μας. Να αλλάξουμε, δηλαδή, τον τρόπο που εργάζεται ο Νους μας. Πόσο δύσκολη είναι, δηλαδή, η Μετάνοια…..

Ενώ ο Θεός εύκολα πλάθει και αναπλάθει τη κτίση γύρω μας, ποιεί πηλόν εκ του πτύσματος και μας λέγει: «’Υπαγε νίψαι εις την κολυμβήθρα του Σιλωάμ…..» πηγαίνουμε και επιστρέφουμε…. Βλέποντες! Τόσο απλό…..

Όμως ο Νους επιμένει στους δικούς του συσχετισμούς….. «Τις ήμαρτεν;» Ποιος πταίει…. Ποιος εκτός από εμάς…. βλέπουμε τον πρότερον τυφλό, αυτόν που κάθε ημέρα βλέπαμε προσετώντα και αναρωτιόμαστε …. «ούτος εστίν ή άλλος όμοιος αυτώ εστίν:»

Αρνούμαστε με επιμονή να δούμε το θαύμα. Ο Φαρισαίος που θρέφω μέσα μου έχει πάρει τις δικές του αποφάσεις….. ότι το Σάββατο ου τηρεί, ότι άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιεί….

Τα μάτια μας βλέπουν τα θαύματα του Θεού γύρω μας και μέσα μας αλλά ο Νους μας έχει από πριν αποφασίσει για τα πάντα και για όλους. Εύκολα θα μας πει για τον άλλον…..εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος και συ διδάσκεις ημάς;….  Αυτό το «όλος» είναι η βάση της πλάνης μας. Γενικεύουμε……εύκολα…

Ποτέ ο άνθρωπος δεν είναι «όλος» στην αμαρτία. Διότι είναι έργο του Θεού….. Ο Θεός πλάθει, αναπλάθει και συγχωρεί. Εμείς επιμένουμε σε γενικεύσεις, διότι ο άλλος δεν τηρεί το Σάββατο, διότι δεν κάνει αυτό που κάνουμε εμείς, γιατί δεν αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του άλλου το πρόσωπο του Χριστού. Και έτσι δεν βλέπουμε τίποτα. Ή μάλλον βλέπουμε όλα αυτά που ο Νους μας υπαγορεύει. Σχεδόν πάντα….. αρνητικά.

Και εκβάλουμε έξω, την Αλήθεια. Και βέβαια και όποιον την φανερώνει…..Και ποιος φανερώνει την Αλήθεια εμπρός μας; Ο άλλος, ο συνάνθρωπος…..ίνα φανερωθεί τα έργα του Θεού εν αυτώ….

Ο συνάνθρωπος, ο ελλιπής, ο τυφλός, ο παράλυτος, η Σαμαρείτης, ο διαφορετικός από εμένα, που δίπλα μας προσαιτεί, ή περιμένει Άνθρωπον ή ελπίζει κι εμείς οι γείτονες δεν βλέπουμε. «Ουχ ούτος εστίν ο καθήμενος και προσαιτών…. άλλος όμοιος αυτώ εστίν….» δεν είναι άλλος, είναι όμοιος με εμάς, είναι ο εαυτός μας……

Και όλοι έτσι, τυφλοί, κρίνουμε…..

Αλλά, θα αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον άλλο, μόνον όταν θα δούμε τον Χριστόν…. Το μόνο μόνο που χρειάζεται το «τις εστί, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν;»  Να εγκαταλείψουμε τις βεβαιότητες μας, αυτές που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι ο άλλος είναι…….άλλος. αυτές που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι «ουκ έχουμε άνθρωπο….», αυτές που μας κάνουν να απαντάμε: «Ουκ έχω….»

Ο Νους που μας τυφλώνει και δεν βλέπουμε τι υπάρχει γύρω μας και μέσα μας και μας οδηγεί συνέχεια σε αυτό που μας λείπει, που μας πείθει ότι μας λείπει, σε αυτό που δεν είναι οι άλλοι και όχι σε αυτό που όντως είναι….

Και η όραση η αληθινή επανέρχεται μόνον όταν κοιτάξουμε πραγματικά στο πρότυπό μας που στέκει εμπρός μας που « και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν….»

Στέκει εμπρός μας, αδελφοί, ο καταλύων το Σάββατο και απ’ αυτό που είμαστε, πλάθει πηλόν, μας οδηγεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ να νιφτούμε, μιλά μαζί μας. Εμπρός μας.

Πιστεύω, Κύριε και προσκυνώ σε………

Και τότε θα δούμε……

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Όσιος Ευμένιος ο Σαριδάκης.

 

Όσιος Ευμένιος ο Σαριδάκης, ο άγιος φίλος των λεπρών.

Ο Γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης, γόνος φτωχής και πολυμελούς οικογένειας, γεννήθηκε στο ορεινό χωριό στα νότια του νομού Ηρακλείου Κρήτης, στην Εθιά, την Πρωτοχρονιά του 1931.

Οι γονείς του, άνθρωποι απλοί και πιστοί, Γεώργιος και Σοφία Σαριδάκη, είχαν οκτώ παιδιά και ο μικρότερος ήταν ο Ευμένιος, του οποίου το βαπτιστικό όνομα ήταν Κωνσταντίνος.

 Τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Σε ηλικία δύο ετών μόλις, ο Κωνσταντίνος μένει ορφανός, καθώς κοιμήθηκε αιφνίδια ο πατέρας του. Οι στερήσεις, οι κακουχίες είναι πολλές, δυσβάσταχτες. Όμως, η οικογένειά του αντιστέκεται, παλεύει, αγωνίζεται καθημερινά για ένα καλύτερο αύριο.

Κάποια φορά, όταν ο Παππούλης ήταν μικρό παιδί ακόμη, πέθανε στο χωριό τους ένα κοριτσάκι οκτώ-εννέα ετών. Οι γονείς και οι συγγενείς του κοριτσιού έκλαιγαν απαρηγόρητοι για τον χαμό του παιδιού τους. Ο Παππούλης μας έλεγε σχετικά:

«Κάποτε, είχε πεθάνει ένα κοριτσάκι και περνούσε από μπροστά μας η νεκρώσιμη πομπή. Πέρασαν μπροστά κι από την δική μας αυλή. Έτσι έκαναν τότε. Έκαναν την βόλτα, για να γίνει πιο επίσημη η κηδεία. Έκλαιγαν όλοι κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, πολλά στολίδια, που είχε το φέρετρο. Κι αυτοί έκλαιγαν. Κι εγώ έτρεχα κι έβλεπα τα στολίδια, που είχε το φέρετρο. Ήμουν έξι-επτά χρόνων τότε. Δεν είχα δει καλύτερα και ωραιότερα στολίδια. Οι άλλοι έκλαιγαν κι εγώ χαιρόμουν, που έβλεπα τα στολίδια. Έβλεπα τα στολίδια και χαιρόμουν. Μου άρεσαν. Δεν ήταν στολισμένα από τους ανθρώπους, όμως εγώ τα έβλεπα έτσι. Στολίδια… στολίδια… όχι ότι τα έβαλαν οι άνθρωποι. Κι αυτοί έκλαιγαν, που έχασαν το παιδί, κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, που είχε πάνω του, τα στολίδια του Θεού, και χαιρόμουν».

Σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο έφηβος πλέον Κωνσταντίνος καταφεύγει στη Μονή του Αγίου Νικήτα, ένα μοναστήρι στα νότια της Κρήτης, όπου και εκάρη μοναχός, γύρω στα είκοσί του χρόνια, λαμβάνοντας τ᾿ όνομα Σωφρόνιος.

Υπηρέτησε στο στρατό (παρουσιάσθηκε στο Μεγάλο Πεύκο, 24 Ιανουαρίου 1954), όπου και διαγνώσθηκε με την ασθένεια της λέπρας.

Όταν έμαθε ότι έπασχε από λέπρα, έλεγε: «Χάρηκα πάρα πολύ». «Ναι, με γέμισε απέραντη χαρά. Όσο πιο μεγάλη ασθένεια, τόσο πιο μεγάλος σταυρός, τόσο πιο μεγάλη Ανάσταση. Και είπα: Πω, πω, πω, μεγάλο δώρο μου έδωσες, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, που μου έδωσες μεγάλο σταυρό. Θα έχω μαζί Σου μεγαλύτερη συμμετοχή στα Πάθη Σου, αλλά και μεγαλύτερη συμμετοχή στην Ανάστασή Σου».

Το αποτέλεσμα ήταν να νοσηλευτεί στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών, όπου αν και θεραπεύτηκε παντελώς, παρέμεινε από πνευματικό φιλότιμο, διακονώντας τους λεπρούς ασθενείς, τους «δικούς του ανθρώπους και φίλους», ως συνήθιζε να υποστηρίζει.

Εκεί, σε ένα μικρό κελλάκι, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων όπου έψελνε, ο μοναχός Σωφρόνιος εγκαταβίωνε οσιακά, μοναχικά, απέριττα, υπηρετώντας και περιποιούμενος τις πληγές και τις, εκ των πραγμάτων, πολλές και «δύσκολες» ανάγκες των άλλων λεπρών ασθενών.

Όταν έκλεισε το Λεπροκομείο της Χίου, τού έστειλε ο Άγιος Άνθιμος τον Οσιώτατο μοναχό Νικηφόρο, τυφλό και παράλυτο. Ο πατήρ Σωφρόνιος τον υπηρέτησε με όλη του την ψυχή και καρδιά και τον είχε πνευματικό πατέρα και οδηγό. Το 1975, σε ηλικία 44 ετών, ο μοναχός Σωφρόνιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και πήρε το όνομα Ευμένιος.

Από τότε, ως ιερέας πλέον και έως το 1999, ο π. Ευμένιος, στο Νοσοκομείο Λοιμωδών, διακρίθηκε ως πνευματικός, εξομολογώντας χιλιάδες πνευματικά του παιδιά που, όχι τόσο στην αρχή, αλλά όσο περνούσε ο καιρός και ο Γέροντας γινόταν γνωστός, προσέτρεχαν δίπλα του, κάτι να ωφεληθούν, κάτι να γευθούν από το οσιακό και γεμάτο θυσιαστική αυταπάρνηση παράδειγμα του βίου του.

Από της θέσεως αυτής, του πνευματικού, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο Γέροντας Ευμένιος διετέλεσε ένα τεράστιο ποιμαντικό, κατηχητικό, φωτιστικό, εξομολογητικό και ιεραποστολικό έργο.

Νέοι άνθρωποι αλλά και μεγαλύτεροι, ασθενείς και λεπροί, κληρικοί και λαϊκοί επισκέπτονταν καθημερινά τον «ασκητή» ιερομόναχο του Νοσοκομείου Λοιμωδών. Και πόσους δεν στήριξε, πόσους δεν συνέτρεξε, για πόσους δεν ξενύχτησε προσευχόμενος και παρακαλώντας τον Θεό να οικονομήσει προς το ψυχικό συμφέρον τους! Όλοι κάτι να πάρουν, κάτι ν᾿ ακούσουν, κάτι να διδαχθούν από τον ταπεινό και χαρισματικό π. Ευμένιο.

Ο Γέροντας αγαπούσε όλο τον κόσμο, κάθε άνθρωπο προσωπικά, και ήταν ένας ιδιαίτερα γελαστός άγιος – το τρανταχτό γέλιο του ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του – όπως και πολλές φορές έβγαινε από το Ιερό, κατά τη λειτουργία, με τα γένια του βρεγμένα από δάκρυα, αφού προσευχόταν για όλους τους πονεμένους και δυστυχισμένους συνανθρώπους μας και είχε προφανώς και το χάρισμα των δακρύων.

Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και την 23η Μαίου 1999 παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.

Η εξόδιος Ακολουθία εψάλη εις τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, τον οποίο διεκόνησε η αγιότητά του με περίσσια αυταπάρνηση.

Τάφηκε, την επόμενη μέρα, σύμφωνα με την επιθυμία του, στον τόπο που γεννήθηκε (στην Εθιά).

Ο Γέροντας Ευμένιος, άφησε πίσω του μια πλούσια πνευματική παρακαταθήκη. Μια παρακαταθήκη που είχε κεντρική αναφορά την έννοια του προσώπου, του ανθρωπίνου προσώπου, του κάθε προσώπου. Μια παρακαταθήκη που μετουσίωνε το ευαγγελικό μήνυμα σε ορθοπραξία, σε μια αδιάλειπτη και απροϋπόθετη διακονία του άλλου!

Ο άγιος Πορφύριος έλεγε για τον Γέροντα Ευμένιο: «Να πηγαίνετε να παίρνετε την ευχή του Γέροντα Ευμένιου, γιατί είναι ο κρυμμένος Άγιος των ημερών μας. Σαν τον Γέροντα Ευμένιο βρίσκει κανείς κάθε διακόσια χρόνια».

 Την Πέμπτη, 14 Απριλίου 2022, η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την τακτική συνεδρία της, προχώρησε στην Αγιοκατάταξη του Γέροντα Ευμενίου Σαριδάκη.

 

Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Κυριακή της Σαμαρείτιδος.

 «Ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις έστιν ο λέγων σοι, δος μοι πιείν, ου αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζών».

Εάν αναγνώριζες την δωρεά του Θεού, και ποιος είναι αυτός που σου ζητά να πιει, τότε εσύ θα ζητούσες από εκείνον ,το ύδωρ της ζωής.

Σ αυτό το σημείο, αγαπητοί αδελφοί, γίνετε ακόμα πιο ξεκάθαρο αυτό που σημάνθηκε στις ευαγγελικές περικοπές των προηγουμένων εβδομάδων.

Εάν αναγνωρίσεις την δωρεά του Θεού...

Το λέγει αυτό ο ίδιος ο Κύριος, που έφθασε εκεί την ώρα την έκτη, κεκοπιακώς.

Κουρασμένος.

Εκεί έφθασε και μια γυναίκα .Σαμαρείτης.

Άφησε την πόλη και έφθασε έως εδώ, για να αντλήσει ύδωρ από το αγιασμένο φρέαρ του Ιακώβ. Κουρασμένη και αυτή. Από την δική της ζωή. Αυτήν την ζωή που θα της αποκαλύψει σε λίγο ο Κύριος.

Με ποιόν τρόπο;

Μα με τον δικό της τρόπο. Τον προσωπικό.

«Δος μοι πιείν».

Κι εκείνη ψάχνει την αιτίαν. Δεν ανταποκρίνεται κατευθείαν στο αίτημα του Θεού, αλλά αναζητά τις απαντήσεις που την απασχολούν. Κάτι για την δική της ταυτότητα.

Πώς εσύ, Ιουδαίος ον, ζητάς από εμένα, γυναίκας Σαμαρείτισας, να πιεις;

Η ίδια δυσκολία με τον παραλυτικό. Δυσκολία στην αναγνώριση.

«Εδώκουν ότι ο κηπουρός εστίν» οι Μυροφόρες στην συνάντηση στον Πανάγιο Τάφο.

Ο Χριστός παρακάμπτει την ερώτηση και της μιλά για το ύδωρ που εάν πιει δεν θα διψάσει ξανά. Κι εκείνη γυρίζει πάλιν στους δικούς της περιορισμούς. Χωρίς να το καταλαβαίνει.

Δεν έχεις άντλημα. Και μήπως είσαι εσύ καλύτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που κι αυτός από εδώ ήπιε και έδωκε και στα παιδιά του, και σε εμάς;

«πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου, διψήσει πάλιν».

Είναι η έκτη ώρα. Είναι η ώρα που ο Χριστός θα καθίσει κεκοπιακώς. Και θα αποκαλύψει.

Φώναξε μου τον άνδρα σου.

Και η γυναίκα θα αποκαλύψει κι εκείνη την δικήν της αλήθεια.

Δεν έχω άνδρα.

«άνθρωπο ουκ έχω» είπε ο Παραλυτικός. Άλλη μία μοναξιά. Άλλη μία μάταια προσπάθεια.

Πέντε άνδρας είχες και αυτός που τώρα έχεις δεν είναι άνδρας σου.

Ο ορίζοντας αρχίζει να πλαταίνει για εκείνην που από γυναίκα Σαμαρείτισσα θα γίνει Φωτεινή.

Πού είναι σωστό να προσκυνώ τον Θεό;

Από την αποκάλυψη της προσωπικής της ζωής, ξεγλιστρά σε θρησκευτικές ερωτήσεις. Πού είναι σωστό να προσκυνώ τον Θεό;

Όχι πως, αλλά, που.

Δίπλα στο Φρέαρ του Ιακώβ, ένα σύμβολο της Παλαιάς Διαθήκης, ένα σύμβολο του ΠΟΥ, ο Χριστός αποκαλύπτει την δική Του Διαθήκη. Του ΠΩΣ.

Γιατί Πνεύμα ο Θεός και όσοι Τον προσκυνούν «εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν».

Άφησε η γυναίκα την υδρία της και έτρεξε στην πόλη να αναγγείλει την χαρά της ότι ίσως αυτός είναι ο Χριστός. Άφησε την υδρία της εκεί. Άρχισε ο δρόμος για την ελευθερία.

Θα επαναλάβει ο Κύριος και με τους Μαθητές του τον ίδιο σχεδόν διάλογο.

«Ραββί, φάγε» του λέγουν.

«εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην υμείς ουκ οίδατε».

Τι είναι αυτό πού ούτε και οι Μαθητές ακόμα δεν γνώριζαν;

Αυτό που δεν γνώριζαν ήταν το πόσο κοντά ήταν ο θερισμός.

«Επάρατε τους οφθαλμούς υμών, και θεάσασθε τας χώρας, ότι λευκαί εισί προς θερισμόν ήδη».

Και Εκείνος τους προσκαλεί να θερίσουν ότι δεν έσπειραν. Γιατί άλλος έσπειρε πριν από αυτούς. Μα ο καρπός πρέπει να συναχτεί. Για να χαρούν όλοι. Και ο σπείρων και ο θερίζων.

Πόσο όμορφη αυτή η  εικόνα αδελφοί. Αυτή η παρουσίαση της χαράς της Βασιλείας των Ουρανών. Εκεί που θα χαίρετε ομού ο σπείρων και ο θερίζων. Εκείνος που κοπίασε, που εσταυρώθη, που ετελείωσε το έργο του Θεού, και οι Θεριστές και ο καρπός, όλοι ομού.

Και όλα αυτά, σήμερα στην Κυριακή της Σαμαρείτιδας, της γυναίκας που διψούσε.

Σήμερα, δίπλα στο φρέαρ του Ιακώβ, λίγες ημέρες μετά που η Εκκλησία μας εόρτασε την μεγάλη εορτή της Μεσοπεντηκοστής.

«Και πολλώ πλείους επιστεύσαν δια τον λόγον αυτού…»

Και καλείτε η Σαμαρείτης να γίνει Φωτεινή.

Και καλούνται οι Μαθητές προς θερισμόν.

Βαδίζουμε λοιπόν προς την Κυριακή του Τυφλού. Εκεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, του Απεσταλμένου, όπου εάν νιφθούμε θα αναβλέψουμε.

Βαδίζουμε προς την Πεντηκοστή.

Αμήν.



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

Εκ του κατά Ιωάννη 

«Αλλ έρχεται ώρα και νυν εστίν, ότε οι αληθινοί Προσκυνηταί προσκυνήσουν τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία».

Με την αλήθεια συναντήθηκε εκείνο το απόγευμα, η Σαμαρείτης. Έφερνε μαζί της το βάρος της ημέρας, την υδρία αυτής και κάποιο ψέμα. Ένα από τα πολλά. Και το είπε πρώτο. Έτσι όπως όλοι κάνουμε συνήθως. Λέμε πρώτο αυτό που κρύβουμε. Φωνάζουμε το μυστικό μας.

Έτσι όπως ο παράλυτος «ουκ έχω άνθρωπο» και η Σαμαρείτιδα «ουκ έχω άνδρα» είπε, «δος μοι πιείν» θα ακούμε, όμως, πάντα τον Χριστό να μας λέγει,

«Δος μοι πιείν».. μα το φρέαρ για μας είναι βαθύ, και δεν έχουμε άντλημα. Γιατί δεν μπορούμε να δούμε την αλήθεια.

Γιατί ενώ συναντώμεθα με την αλήθεια, η αλήθεια μας ξεπερνά. Και η Αλήθεια επιμένει:

«ός δ άν πίη εκ του ύδατος τούτου, διψήσει πάλιν. Ος δ αν πίη εκ του ύδατος, ο εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήσει εις τον αιώνα...».

Ανατρέπει την δική μας, περιορισμένη αλήθεια, με την δική Του. Φθάνουμε πάντα κεκοπιακότες δίπλα στο φρέαρ, και το βρίσκουμε βαθύ, δίπλα στον Κύριο, και δεν βλέπουμε το άντλημα. Και πάντα διψάμε. Και πάντα Εκείνος προσφέρει ύδωρ πηγής αλλομένου εις ζωήν αιώνιον.

Γύρω μας τα όρια μιας πόλης, οι αντιλήψεις και οι περιορισμοί, Ιουδαίοι και Σαμαρείτες, δίκαιοι και άδικοι, αναμάρτητοι και μοιχοί. Αλυσίδες που μας δένουν σαν τον παραλυτικό, πάντα δίπλα σε μιαν πηγή, πάντα δίπλα στην ελπίδα. Κάτι να αλλάξει. Κάποιος άγγελος να κατέβει και να ταράξει τα ύδατα, ή να φτάσω έως εδώ, στο όρος Χωρήβ ή στα Ιεροσόλυμα ή κάπου αλλού ή σε κάποιον τέλος πάντων, που θα με σώσει. Και Εκείνος πάντα να θέτει πρώτος το ερώτημα «θέλεις υγιής γενέσθε;», «ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε…». Δείξε ποιος είσαι. Πως ζεις.

Οι περισσότεροι από εμάς θα αλλάξουμε συζήτηση, θα μπερδέψουμε τα λόγια μας, θα ζητήσουμε να μάθουμε άλλα αντί άλλων. Και ίσως θα ξοδέψουμε όλη μας την ζωή σε αυτό το ανώφελο κρυφτό. Θα πηγαινοερχόμαστε στο αγιασμένο φρέαρ και πάντα θα απομένουμε διψασμένοι. Δίπλα στην κολυμβήθρα αλλά πάντοτε κάποιος άλλος θα μπαίνει πριν από εμάς. Και θα ξοδεύουμε το κορμί και την ψυχή που μας δόθηκε, απαντώντας 

«όταν έλθει εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα». Αστείο. Να είσαι πάντα δίπλα Του, να είσαι δίπλα στο νερό και να λες «όταν έλθει». Τυφλός και μωρός. Να κρύβεις και να κρύβεσαι.

Μα κάποιος μας αγαπά και επιμένει:

«εγώ ειμί, ο λαλών σοι».

Ώρα έκτη, συναντώνται ο Θεός και ο Άνθρωπος.

Στο τέλος μιας ημέρας, στο τέλος μιας προσπάθειας.

Να σηκώσουμε τα μάτια, αδελφοί, και να δούμε τι μας περιβάλλει. Έτοιμες οι «χώρες» προς θερισμόν. Έτοιμες μέσα μας οι αρετές. Έτοιμη η βασιλεία του Θεού. Δεν έχουμε παρά να θερίσουμε εκεί που δεν σπείραμε. Να συνάξουμε καρπούς εκεί που δεν κοπιάσαμε. Να χαρούμε εμείς που θερίζουμε με Εκείνον που έσπειρε. Με Εκείνον που μας αγάπησε τόσο, που συναντάται μαζί μας δίπλα σε ένα φρέαρ βαθύ, το φρέαρ της προσωπικής μας αγωνίας.

Για να μας

Αλλάξει, για να μας ξεδιψάσει μια για πάντα.

Μόνο να δεχτούμε την αλήθεια. Να γίνουμε αληθινοί Προσκυνηταί «εν πνεύματι και αληθεία», «και γαρ ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν».