Σάββατο 13 Μαΐου 2023

Κυριακή της Σαμαρείτιδος.

 «Ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις έστιν ο λέγων σοι, δος μοι πιείν, ου αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζών».

Εάν αναγνώριζες την δωρεά του Θεού, και ποιος είναι αυτός που σου ζητά να πιει, τότε εσύ θα ζητούσες από εκείνον ,το ύδωρ της ζωής.

Σ αυτό το σημείο, αγαπητοί αδελφοί, γίνετε ακόμα πιο ξεκάθαρο αυτό που σημάνθηκε στις ευαγγελικές περικοπές των προηγουμένων εβδομάδων.

Εάν αναγνωρίσεις την δωρεά του Θεού...

Το λέγει αυτό ο ίδιος ο Κύριος, που έφθασε εκεί την ώρα την έκτη, κεκοπιακώς.

Κουρασμένος.

Εκεί έφθασε και μια γυναίκα .Σαμαρείτης.

Άφησε την πόλη και έφθασε έως εδώ, για να αντλήσει ύδωρ από το αγιασμένο φρέαρ του Ιακώβ. Κουρασμένη και αυτή. Από την δική της ζωή. Αυτήν την ζωή που θα της αποκαλύψει σε λίγο ο Κύριος.

Με ποιόν τρόπο;

Μα με τον δικό της τρόπο. Τον προσωπικό.

«Δος μοι πιείν».

Κι εκείνη ψάχνει την αιτίαν. Δεν ανταποκρίνεται κατευθείαν στο αίτημα του Θεού, αλλά αναζητά τις απαντήσεις που την απασχολούν. Κάτι για την δική της ταυτότητα.

Πώς εσύ, Ιουδαίος ον, ζητάς από εμένα, γυναίκας Σαμαρείτισας, να πιεις;

Η ίδια δυσκολία με τον παραλυτικό. Δυσκολία στην αναγνώριση.

«Εδώκουν ότι ο κηπουρός εστίν» οι Μυροφόρες στην συνάντηση στον Πανάγιο Τάφο.

Ο Χριστός παρακάμπτει την ερώτηση και της μιλά για το ύδωρ που εάν πιει δεν θα διψάσει ξανά. Κι εκείνη γυρίζει πάλιν στους δικούς της περιορισμούς. Χωρίς να το καταλαβαίνει.

Δεν έχεις άντλημα. Και μήπως είσαι εσύ καλύτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που κι αυτός από εδώ ήπιε και έδωκε και στα παιδιά του, και σε εμάς;

«πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου, διψήσει πάλιν».

Είναι η έκτη ώρα. Είναι η ώρα που ο Χριστός θα καθίσει κεκοπιακώς. Και θα αποκαλύψει.

Φώναξε μου τον άνδρα σου.

Και η γυναίκα θα αποκαλύψει κι εκείνη την δικήν της αλήθεια.

Δεν έχω άνδρα.

«άνθρωπο ουκ έχω» είπε ο Παραλυτικός. Άλλη μία μοναξιά. Άλλη μία μάταια προσπάθεια.

Πέντε άνδρας είχες και αυτός που τώρα έχεις δεν είναι άνδρας σου.

Ο ορίζοντας αρχίζει να πλαταίνει για εκείνην που από γυναίκα Σαμαρείτισσα θα γίνει Φωτεινή.

Πού είναι σωστό να προσκυνώ τον Θεό;

Από την αποκάλυψη της προσωπικής της ζωής, ξεγλιστρά σε θρησκευτικές ερωτήσεις. Πού είναι σωστό να προσκυνώ τον Θεό;

Όχι πως, αλλά, που.

Δίπλα στο Φρέαρ του Ιακώβ, ένα σύμβολο της Παλαιάς Διαθήκης, ένα σύμβολο του ΠΟΥ, ο Χριστός αποκαλύπτει την δική Του Διαθήκη. Του ΠΩΣ.

Γιατί Πνεύμα ο Θεός και όσοι Τον προσκυνούν «εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν».

Άφησε η γυναίκα την υδρία της και έτρεξε στην πόλη να αναγγείλει την χαρά της ότι ίσως αυτός είναι ο Χριστός. Άφησε την υδρία της εκεί. Άρχισε ο δρόμος για την ελευθερία.

Θα επαναλάβει ο Κύριος και με τους Μαθητές του τον ίδιο σχεδόν διάλογο.

«Ραββί, φάγε» του λέγουν.

«εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην υμείς ουκ οίδατε».

Τι είναι αυτό πού ούτε και οι Μαθητές ακόμα δεν γνώριζαν;

Αυτό που δεν γνώριζαν ήταν το πόσο κοντά ήταν ο θερισμός.

«Επάρατε τους οφθαλμούς υμών, και θεάσασθε τας χώρας, ότι λευκαί εισί προς θερισμόν ήδη».

Και Εκείνος τους προσκαλεί να θερίσουν ότι δεν έσπειραν. Γιατί άλλος έσπειρε πριν από αυτούς. Μα ο καρπός πρέπει να συναχτεί. Για να χαρούν όλοι. Και ο σπείρων και ο θερίζων.

Πόσο όμορφη αυτή η  εικόνα αδελφοί. Αυτή η παρουσίαση της χαράς της Βασιλείας των Ουρανών. Εκεί που θα χαίρετε ομού ο σπείρων και ο θερίζων. Εκείνος που κοπίασε, που εσταυρώθη, που ετελείωσε το έργο του Θεού, και οι Θεριστές και ο καρπός, όλοι ομού.

Και όλα αυτά, σήμερα στην Κυριακή της Σαμαρείτιδας, της γυναίκας που διψούσε.

Σήμερα, δίπλα στο φρέαρ του Ιακώβ, λίγες ημέρες μετά που η Εκκλησία μας εόρτασε την μεγάλη εορτή της Μεσοπεντηκοστής.

«Και πολλώ πλείους επιστεύσαν δια τον λόγον αυτού…»

Και καλείτε η Σαμαρείτης να γίνει Φωτεινή.

Και καλούνται οι Μαθητές προς θερισμόν.

Βαδίζουμε λοιπόν προς την Κυριακή του Τυφλού. Εκεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, του Απεσταλμένου, όπου εάν νιφθούμε θα αναβλέψουμε.

Βαδίζουμε προς την Πεντηκοστή.

Αμήν.



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

Εκ του κατά Ιωάννη 

«Αλλ έρχεται ώρα και νυν εστίν, ότε οι αληθινοί Προσκυνηταί προσκυνήσουν τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία».

Με την αλήθεια συναντήθηκε εκείνο το απόγευμα, η Σαμαρείτης. Έφερνε μαζί της το βάρος της ημέρας, την υδρία αυτής και κάποιο ψέμα. Ένα από τα πολλά. Και το είπε πρώτο. Έτσι όπως όλοι κάνουμε συνήθως. Λέμε πρώτο αυτό που κρύβουμε. Φωνάζουμε το μυστικό μας.

Έτσι όπως ο παράλυτος «ουκ έχω άνθρωπο» και η Σαμαρείτιδα «ουκ έχω άνδρα» είπε, «δος μοι πιείν» θα ακούμε, όμως, πάντα τον Χριστό να μας λέγει,

«Δος μοι πιείν».. μα το φρέαρ για μας είναι βαθύ, και δεν έχουμε άντλημα. Γιατί δεν μπορούμε να δούμε την αλήθεια.

Γιατί ενώ συναντώμεθα με την αλήθεια, η αλήθεια μας ξεπερνά. Και η Αλήθεια επιμένει:

«ός δ άν πίη εκ του ύδατος τούτου, διψήσει πάλιν. Ος δ αν πίη εκ του ύδατος, ο εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήσει εις τον αιώνα...».

Ανατρέπει την δική μας, περιορισμένη αλήθεια, με την δική Του. Φθάνουμε πάντα κεκοπιακότες δίπλα στο φρέαρ, και το βρίσκουμε βαθύ, δίπλα στον Κύριο, και δεν βλέπουμε το άντλημα. Και πάντα διψάμε. Και πάντα Εκείνος προσφέρει ύδωρ πηγής αλλομένου εις ζωήν αιώνιον.

Γύρω μας τα όρια μιας πόλης, οι αντιλήψεις και οι περιορισμοί, Ιουδαίοι και Σαμαρείτες, δίκαιοι και άδικοι, αναμάρτητοι και μοιχοί. Αλυσίδες που μας δένουν σαν τον παραλυτικό, πάντα δίπλα σε μιαν πηγή, πάντα δίπλα στην ελπίδα. Κάτι να αλλάξει. Κάποιος άγγελος να κατέβει και να ταράξει τα ύδατα, ή να φτάσω έως εδώ, στο όρος Χωρήβ ή στα Ιεροσόλυμα ή κάπου αλλού ή σε κάποιον τέλος πάντων, που θα με σώσει. Και Εκείνος πάντα να θέτει πρώτος το ερώτημα «θέλεις υγιής γενέσθε;», «ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε…». Δείξε ποιος είσαι. Πως ζεις.

Οι περισσότεροι από εμάς θα αλλάξουμε συζήτηση, θα μπερδέψουμε τα λόγια μας, θα ζητήσουμε να μάθουμε άλλα αντί άλλων. Και ίσως θα ξοδέψουμε όλη μας την ζωή σε αυτό το ανώφελο κρυφτό. Θα πηγαινοερχόμαστε στο αγιασμένο φρέαρ και πάντα θα απομένουμε διψασμένοι. Δίπλα στην κολυμβήθρα αλλά πάντοτε κάποιος άλλος θα μπαίνει πριν από εμάς. Και θα ξοδεύουμε το κορμί και την ψυχή που μας δόθηκε, απαντώντας 

«όταν έλθει εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα». Αστείο. Να είσαι πάντα δίπλα Του, να είσαι δίπλα στο νερό και να λες «όταν έλθει». Τυφλός και μωρός. Να κρύβεις και να κρύβεσαι.

Μα κάποιος μας αγαπά και επιμένει:

«εγώ ειμί, ο λαλών σοι».

Ώρα έκτη, συναντώνται ο Θεός και ο Άνθρωπος.

Στο τέλος μιας ημέρας, στο τέλος μιας προσπάθειας.

Να σηκώσουμε τα μάτια, αδελφοί, και να δούμε τι μας περιβάλλει. Έτοιμες οι «χώρες» προς θερισμόν. Έτοιμες μέσα μας οι αρετές. Έτοιμη η βασιλεία του Θεού. Δεν έχουμε παρά να θερίσουμε εκεί που δεν σπείραμε. Να συνάξουμε καρπούς εκεί που δεν κοπιάσαμε. Να χαρούμε εμείς που θερίζουμε με Εκείνον που έσπειρε. Με Εκείνον που μας αγάπησε τόσο, που συναντάται μαζί μας δίπλα σε ένα φρέαρ βαθύ, το φρέαρ της προσωπικής μας αγωνίας.

Για να μας

Αλλάξει, για να μας ξεδιψάσει μια για πάντα.

Μόνο να δεχτούμε την αλήθεια. Να γίνουμε αληθινοί Προσκυνηταί «εν πνεύματι και αληθεία», «και γαρ ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν».