Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Κυριακή δεκάτη τρίτη εκ του κατά Λουκά


«Ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητος μου..»
Ο άνθρωπος της σημερινής παραβολής, αγαπητοί μου αδελφοί, δεν είχε κανένα λόγο να αναζητάει Χριστό. Πλήρης από τις αρετές του, τις οποίες φύλαξε εκ νεότητος του, «προσήλθε τω Ιησού πειράζων αυτόν και λέγων..» Προσήλθε «πειράζων», με τη σιγουριά εκείνων που νομίζουν ότι έχουν τα πάντα. Ακόμα και τον Θεό, ανάμεσα στα αποκτήματα τους. Με τη σιγουριά και σκληροκαρδία που δίνει στον άνθρωπο, η μοναξιά, η μοναξιά της έλλειψης του κάθε πόνου. Έτσι, ένα του απομένει. Ένα τον απασχολεί ακόμη:
«Τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;»
Όλα στο πρώτο πρόσωπο. Όλα τα αιτήματα, για τον εαυτό. Τι θα κάνω για να κληρονομήσω την αιώνιο ζωή. Και μέσα σε αυτήν την σιγουριά, βέβαια, δεν αναγνωρίζει τον Θεό.
Και δεν του αποκαλύπτεται ούτε και Εκείνος.
«Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ειμή εις ο Θεός».
Και ο άνθρωπος που τα έχει όλα, θα πάρει την απάντηση, έτσι ακριβώς όπως έθεσε ο ίδιος το ερώτημα:
 «έτι εν σοι λείπει»
Μόνο ένα του λείπει ακόμα: Όλα όσα έχεις, πώλησον και δώστα στους πτωχούς και θα βρεις έτσι θησαυρό στους ουρανούς. Όλα όσα έχεις…και όπως είπαμε, ο άνθρωπος της παραβολής μας είχε τα πάντα. Εκ νεότητος του. Και ένα του έλειπε: να χάσει τα πάντα.
Αγαπητοί μου αδελφοί, κάθε συνάντηση με τον Θεό, για τον καθένα από εμάς, είναι ένα μέτρημα: Τι έχουμε , τι κατέχουμε και ποια είναι η αξία που έχουν αυτά όλα στην καρδιά μας. Αν φυλάξαμε, όλες τις εντολές, ένα λείπει ακόμα, να τα δώσουμε όλα και να ακολουθήσουμε Χριστό. Χωρίς τίποτα άλλο. Να αφήσουμε στους φτωχούς τα πάντα.
Ένα λείπει, λοιπόν…μα δεν είναι ένα, τελικά. Αφού όλα αυτά έχουν γίνει μία «περι-ουσία» για εμάς, τέτοια που όπως στον άνθρωπο της παραβολής, αν θα κληθούμε να τα αφήσουμε, θα γίνουμε «περίλυποι».
Αν φυλάξαμε τις εντολές, τι μας λείπει; Τι φέρνει στην καρδιά μας λοιπόν, αυτό το συναίσθημα της λύπης; Από τι δεν μπορούμε να αποχωριστούμε;
Απέναντι στέκει ο ίδιος ο Θεός που λέγει το «εν σοι λείπει».
Και στον καθένα μας, ένα μας λείπει. Μα αν προχωρήσουμε, αν κάνουμε αυτό το βήμα, αυτό που τόσο μας τρομάζει, τότε θα βρούμε τον θησαυρό. Στους ουρανούς.
Πόσο σπουδαίο είναι το σημερινό μήνυμα, αγαπητοί μου αδελφοί.
Αλλού λοιπόν είναι ο θησαυρός.
Κι όχι σε αυτά που εμείς νομίζουμε.
Η ύπαρξη μας ταυτίζεται με τα εδώ. Πλησιάζουμε το Θεό με αιτήματα που έχουν να κάνουν με τα εδώ. «Τι ποιήσω» αναρωτιόμαστε συνεχώς. Κάθε πρωί που ξυπνάμε, τι θα κάνουμε σήμερα; Τι θα κάνουμε για όλα αυτά που ίσως δεν έχουν και πολύ αξία; Ενώ, ένα, μας λείπει. Αλλά αυτό το ένα κι όταν ακόμα το υποψιαζόμαστε, μας φέρνει λύπη.
Περίλυποι γινόμαστε.
Γιατί δεν έχει να κάνει, αυτό το ένα με αυτά, τα πάντα που κάναμε, αλλά με εκείνο που δεν έχουμε κάνει ακόμα, το:
«δεύρο ακολούθει μοι» είναι που τα ανατρέπει όλα. Αυτό το «δεύρο ακολούθει μοι» ας το εξετάσουμε ο καθ’ ένας ξεχωριστά. Ας δούμε ο καθ’ ένας ξεχωριστά που είναι ο θησαυρός του, τι κατέχει εκ νεότητος και δεν αποχωρίζεται. Και μέσα σε αυτήν την συνάντηση με τον εαυτό και τον Θεό, τον αγαθό Θεό, θα πούμε σίγουρα κι εμείς εκείνο το:
«και τις δύναται σωθήναι;», ποιος μπορεί να σωθεί; Τόσο θα τρομάξουμε, τόσο αδύναμοι θα νιώσουμε παρά τα όποια πλούτη ή τις όποιες αρετές μας.
Είδατε πόσο σίγουρος προσήλθε στην αρχή της παραβολής εκείνος ο άνθρωπος που νόμιζε ότι είχε τα πάντα. Και πόσο αδύναμοι αισθάνονται στο τέλος όλοι όσοι ανακαλύπτουν μέσα από το διάλογο με την Αλήθεια, την Αλήθεια.
Αυτό είναι τελικά το μεγάλο όφελος, αδελφοί μου, της παρουσίας μας εδώ. Να συναντιόμαστε, να εκκλησιαζόμαστε, με την αλήθεια. Και από την φόρα και τη σιγουριά που ο άνεμος του κόσμου μας δίνει, να φτάνουμε στο «τις δύναται σωθήναι» εκείνων που άκουσαν τελικά.
Ένα λοιπόν ακόμα μας λείπει. Για αυτό λυπούμαστε. Ένα.
Ας το αναζητήσουμε

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Εις τα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου.

 

Υπάρχει ένας χώρος Άγιος, τόσο βαθιά στην ψυχή μας, που συνέχεια ξεχνάμε την ύπαρξή του. Παρ’ όλο που καταλαμβάνει ολόκληρο το κέντρο της ύπαρξής μας. Είναι τα Άγια των Αγίων, η περιοχή αλλά και η κατάσταση που αισθανόμαστε την περισσότερη οικειότητα με τον Θεό. Ο καθ’ ένας μας, ξεχωριστά. Είναι εκεί που βλέπουμε πιο ξεκάθαρα τα «ίχνη» του Θεού, μέσα μας, αλλά και γύρω μας.

Αλλά, γίνεται πολύ συχνά, ένας απαγορευμένος χώρος για εμάς……. Γιατί για να εισέλθουμε χρειάζεται μια κάποια προετοιμασία, κάποια θυσία πολλές φορές έως αίματος. Χρειάζεται αγιότητα.

Και το πιο δύσκολο από όλα για εμάς, να μπούμε… μόνοι μας. Είναι αυτή η δυσκολία μας μείνουμε μόνοι μας, να μπούμε στον εαυτό μας και να παραμείνουμε εκεί. Έστω για λίγο.

Χωρίς έγνοιες, χωρίς μέριμνες, χωρίς λογισμούς. Χωρίς την αμαρτία που φέρνει στην ζωή μας αυτήν την συνεχή κίνηση, την ανάγκη των συναναστροφών, με τους άλλους, όχι από Αγάπη ή με Αγάπη, αλλά μόνο και μόνο για να υπάρξουμε, για μια στιγμή. Η θέα του προσώπου του άλλου, συνεχώς γίνεται θέα του δικού μας προσώπου και αυτή η πλάνη επαναλαμβάνεται συνεχώς αλλάζοντας βέβαια συνεχώς και τα πρόσωπα που μας περιβάλλουν. Αυτό είναι μια πτυχή της αμαρτίας μας.

Όμως ο χώρος ο Άγιος, μέσα μας, παραμένει πάντα σταθερός, αλλά συχνά…. άδειος. Από εμάς.

Δεν επισκεπτόμαστε τον εαυτό μας και ούτε τον Άγιο χώρο μας, το κέντρο της ύπαρξης μας.

Γιατί δεν κάνουμε αυτό που έκανε η Παναγία.

Είμαστε και εμείς γεννημένοι, όλοι, από ένα θαύμα. Για αυτό και είμαστε αφιερωμένοι στον Θεό και εκεί θα επιστρέψουμε. Αλλά σαν πρόσωπα, μοναδικά. Εάν θα δείτε, η Παναγία πως πορεύεται, με συνοδεία, με φανούς, με λαμπάδες, με τους γονείς της και απέναντι την περιμένει ο Ζαχαρίας, το μέλλον, ο πατέρας του Προδρόμου.

Έτσι και εμείς, περιβαλλόμεθα από όλους αυτούς που ο Θεός στέλνει για να γίνουμε καλλίτεροι. Όσους συναντάμε στην ζωή μας, τους επιλέγουμε πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνουμε, για την σωτηρία μας.

Φωτίζουν όλοι τον δρόμο μας προς το Ιερό, προς τον ιερό χώρο της ζωής μας, προς τον Αρχιερέα του Θεού που θα μας εισάγει στο χώρο και την κατάσταση των Αγίων. Μόνοι όμως. Και να παραμείνουμε εκεί μόνοι.

Έως δώδεκα χρόνια παρέμεινε  η Παναγία, έως τον Ευαγγελισμό της. Χωρίς αμαρτία, χωρίς σκέψη αμαρτίας.

Από σήμερα, ξεκινά η δική μας προετοιμασία για αυτό τον σκοπό. Για πρώτη φορά ψάλλαμε το «Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις…»

Όλα μιλούν για μιαν έναρξη, μιαν εκκίνηση.

Μπαίνουμε και εμείς τόσο εορταστικά στην προετοιμασία για την Γέννηση Του Χριστού, μέσα μας και στον κόσμο μας.

Ας εισέλθουμε έστω και για μια φορά στον εαυτό μας, στα Άγια των Αγίων της ύπαρξης μας. Και ας μείνουμε για λίγο εκεί ή για περισσότερο.

Στον χώρο μας αυτά είναι όλα ξεκάθαρα και όλα δείχνουν τον Θεό.

Και η Κιβωτός Της Διαθήκης και το χρυσούν θυμιατήριο και τα Χερουβείμ που επισκιάζουν. Είναι όλα ολόχρυσα και καθαρά, είναι το «στίγμα» του Θεού μέσα μας, ότι καλλίτερο είμαστε.

Αυτό ετοιμάζουμε από σήμερα αδελφοί. Προς αυτά τα Χριστούγεννα πορευόμαστε, προς αυτήν την Θεοτοκία.

Γιατί, όσο και αν το ξεχνούμε, αυτός είναι ο σκοπός μας. Ζούμε μέσα στον Κόσμο, ζούμε δηλαδή μέσα στον Ναό του Θεού, όπου όμως, Χριστός προκαταγγέλεται, δηλαδή Θεανθρώπισις, δηλαδή, αδελφοί, Θέωσις του Ανθρώπου.

Ούτως, λοιπόν, και ημείς μεγαλοφώνως βοήσωμεν, Χαίρε της οικονομίας του Κτίστου η εκπλήρωσις.

Καλά Χριστούγεννα.



ΕΙΣ ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ   

Ζούμε και υπάρχουμε σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Συγκεκριμένο όμως από……εμάς τους ίδιους. Μόνοι μας έχουμε ορίσει και καθορίσει τα όρια της ύπαρξής μας ή έχουμε αποδεχθεί όρια που τοποθέτησαν άλλοι. Μόνοι μας, με δική μας ευθύνη. Είναι τα όρια του εγώ, τα όρια των παθών, επιθυμιών, των προσκολλήσεων μας. Έχουμε δώσει το Νου μας στο κόσμο, στο κόσμο που δεν μας ανήκει και έχουμε ταυτιστεί με αυτόν. Με το κόσμο. Που είναι απλά, αντανάκλαση και με τον τρόπο που τον αντιλαμβανόμαστε, ψευδαίσθηση.

Την ίδια στιγμή, στη διάρκεια της δικής μας ζωής, στο εδώ και τώρα, υπάρχει πραγματικά και το αιώνιον. Εδώ, δίπλα μας, μέσα μας.

Η πρώτη σκηνή, όπου η λυχνία που φωτίζει, η Τράπεζά που μας Τρέφει η πρόθεσης των άρτων, πιο μέσα στην αιωνιότητά μας, τα άγια των αγίων, το χρυσούν θυμιατήριο, η Κιβωτός της Διαθήκης, η στάμνα, η ράβδος του Ααρών. Τα πάντα δηλαδή. Ολόκληρη η σύσταση του κόσμου, του αληθινού……Είναι ένας κόσμος που δεν βλέπουμε εάν δεν ανέβουμε τις βαθμίδες του πνεύματος, εάν δεν ανέλθουμε στην αξία του ανθρώπου σαν Αρχιερέα της κτίσης……

Και αφού συγχωρέσουμε…… τα πάντα!

Αμαρτίες και αγνοήματα, τα δικά μας και όλων των άλλων.

Πρέπει να συγχωρέσουμε, αδελφοί, εαυτόν και όλους τους άλλους. Και αυτό θέλει……..αίμα…..

Τόσο δύσκολο μας είναι να συγχωρήσουμε. Προτιμούμε το….παράπονο….για όλους, για όλα. Για το χθες που φθάνει στο σήμερα και δηλητηριάζει το αύριο.

Η Παναγία, όμως, σήμερα προκηρύσσει την των ανθρώπων σωτηρία, αυτό που ετοιμάζει, αυτό που τρέφει την Ενανθρώπιση, τα Χριστούγεννα που από σήμερα προκαταγγέλονται.

Εισέρχεται πρώτη Εκείνη εις τα άγια των αγίων και παραμένει εκεί, σταθερά προσηλωμένη σε αυτήν την κατάσταση, σε αυτήν την καθαρότητα, στη Θεοπτία έως να γίνει η ίδια ο Καθαρότατος Ναός του Σωτήρος.

Εκεί που θα παραμείνουμε, αδελφοί μου, σταθεροί, προσηλωμένοι με ολόκληρο το Νου μας, σε αυτήν την μόνωση, την ησυχία, μέσα στα άγια των αγίων της ύπαρξης μας, θα συνεισέλθει η Χάρις του Πνεύματος Του Θεού και θα αξιωθούμε, πρώτα μεγαλοφώνως να βοήσωμε το Χαίρε Της Του Κτίστου η εκπλήρωσις και αμέσως σε

μηδενικό χρόνο να επιγνώσουμε το σήμερον της σωτηρίας ημών Το Κεφάλαιον………

Μέσα σε αυτήν, αδελφοί μου, την σημερινή εορτή, θα βρούμε όλα τα στοιχεία της όντως ζωής μας την λυχνία, τη Τράπεζα των Άρτων, το θυσιαστήριο, την Κιβωτό, τη στάμνα με το μάννα, την ράβδο του Ααρών, εμπρός μας στο παρόντα χρόνο, εντός μας, εάν έχουμε συγχωρήσει, γύρω μας, εδώ, στην Εκκλησία εάν το έχουμε αντιληφθεί.

Μέσα σε αυτό το κεκρυμμένο κάλλος που μας περιβάλλει, εισερχόμαστε τα δικά μας εισόδια μαζί με την Παρθένο Μαρία, λαμπρώς.

Εισερχόμαστε επίσημα σε μια Σαρακοστή που οδεύει όλο και πιο βαθιά στην νύχτα του κόσμου, όλο και πιο απόμερα, σε μίαν Βηθλεέμ ποιμένων αγραυλούντων, σε ένα Σπήλαιο, κατάλληλο για εκείνους που δεν έχουν……..κατάλλειμα.

Ας είναι εφέτος, σήμερα, και τα δικά μας εισόδια εις τον οίκον Κυρίου, της ευδοκίας Θεού το προοίμνιον.

Καλά μας Χριστούγεννα!

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

Κυριακή ενάτη εκ του κατά Λουκά.


«Άνθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα..»
Ο άνθρωπος αυτός ήταν πλούσιος, μα δεν το γνώριζε. Για αυτό και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων «ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου» Αυτό που τον απασχολεί δεν είναι αυτό πού έχει, αλλά, αυτό που δεν έχει. Αλλά και αυτά που έχει, θέλει να τα γκρεμίσει «καθελώ-λέγει- τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω…» Θα γκρεμίσει αυτό που έχει και άλλο θα φτιάξει κι εκεί –νομίζει- ότι θα συνάξει πάντα τα γεννήματα…
Ένας κύκλος ατελείωτος, μια συνεχής επιθυμία να συνάξει πάντα, όχι όμως επάνω σε αυτό που του έχει δοθεί, αλλά σε κάτι νέο…
Όλα αυτά για τον άνθρωπο τον πλούσιο, δείχνουν μια τεράστια φτώχεια. Βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση και ο λογισμός του κάνει υπολογισμούς στο κενό. Τόση είναι η μοναξιά του, τόση η προσήλωση του, στο έξω από τον Νου του, που μιλά μόνος του, στην ψυχή του, την υποβιβάζει, αφού δεν την γνωρίζει και της υπόσχεται αυτά που αισθάνεται ότι του λείπουν: «Αναπαύου» λέει στην ψυχή του, διότι ξέρει ότι δεν έχει ανάπαυση, φάγε, πίε μιας και ξέρει ότι η ψυχή του πεινά και ευφραίνου διότι ξέρει ότι του λείπει η χαρά.
Κι ο καθένας από εμάς σε αυτό το διπλό παιχνίδι συχνά παγιδευόμαστε. Δεν αναγνωρίζουμε την ευφορία της χώρας μας. Δεν βλέπουμε πόσο πλούσιοι είμαστε, πόσα πολλά μας έχουν δοθεί κι αγωνιούμε για το τι θα κάνουμε για να χορτάσουμε, να αναπαυθούμε, να ευφρανθούμε.
Και όλα αυτά μέσα σε μια χώρα που ευφορεί! Όχι μέσα σε μια φτώχεια, αλλά όταν ευφόρησε η χώρα της ύπαρξής μας, όντας πλούσιοι, αγνοούμε και ψάχνουμε να γκρεμίσουμε τις αποθήκες κι άλλες να χτίσουμε και να περιορίσουμε εκεί το απεριόριστο.
Αυτή η πτώχευση μας γίνεται γιατί δεν βλέπουμε: Την αιτία του πλούτου μας. Δεν αναπαυόμαστε μέσα στην ευφορία του κόσμου του Θεού και ονομάζουμε τα αγαθά, αγαθά μου και τα γεννήματα, γεννήματά μου. Αυτή η απομόνωση μας φτωχαίνει. Τόσο που να αγνοήσουμε ακόμα και την ίδια μας την φύση, το μέρος της ψυχής. Και μέσα σε αυτή τη πτώχευση προκαλούμε τον θάνατό μας. Γιατί η ζωή είναι συνυφασμένη με την κίνηση.
Δεν πρέπει να φυλακίσουμε τα αγαθά, πρέπει να τα μοιρασθούμε, δεν πρέπει να σκεφθούμε καν να μπούμε σε αποθήκες, αλλά ότι έχουμε να υπάρχει, να κυκλοφορεί.
Δεν υπάρχει η έννοια της μεγάλης κι ακόμα μεγαλύτερης αποθήκης. Αυτό δεν σταματάει πουθενά. Μάλλον, οδηγεί στο θάνατο, δηλαδή στην αποξένωσή μας από τη ψυχή. Αφού δεν την αγαπήσαμε για αυτό και τη χάνουμε.
Κάποιος μέσα στη νύχτα της μοναξιάς μας, θα την απαιτήσει. Δεν θα τη ζητήσει, θα την απαιτήσει, επειδή εμείς δεν την κερδίσαμε.
Έτσι όπως χάσαμε την ευφορία της χώρας μας, θα χάσουμε και την ψυχή μας, εάν νομίσαμε ότι η ψυχή μας θέλει πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά, για να αναπαυθεί, για να ευφρανθεί.
Πρέπει να το καταλάβουμε, αδελφοί μου, ευφορεί η χώρα μας. Ο τόπος και ο χρόνος της ύπαρξής μας είναι μέσα στο πλούτο. Είμαστε πλούσιοι μέσα στα δώρα της αγάπης του Θεού. Τα πάντα μας έχουν δοθεί σε αφθονία. Γιατί έτσι είναι η φύση της δοτικότητας του Θεού. Εάν εμείς σε αυτό αντιπαρατάξουμε το «θησαυρίζων εαυτώ» τίποτα δεν θα μας μείνει, αδελφοί μου. Και τις αποθήκες που έχουμε θα γκρεμίσουμε και μέσα στην νύκτα της αγνωσίας μας θα μας απαιτηθεί η ψυχή μας. Και χωρίς την ψυχή μας, « ά ητοιμάσαμεν τίνι έσται»;
Τι σημαίνει όμως το «εις Θεόν πλουτών;»
Είναι πρώτα πρώτα το να καταλάβουμε σε τίνος τον κόσμο ζούμε. Τίνος είναι όλα αυτά που μας περιβάλλουν. Ποιος μας τα χάρισε και γιατί. Σπουδαίο να δούμε την εύφορη χώρα μέσα στην οποία ζούμε και υπάρχουμε. Εκεί θα νοιώσουμε άνετα, φιλικά προς τον παρέχοντα και τότε θα θελήσουμε να του μοιάσουμε. Να μην πλουτίζουμε για τον εαυτό γιατί θα καταλάβουμε ότι είμαστε πλούσιοι.
Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα, αδελφοί μου. Ο καθένας από εμάς είναι πλούσιος, γιατί είναι έργο του πλούσιου Θεού. Όλοι είμαστε γεμάτοι χάριτες, οι αποθήκες υπάρχουν, δεν χρειάζεται να τις γκρεμίσουμε. Έχουμε την ψυχή μας, έχουμε αγάπη, έχουμε τα πάντα! Άνθρωποι πλούσιοι βαλμένοι από τον Θεό σε χώρα εύφορη.
Όταν το νοιώσουμε αυτό μέσα στον Θεό, τότε εις Θεόν πλουτούμε. Τότε έχουμε δει τι είμαστε και θα δει η ψυχή μας ανάπαυση. Και κανείς δεν θα την απαιτήσει από εμάς, γιατί θα αποτελεί ζωντανό, αναπόσπαστο, μέρος της ύπαρξής μας.
Ας θησαυρίσουμε εν Θεώ, ας πλουτίσουμε εν Θεώ, μέσα στον πλούτο των δωρεών του Θεού, με την ψυχή μας ζωντανή, ας καταλάβουμε πως η χώρα μας ευφορεί, και ας ευφρανθούμε τις δωρεές.

Αμήν. 

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Γιατί δεν εκκλησιάζεσαι;


Λίγοι είναι εκείνοι που έρχονται στην εκκλησία. Τι θλιβερό! Στους χορούς και στις διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τις ανοησίες των τραγουδιστών τις ακούμε με ευχαρίστηση. Τις αισχρολογίες των ηθοποιών τις απολαμβάνουμε για ώρες, δίχως να βαριόμαστε. Και μόνο όταν μιλάει ο Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε και ζαλιζόμαστε. Μα και στα ιπποδρόμια, μολονότι δεν υπάρχει στέγη για να προστατεύει τους θεατές από τη βροχή, τρέχουν οι περισσότεροι σαν μανιακοί, ακόμα κι όταν βρέχει ραγδαία, ακόμα κι όταν ο άνεμος σηκώνει τα πάντα. Δεν λογαριάζουν ούτε την κακοκαιρία ούτε το κρύο ούτε την απόσταση. Τίποτα δεν τους κρατάει στα σπίτια τους. Όταν όμως πρόκειται να πάνε στην εκκλησία, τότε και το ψιλόβροχο τους γίνεται εμπόδιο. Κι αν τους ρωτήσεις, ποιος είναι ο Αμώς ή ο Οβδιού, πόσοι είναι οι προφήτες ή οι απόστολοι, δεν μπορούν ν’ ανοίξουν το στόμα τους. Για τ’ άλογα όμως, τους τραγουδιστές και τους ηθοποιούς μπορούν σε πληροφορήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Είναι κατάσταση αυτή;

Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, και σχεδόν κανένας δεν παρουσιάζεται στο ναό. Φαίνεται πως η απόσταση παρασύρει τους χριστιανούς στην αμέλεια, ή μάλλον όχι η απόσταση, αλλά η αμέλεια μόνο τους εμποδίζει. Γιατί, όπως τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει αυτόν που έχει αγαθή προαίρεση και ζήλο να κάνει κάτι, έτσι και τον αμελή, τον ράθυμο και αναβλητικό όλα μπορούν να τον εμποδίσουν.

Οι μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους για την Αλήθεια, κι εσύ λογαριάζεις μια τόσο μικρή απόσταση; Εκείνοι θυσίασαν τη ζωή τους για το Χριστό, κι εσύ δεν θέλεις ούτε λίγο να κοπιάσεις; Ο Κύριος πέθανε για χάρη σου, κι εσύ Τον περιφρονείς; Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, κι εσύ βαριέσαι να έρθεις στο ναό, προτιμώντας να κάθεσαι στο σπίτι σου; Και όμως, πρέπει να έρθεις, για να δεις το διάβολο να νικιέται, τον άγιο να νικάει, το Θεό να δοξάζεται και την Εκκλησία να θριαμβεύει.

«Μα είμαι αμαρτωλός», λες, «και δεν τολμώ ν’ αντικρύσω τον άγιο». Ακριβώς επειδή είσαι αμαρτωλός, έλα εδώ, για να γίνεις δίκαιος. Ή μήπως δεν γνωρίζεις, ότι και αυτοί που στέκονται μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, έχουν διαπράξει αμαρτίες; Γι’ αυτό οικονόμησε ο Θεός να υποφέρουν και οι ιερείς από κάποια πάθη, ώστε να κατανοούν την ανθρώπινη αδυναμία και να συγχωρούν τους άλλους.

«Αφού, όμως, δεν τήρησα όσα άκουσα στην εκκλησία», θα μου πει κάποιος, «πως μπορώ να έρθω πάλι;» Έλα να ξανακούσεις τον θείο λόγο. Και προσπάθησε τώρα να τον εφαρμόσεις. Αν βάλεις φάρμακο πάνω στο τραύμα σου και δεν το επουλώσει την ίδια μέρα, δεν θα ξαναβάλεις και την επόμενη; Αν ο ξυλοκόπος, που θέλει να κόψει μια βελανιδιά, δεν κατορθώσει να τη ρίξει με την πρώτη τσεκουριά, δεν τη χτυπάει και δεύτερη και πέμπτη και δέκατη φορά; Κάνε κι εσύ το ίδιο.

Αλλά, θα μου πεις, σ’ εμποδίζουν να εκκλησιαστείς η φτώχεια και η ανάγκη να εργαστείς. Όμως δεν είναι εύλογη και τούτη η πρόφαση. Εφτά μέρες έχει η εβδομάδα. Αυτές τις εφτά μέρες τις μοιράστηκε ο Θεός μαζί μας. Και σ’ εμάς έδωσε έξι, ενώ για τον εαυτό Του άφησε μία. Αυτή τη μοναδική μέρα, λοιπόν, δεν δέχεσαι να σταματήσεις τις εργασίες;

Και γιατί λέω για ολόκληρη μέρα; Εκείνο που έκανε στην περίπτωση της ελεημοσύνης η χήρα του Ευαγγελίου, το ίδιο κάνε κι εσύ στη διάρκεια αυτής της μιας μέρας. Έδωσε εκείνη δυο λεπτά και πήρε πολλή χάρη από το Θεό. Δάνεισε κι εσύ δυο ώρες στο Θεό, πηγαίνοντας στην εκκλησία, και θα φέρεις στο σπίτι σου κέρδη αμέτρητων ημερών. Αν όμως δεν δέχεσαι να κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ’ αυτή σου τη στάση χάσεις κόπους πολλών ετών. Γιατί ο Θεός, όταν περιφρονείται, γνωρίζει να σκορπίζει τα χρήματα που συγκεντρώνεις με την εργασία της Κυριακής.

Μα κι αν ακόμα έβρισκες ολόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο από χρυσάφι και εξαιτίας του απουσίαζες από το ναό, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη η ζημιά σου, και τόσο μεγαλύτερη, όσο ανώτερα είναι τα πνευματικά από τα υλικά. Γιατί τα υλικά πράγματα, κι αν ακόμα είναι πολλά και τρέχουν άφθονα από παντού, δεν τα παίρνουμε στην άλλη ζωή, δεν μεταφέρονται μαζί μας στον ουρανό, δεν παρουσιάζονται στο φοβερό εκείνο βήμα του Κυρίου. Αλλά πολλές φορές, και πριν ακόμα πεθάνουμε, μας εγκαταλείπουν. Αντίθετα, ο πνευματικός θησαυρός που αποκτούμε στην εκκλησία, είναι κτήμα αναφαίρετο και μας ακολουθεί παντού.

«Ναι, αλλά μπορώ», λέει κάποιος άλλος, «να προσευχηθώ και στο σπίτι μου». Απατάς τον εαυτό σου, άνθρωπε. Βεβαίως, είναι δυνατόν να προσευχηθείς και στο σπίτι σου, είναι αδύνατον όμως να προσευχηθείς έτσι, όπως προσεύχεσαι στην εκκλησία, όπου υπάρχει το πλήθος των πατέρων και όπου ομόφωνη κραυγή ικεσίας αναπέμπεται στο Θεό. Δεν σε ακούει τόσο πολύ ο Κύριος όταν Τον παρακαλείς μόνος σου, όσο όταν Τον παρακαλείς ενωμένος με τους αδελφούς σου. Γιατί στην εκκλησία υπάρχουν περισσότερες πνευματικές προϋποθέσεις απ’ όσες στο σπίτι. Υπάρχουν η ομόνοια, η συμφωνία των πιστών, ο σύνδεσμος της αγάπης, οι ευχές των ιερέων. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι ιερείς προΐστανται των ακολουθιών, για να ενισχύονται με τις δυνατότερες ευχές τους οι ασθενέστερες ευχές του λαού, κι έτσι όλες μαζί ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό.

Όταν προσευχόμαστε ο καθένας χωριστά, είμαστε ανίσχυροι, όταν όμως συγκεντρωνόμαστε όλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιο δυνατοί και ελκύουμε σε μεγαλύτερο βαθμό την ευσπλαχνία του Θεού. Κάποτε ο απόστολος Πέτρος βρισκόταν αλυσοδεμένος στη φυλακή. Έγινε όμως θερμή προσευχή από τους συναγμένους πιστούς, κι αμέσως ελευθερώθηκε. Τι θα μπορούσε, επομένως, να είναι πιο δυνατό από την κοινή προσευχή, που ωφέλησε κι αυτούς ακόμα τους στύλους της Εκκλησίας;

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Από το βιβλίο: Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, τόμος Γ’, Ι. Μ. Παρακλήτου, σελ. 182.

 

 

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

Θεία Κοινωνία; Ένα εισιτήριο για τον Παράδεισο.

 

 Η ψυχή που φεύγει από τον κόσμο αυτό έχει ανάγκη από κάποιο εφόδιο που θα την συνοδεύσει στο μακρινό ταξίδι της και θα αποτελέσει το εισιτήριο για τον Παράδεισο.

Το εφόδιο αυτό είναι η θεία Κοινωνία. Αυτή μας εισάγει στην Βασιλεία του Θεού διότι είναι «δωρεά αθανασίας και αρραβών της αιωνίου ζωής». Το πανάχραντο Αίμα του Κυρίου «είναι η σωτηρία των ψυχών μας… Αυτό το Αίμα χύθηκε και μας άνοιξε τον ουρανό».

Κάθε φορά που ο πιστός προσέρχεται στο Μυστικό Δείπνο του Κυρίου κοινωνεί εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Μπορεί και αυτός να ειπεί τον χρυσοστομικό λόγο: «Χάρη σ’ αυτό το Σώμα, ελπίζω ότι θα απολαύσω τους ουρανούς και τα ουράνια αγαθά, την αθάνατη ζωή, την κληρονομιά των Αγγέλων, την ένωση με τον Χριστό». Ερμηνεύοντας ο άγιος Ιωάννης τον λόγο του Κυρίου «Ο τρώγων με κακείνος ζήσεται δι’ εμέ» (Ιω. 6:57), λέγει: «Αυτό που είπε ο Χριστός σημαίνει ότι εκείνος που τρώγει την σάρκα Του, όταν πεθάνει, δεν θα χαθεί ούτε θα κολασθεί».

Ο ιερός Χρυσόστομός μας βεβαιώνει ότι «όσους φεύγουν από τον κόσμο αυτό, έχοντας κοινωνήσει τα άχραντα Μυστήρια με καθαρή συνείδηση, τους συνοδεύουν άγιοι Άγγελοι και τους μεταφέρουν από την γη στον ουρανό, χάρη στη θεία Κοινωνία που μετέλαβαν».

Σε άλλη ευκαιρία ο ίδιος μας αποκαλύπτει ότι, «εάν φύγουμε από την ζωή αυτή έχοντας κοινωνήσει το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού, θα παρουσιασθούμε με πολλή παρρησία στα πρόθυρα του Ουρανού, προστατευόμενοι από παντού σαν με χρυσά όπλα».

Οι Άγιοι επιβεβαίωναν τους λόγους τους με το παράδειγμά τους. Ο ιερός Χρυσόστομος τελείωσε τη μαρτυρική του πορεία μεταλαμβάνοντας τα άχραντα Μυστήρια και λέγοντας τον αγαπημένο του λόγο: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».

Από το βιβλίο: Ιερομονάχου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, «Γίνεσθε έτοιμοι. Μία προσέγγιση στο μυστήριο του θανάτου». Άγιον Όρος 2014.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Μεγάλη γιορτή η σημερινή μνήμη, αγαπητοί μου αδελφοί.
Τιμάμε τον Ιερό Χρυσόστομο, τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Εκείνον που ολοκλήρωσε την Θεία Λειτουργία που τελούμε στις περισσότερες ημέρες του χρόνου.
Εκείνον που με την ζωή του και τον θάνατο του τελείωσε το ποιμαντικό του έργο και άφησε στην Εκκλησία διαθήκη αιώνιο.
Για το τι είναι κληρικός; Τι είναι ο Αρχιερέας. Τόσο απόλυτα ταυτίσθηκε το πρόσωπο του με το λειτούργημα του, τόσο κοντά έφθασε, στον τόπο και τύπο Χριστού ο Ιερός Χρυσόστομος, που σήμερα, στην μνήμη του, η Εκκλησία επιλέγει να αναγνωσθεί μία ευαγγελική περικοπή στην οποία ο Χριστός μιλά για τον ίδιο του τον εαυτό.
Στην σημερινή περικοπή, επαναλαμβάνεται πολύ συχνά η λέξη «εγώ» από τον Κύριο. «εγώ ειμί». Και ταιριάζει αυτή η περικοπή στον Ιερό Χρυσόστομο. Γιατί αυτός ο άγιος κατ εξοχήν, ταύτισε το δικό του εγώ με τον Χριστό. Και το έργο του, η συγγραφή της Θείας Λειτουργίας, περιέλαβε την πράξη της Ενανθρώπισης, του Ευαγγελίου και της Σωτηρίας. Από την Σάρκωση στην εις Άδου Κάθοδο και στην Ανάσταση. Και ταυτίστηκε με το δρώμενο την ουσία.
Ο Ιερός Χρυσόστομος μας έδωσε την δυνατότητα να ζούμε στο παρών το αιώνιο και να μετέχουμε σ αυτό. Αιώνες τώρα όσοι πιστεύουν στον Χριστό, ακουμπούν πάνω στην Θεία Λειτουργία για να Τον γνωρίσουν.
Θέλω να σας μιλήσω , αγαπητοί μου αδελφοί, για τον Άγιο μας και συνεχώς σας μιλώ για την Θεία Λειτουργία. Κι αυτό νομίζω ότι αρμόζει στον Αρχιερέα του Χριστού. Έζησε εις τόπον και τύπον Αυτού και έγινε θύρα και οδός.
Αγαπητοί μου αδελφοί, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ανήκει με τη ζωή του σε εκείνους που λέγει ο Απόστολος Παύλος «ουκ έτι ζω εγώ, ζει δε εν εμοί  ο Χριστός» και έτσι έγινε τύπος και τόπος ιερέως.
Έχει μεγάλη σημασία αυτός τόπος και ο τύπος.
Ακούσατε τον Κύριο, στην σημερινή περικοπή πως παρουσιάζει τον εαυτό του:Εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός. Όποιος περάσει από αυτή  την θύρα μόνον, μπορεί να σωθεί. Θα βρει νομήν και ακόμα περισσότερα. Ζωή και ακόμα περισσότερα.
«Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν» περισσότερο από ζωή.
Ο Ιερός Χρυσόστομος έζησε μια ζωή γεμάτη πίκρες και στενοχωρίες. Εξορίες και διωγμοί ήταν ο μισθός του. Και, εξόριστος πέθανε.
 Έτσι μας έδωσε να καταλάβουμε αυτό «το περισσόν» που ακούσαμε σήμερα στο ευαγγέλιο. Αυτό το πέρα από τα φανερά, πέρα από αυτά που ίσως ο καθένας από εμάς, συχνά θεωρεί ζωή.
Και αντί για ζωή, είναι παγίδες. Του κλέπτη ή του λύκου. Εκείνου που έρχεται να κλέψει να θύσει και να απολέσει. Εκείνου που ζητά να μας απομακρύνει από την Θεία Λειτουργία της ζωής μας, ώστε να μην αναγνωρίσουμε τον Ποιμένα τον Καλό.
Να μην βρούμε την Θύρα και την Οδό.
Αλλά ο κλέπτης και ο ληστής ου μη εισέρχεται δια της θύρας αλλά ανεβαίνει»αλλαχόθεν».Και έτσι οι δρόμοι είναι ξεκάθαροι.
«Εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός, και γινώσκω τα εμά και γινώσκομε υπό των εμών». 
Ο άγιος μας, γνώρισε και αναγνώρισε τον Χριστό.
Και έζησε εν Χριστώ. Και έδωσε την ψυχή του υπέρ των προβάτων.
Και η θύρα έγινε είσοδος σωτηρίας για τον ίδιο μα και περίσσευσε για όλους εμάς.
Από την ζωή και τον αγώνα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου πλουτίσαμε όλοι.
Βρήκαμε νομήν και περισσότερο.
Ευρήκαμε ζωήν και περισσότερο από ζωή.
Ευρήκαμε Χριστό.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, Πατριάρχης Αλεξανδρείας.

 

Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Αμαθούντα (σημερινή Παλαιά Λεμεσό) της Κύπρου τον 6ο αιώνα μ.Χ. Οι γονείς του Επιφάνιος και Ευκοσμία είχαν μεγάλη κοινωνική θέση κι ήταν άνθρωποι ενάρετοι. Ο πατέρας του ήταν κυβερνήτης της Κύπρου με πολλά διοικητικά χαρίσματα, γι’ αυτό απολάμβανε την αγάπη, την εκτίμηση και το σεβασμό του λαού. Η μητέρα του είχε πλούσια ψυχικά χαρίσματα. Οι γονείς του, ως πιστοί χριστιανοί, ανέθρεψαν μέσα στην ευσέβεια και την αρετή τον Ιωάννη. Εκτός από την κοσμική μόρφωση, αγαπούσε ιδιαίτερα την μελέτη των ιερών γραμμάτων.

 Μετά από πίεση των γονέων του νυμφεύθηκε. Πολύ νωρίς η γυναίκα του και τα παιδιά του πέθαναν. Μετά την οδυνηρή στέρηση αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό διακονώντας τους αδελφούς του. Στον βίο του αναφέρεται ένα σύμβολο, που έδειξε η Χάρις για την μελλοντική του διαγωγή. Είδε στον ύπνο του μια ωραία κόρη στεφανωμένη με κλάδο ελιάς, η οποία του είπε: «Εγώ είμαι η πρώτη θυγατέρα του βασιλέα. Αν με αγαπήσεις, έχω την δύναμη να σε οδηγήσω σ’ αυτόν». Ο Άγιος συμπέρανε ότι αυτή ήτο η Χάρις της συμπάθειας και της ελεημοσύνης.

 Το 610 άρχοντες και λαός της Αλεξάνδρειας καλούν τον Ιωάννη να ανέβει στον πατριαρχικό θρόνο. Ο έπαρχος της Αιγύπτου, πατρίκιος Νικήτας, μεταφέρει την επιθυμία του λαού και του αυτοκράτορα Ηρακλείου για να αναλάβει την θέση του Πατριάρχη. Ο αυτοκράτορας διατάσει «και άκοντα προς τον θρόνον αναγαγείν τον Ιωάννην», δηλ. να τον οδηγήσουν στο θρόνο και χωρίς τη θέλησή του.

Μετά την χειροτονία του έστειλε τους οικονόμους της Εκκλησίας και τους άλλους κληρικούς να καταγράψουν τους φτωχούς και ζητιάνους, που αποκαλούσε «κυρίους και δεσπότας του». Με την ευσπλαχνία προς αυτούς μας βοηθάει ο Θεός να κερδίσουμε την βασιλεία Του. Περισσότεροι από 7.500 φτωχοί καθημερινά θα είχαν τροφή και στέγη. Οι άφθονες ελεημοσύνες τού έδωσαν την επωνυμία Ελεήμων. Έδινε αδιακρίτως σε καλούς και κακούς, σε άξιους και ανάξιους. Μια μέρα ένας φτωχός που πήρε βοήθεια, παρουσιάστηκε μεταμφιεσμένος άλλες τρεις φορές. Όταν το έμαθε ο άγιος είπε να του δώσουν δύο φορές περισσότερα λέγοντας: «Ίσως να είναι ο Χριστός, ο Σωτήρας μου, που έρχεται να με δοκιμάσει». Όσο έδινε ελεημοσύνη τόσο ο Θεός πολλαπλασίαζε τις δωρεές που δίνονταν στην Εκκλησία. Οργάνωσε το φιλανθρωπικό έργο κτίζοντας νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ξενώνες, μαιευτήρια, ορφανοτροφεία, συσσίτια κι ένα πλήθος άλλα έργα αγάπης.

 Το 614 όταν οι Πέρσες κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα μεγάλος αριθμός προσφύγων έφτασε στην Αλεξάνδρεια. Ο άγιος Ιωάννης τους δέχτηκε, τους ανακούφισε και ξόδεψε όλους τους πόρους της Εκκλησίας για να τους θρέψει. Έστειλε τρόφιμα και σιτηρά στην Παλαιστίνη και εργάτες για να κτίσουν τις κατεστραμμένες εκκλησίες. Ο ιστορικός και ακαδημαϊκός Κ. Άμαντος γι’ αυτό το έργο του Αγίου αναφέρει «Περιέθαλψε τους πρόσφυγας κατά τρόπον μοναδικόν, άγνωστον μέχρι τότε εις την ιστορίαν».

 Ο άγιος ήταν ο πρώτος που εμφανιζόταν να βοηθά τους αρρώστους και να θάβει τους νεκρούς, όταν λιμός και επιδημίες αφάνιζαν την πόλη. Εκτός από το φιλανθρωπικό έργο φρόντισε και για την κατήχηση του λαού του. Όταν έγινε Πατριάρχης υπήρχαν μόνον επτά ναοί στην Αλεξάνδρεια. Σε λίγο χρονικό διάστημα κτίστηκαν 70 ορθόδοξοι ναοί σε διάφορα μέρη της πόλεως.
Ο Άγιος ήταν πράος και ανεξίκακος, δεν έκρινε κανένα, ευχαριστούσε όσους τον κακολογούσαν ή τον προσέβαλλαν, απέδιδε στον εαυτό του τα αμαρτήματα που ήθελε να ελέγξει διορθώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τους υπερήφανους, προέτρεπε τους πιστούς να έχουν ταπείνωση και να μετανοούν.

 Αγαπούσε ιδιαίτερα τους μοναχούς και ζούσε με αυστηρότητα.

Ανέλαβε τη συντήρηση δύο μοναχικών αδελφοτήτων και σε ανταπόδοση είχε ζητήσει να προσεύχονται γι’ αυτόν και την εκκλησία. Αν και κατοικούσε σε πλούσιο μέγαρο, δεν είχε τίποτε δικό του. Το κελί του ήταν γυμνό από κάθε άνεση. Όταν ένας πλούσιος του προσέφερε ένα πολυτελές σκέπασμα, την άλλη μέρα έβαλε να το πουλήσουν, σκεπτόμενος ότι πολλοί φτωχοί υπέφεραν από το κρύο και μοίρασε τα χρήματα. Ο ευεργέτης του, που έτυχε να ξαναβρεί το δώρο του στον πάγκο του εμπόρου, το ξαναγόρασε και ανάγκασε τον Ιωάννη να το δεχθεί. Εκείνος, το ξαναπούλησε για να κάνει ελεημοσύνη. Καθώς ούτε ο ένας ούτε ο άλλος υποχωρούσε, το σκέπασμα άλλαξε πολλές φορές χέρια. Έτσι ο πλούσιος μοίρασε ένα σεβαστό ποσό στους φτωχούς.

 Μετά από παρακλήσεις του πατρικίου Νικήτα, ο άγιος αποφάσισε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να δώσει τις ευλογίες στον αυτοκράτορα που πολύ τις ζητούσε. Όταν έφτασε με το πλοίο στη Ρόδο είδε ένα φωτεινό άνδρα σε όραμα να τον καλεί στην Κύπρο. «Έλα, μην αργείς. Έλα! Ο βασιλεύς των βασιλέων σε προσκαλεί». Αποκάλυψε το όραμα στον πατρίκιο λέγοντάς του ότι ο Βασιλιάς του ουρανού τον καλεί κοντά του.

 Ο άγιος επιστρέφει στην Κύπρο, όπου και εκοιμήθη σε ηλικία 64 ετών (το 619). Λίγο πριν την κοίμησή του, είδε να του φανερώνεται η ίδια ευγενική παρθένος, που του είχε παρουσιασθεί στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, λέγοντάς του ότι ήταν η Ελεημοσύνη, η οποία παρακίνησε τον Χριστό να λάβει σάρκα υπέρ της σωτηρίας μας, και υποσχέθηκε να του ανοίξει τη Βασιλεία των ουρανών.

 Στη διαθήκη του, ένα κείμενο σύντομο, αναφέρει τα εξής:

 «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε και Θεέ μου, γιατί με αξίωσες, τα δώρα που Συ μου έδωσες, να σου τα προσφέρω πίσω. Σ’ ευχαριστώ, ακόμη που άκουσες την προσευχή μου και στην κατοχή μου τώρα που πεθαίνω δεν έμεινε παρά «εν τρίτον νομίσματος», το οποίον προστάζω να δοθεί στους φτωχούς αδελφούς μου. Όταν με τη χάρη του Θεού έγινα επίσκοπος της Αλεξάνδρειας, βρήκα στα ταμεία της επισκοπής μου οκτώ χιλιάδες περίπου λίτρες χρυσού. Με τις γενναιόδωρες προσφορές φιλόχριστων ανθρώπων, κατόρθωσα να συγκεντρώσω αμύθητα ποσά. Τα ποσά αυτά, επειδή ήξερα, πως είναι δώρα του βασιλέα των όλων Χριστού, τα επέστρεψα με επιμέλεια και προσοχή στον Θεό, στον οποίο και ανήκουν. Σ’ Αυτόν παραδίδω τώρα και την ψυχή μου».

 Οι χριστιανοί της Αμαθούντος κήδεψαν το άγιο λείψανο με δάκρυα και τιμές στον ιερό ναό του αγίου Τύχωνος. Λίγο μετά τον θάνατό του, μύρο ανάβλυσε από το σκήνωμα του αγίου προς αγαλλίαση και παρηγοριά των πιστών. Είναι ο πολιούχος άγιος της Λεμεσού.

Η μνήμη του εορτάζεται στις 12 Νοεμβρίου και το όνομά του κατέστη συνώνυμο της ελεημοσύνης και της χριστιανικής αγάπης.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024

Κυριακή ογδόη εκ του κατά Λουκά



«Και τις εστί μου πλησίον;» Ποιος είναι ο πλησίον μου;
Αν θέλω ζωήν αιώνιον πρέπει να αγαπήσω.
Τον Θεό, τον εαυτό και τον πλησίον ως εαυτόν.
Και ο νομικός της σημερινής παραβολής άρχισε από του να μάθει, ποιος είναι ο πλησίον. Είναι ίσως το πιο εύκολο..
Να ρωτάμε για τον άλλο πρώτα. Ενώ η σειρά που ο ίδιος έθεσε, έβαζε πρώτα τον Θεό. Σαν γνώριζε ο νομικός πολύ καλά ποιος είναι ο Θεός.
Αλλά, αδελφοί μου δεν γνώριζε τον πλησίον.
Μα σε αυτόν τον διπλανό, στον συνάνθρωπο θα έπρεπε να αναγνωρίζουμε τον Θεό. Και τότε ο δρόμος της σωτηρίας μας, ο δρόμος προς την όντως ζωή, που τόσο ειρωνικά αναφέρει ο νομικός και ο κάθε νομικός θα περνούσε μέσα από τον συνάνθρωπο. Και θα μας γινόταν εύκολα γνωστός. Όσο γνωστός είναι για τον καθ’ ένα μας ο «πλησίον» που δεν βλέπουμε. Που παρα-βλέπουμε.
Σαν τον ιερέα της παραβολής. Σαν τον λευίτη.
«Άνθρωπος τις κατέβαινεν από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ και λησταίς περιέπεσεν».
Ο δρόμος έξω από την Ιερουσαλήμ, έχει ληστές, που κλέβουν και πληγώνουν. Μα σε αυτόν τον ίδιο δρόμο, διαβαίνουμε και όλοι εμείς: Ιερείς, λευίτες, Σαμαρείτες. Άλλος «ιδών αντιπαρήλθε» και άλλος «εσπλαγχνίσθη», «και κατέδησε τα τραύματα αυτού». Άλλος αδιαφόρησε και άλλος «εκβαλών δύο δηνάρια έδωκε τω πανδοχεί». Ξόδεψε από τον εαυτό του και υποσχέθηκε και στο ξενοδόχο ότι κι αν προσδαπανήσεις «εν τω επανέρχεστε μοι, αποδώσω σοι».
Πόση αγάπη κρύβει αυτό το κείμενο. Πόσο πλαταίνει την έννοια του πλησίον. Τόσο όσο πλαταίνει την έννοια του εαυτού. Γιατί ακούσαμε στην αρχή της παραβολής εκείνο το:
«Εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της ισχύος και εξ όλης της διανοίας» που λέγει ο Κύριος. Όλα αυτά είναι ο εαυτός. Και όλα αυτά είναι οι δυνατότητες της αγάπης. Η ένταση της αγάπης σε ολόκληρη την ύπαρξη. Αυτός ολόκληρος ο εαυτός πρέπει να αγαπήσει τον Θεό.
Αυτό είναι και το βασικό πρόβλημα του νομικού της παραβολής. Ίσως και του ιερέα και του λευίτη. Είναι αδύνατον να νιώσουν αυτήν την ενότητα. Κι έτσι στη θέα του μισοπεθαμένου συνανθρώπου τους, αντιπαρέρχονται. Κατά βάθος και η έννοια της Βασιλείας Των Ουρανών είναι για τον σημερινό νομικό, μωρία. Ούτε και σε αυτήν πιστεύει. Το μόνο που επιθυμεί πραγματικά είναι να δικαιώσει τον εαυτό του. Και μόνον τον εαυτό του. 
Αδελφοί μου, μέτρο της αγάπης είναι ο Θεός. Κι όταν αυτή η αγάπη ζει μέσα στην ύπαρξη μας, τότε δαπανάμε για τον άλλο. Τότε έχουμε έλεος. Για τον πλησίον. Και για τον ίδιο μας τον εαυτό. Και δίνουμε και δινόμαστε. Αυτό μας διδάσκει σήμερα ο Σαμαρείτης. Δώσε και όταν θα επανέλθω θα σου ανταποδώσω ότι ξόδεψες.
Ας δώσουμε, αδελφοί μου, χωρίς τσιγκουνιά, ας δώσουμε στο συνάνθρωπο, σε εκείνον που περιέπεσε σε ληστές και ο Κύριος θα μας αποδώσει τον κόπο και το έξοδο. Δεν αναγνωρίζουμε τις διαστάσεις της ύπαρξης μας. Δεν ξέρουμε την καρδιά, την ψυχή, την διάνοια και την ισχύ μας, όσο δεν τα εξασκούμε όλα αυτά στην αγάπη. Γιατί μόνον τότε αφυπνίζονται αυτές μας οι δυνάμεις.
Αλλιώς μένουμε στα στενά όρια του νομικού της παραβολής. Δικαιώνουμε εαυτόν. Και έτσι ίσως ποτέ να μην γνωρίσουμε Θεόν, ή τον πλησίον ή και τον ίδιο, τον ολόκληρο μας εαυτό.
Και το χειρότερο από όλα, ίσως δεν ανακαλύψουμε αυτό το έλεος, το έλεος προς τον Άλλο.
Αυτός ο κόσμος έχει και Ιεροσόλυμα και Ιεριχώ. Και ιερείς και λευίτες και νομικούς. Μέσα μας και παντού.
Εκείνο που τα αλλάζει όλα αυτά είναι το έλεος του Θεού. Η προσπάθεια και ο πόνος και  παραπάνω πόνος εκείνου που δίδει τα δύο δηνάρια και το περισσόν. Εκείνου που όταν θα επανέλθει θα μας δώσει και το περισσόν.
Ας μην μείνουμε λοιπόν στο λίγο. Ας ξοδέψουμε τα δύο δηνάρια, αυτά που λάβαμε και ότι περισσότερο χρειασθεί.
Κάποιος τα μετρά.

Κάποιος μας προτρέπει: «Πορεύου και συ ποίει ομοίως».

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης

 

 Γεννήθηκε το 1846 στη Σηλυβρία της Θράκης από πολυμελή και ευσεβή οικογένεια. Ονομάζονταν Αναστάσιος Κεφαλάς. Εξ αιτίας της φτώχειας, σε ηλικία 13 ετών βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για εργασία. Εργαζόταν σε συσκευαστήριο καπνού, όπου ο εργοδότης του τον εκμεταλλεύονταν και τον ξυλοκοπούσε.

Αυτός υπόμεινε τις προσβολές χωρίς διαμαρτυρίες. Μάλιστα στις συσκευασίες του καπνού φρόντιζε να βάζει χαρτάκια με ρητά από το Ευαγγέλιο. Κάποια μέρα που τον ξυλοκοπούσε ο εργοδότης του τον είδε ένας έμπορος, το λυπήθηκε και τον πήρε στο επιπλοποιείο του. Του άφησε χρόνο ελεύθερο να πηγαίνει στο σχολείο και στην Εκκλησία. Εργάστηκε στον καλό εκείνο εργοδότη επτά χρόνια και τέλειωσε το σχολείο.

Σε ηλικία είκοσι ετών πήγε στη Χίο να εργαστεί ως δάσκαλος για δέκα χρόνια. Εκεί αποφάσισε να γίνει μοναχός. Στα 1877 χειροτονήθηκε διάκονος και πήρε το όνομα Νεκτάριος. Τον ίδιο χρόνο ήρθε στην Αθήνα για τη συνέχιση των σπουδών του. Κατόπιν βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια να υπηρετήσει κοντά στον Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος εντυπωσιάσθηκε από την προσωπικότητα του νεαρού διακόνου. Τον έστειλε ξανά στην Αθήνα να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Νεκτάριος διέπρεψε και πρώτευσε. Το 1885 αναχώρησε ξανά για την Αλεξάνδρεια, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και του ανατέθηκαν καθήκοντα πατριαρχικού γραμματέα και ιεροκήρυκα, ο οποίος αναδείχτηκε δεινός ρήτορας. Το 1889 εκλέχτηκε επίσκοπος Πενταπόλεως Λιβύης.

Η ραγδαία άνοδος και η μεγάλη ποιμαντική και κοινωνική δράση του Νεκταρίου θορύβησε τους άλλους επισκόπους, οι οποίοι τον θεώρησαν απειλή για τις φιλοδοξίες τους να διαδεχτούν τον υπέργηρο Σωφρόνιο στο θρόνο του. Διέδωσαν φρικτές συκοφαντίες εναντίον, φροντίζοντας να φτάσουν ως τον Πατριάρχη. Παύτηκε από τα καθήκοντά του χωρίς απολογία. Συγχωρώντας τους συκοφάντες του, αναχώρησε για την Αθήνα. Αλλά και εκεί δε βρήκε ηρεμία, διότι φρόντισαν να φτάσουν ως εκεί οι συκοφαντίες τους, ώστε να μη γίνεται πουθενά δεκτός για εργασία.

Του παρακρατούσαν επίσης και τους μισθούς του και ως εκ τούτου βίωνε έσχατη πενία! Δε μπορούσε να πληρώνει το ενοίκιο ενός μικρού δωματίου και δεν είχε χρήματα να τραφεί! Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών, παρά τη συμπάθεια προς αυτόν, αδυνατούσε να τον βοηθήσει, λόγω των πιέσεων που δέχονταν από τους συκοφάντες του.

Ύστερα από καιρό κατόρθωσε να διοριστεί ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα, αλλά οι άσπονδοι εχθροί του, έστελναν ανθρώπους να τον αποδοκιμάζουν κάτω από τον άμβωνα!

Το 1891, δύο χρόνια μετά, η μία μετά οι συκοφαντίες εναντίον του κατέρρευσαν, αποκαλύφτηκαν οι ραδιούργοι συκοφάντες του και απαλλάχτηκε από όλες τις κατηγορίες. Ο επίσκοπος Χαλκίδος και ο λαός της περιοχής πληροφορήθηκαν με ανακούφιση την είδηση και άρχισαν να αποθεώνουν τον ιεροκήρυκά τους. Κήρυττε πια ελεύθερος από τα στίγματα του παρελθόντος. Η φήμη του ξεπέρασε την Εύβοια και έφτασε στην Αθήνα.

Το 1894 διορίστηκε διευθυντής της Ριζαρίου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα, όπου έβγαλε Αγίους μαθητές, όπως τον Άγιο Σάββα τον Καλύμνιο, τον Όσιο Φιλόθεο Ζερβάκο, τον Άγιο Γερβάσιο Παρασκευόπουλο, τον Άγιο Αμφιλόχιο Μακρή της Πάτμου κ.α.

Το έργο του στην ονομαστή σχολή υπήρξε μεγάλο και πρωτοπόρο.

Κυρίως επικεντρώθηκε στον ορθόδοξο τρόπο σκέψης, διότι είναι η εποχή που η δυτική θεολογία διεισδύει επικίνδυνα στον ελληνικό χώρο. Επιδεικνύει απίστευτα δείγματα λαμπρού παραδείγματος στους σπουδαστές και στους εργαζομένους. Εργαζόταν, δίδασκε, μελετούσε, έγραφε και προσευχόταν ώρες ατέλειωτες. Οι σπουδαστές και οι εργαζόμενοι τον υπεραγαπούσαν. Η δράση του εκτείνονταν και εκτός της σχολής. Χιλιάδες άνθρωποι ευεργετούνταν ποικιλότροπα από αυτόν. Υπηρέτησε στη σχολή 14 έτη, ως το 1908, όπου και παραιτήθηκε για λόγους υγείας.

Αποσύρθηκε στην Αίγινα, σε ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι στη θέση Ξάντο, με τέσσερις γυναίκες – πνευματικά του παιδιά από την Αθήνα. Εκεί με άσκηση, προσευχή και νηστεία ικανοποιεί την παλιά του επιθυμία να ζήσει ως μοναχός. Ταυτόχρονα αρχίζουν τα σημάδια της αγιότητάς του. Θεράπευσε έναν ντόπιο δαιμονισμένο και με τις δεήσεις του έβρεξε, ύστερα από τρία χρόνια ανομβρίας στο νησί. Η φήμη του μεγάλωνε, πλήθη από όλη την Ελλάδα έτρεχαν στην Αίγινα.

Με την προσωπική του εργασία μεγάλωσε τους χώρους της Μονής και παράλληλα φρόντισε για τη νομική αναγνώρισή της. Όμως ο τότε μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αρνούνταν να την αναγνωρίσει και δεν αναγνωρίστηκε όσο ζούσε ο Νεκτάριος. Αλλά έρχεται και νέα δοκιμασία για το Νεκτάριο. Μητέρα μιας από τις μοναχές τον κατηγόρησε για ανηθικότητα. Ευτυχώς κατάρρευσε και αυτή η συκοφαντία.

Η υγεία του όμως επιδεινώνονταν συνεχώς. Οι περιπέτειες της πολυκύμαντης ζωής του του επιφύλασσαν ένα επίπονο τέλος της ζωής του. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διαγνώστηκε καρκίνος του προστάτη. Κοιμήθηκε, λίγες ημέρες μετά, στις 9 Νοεμβρίου.

Η αγιότητά του δεν άργησε να φανεί. Το τίμιο σκήνωμά του έμεινε άφθορο για 30 χρόνια, παρά τις 3 εκταφές του. Άπειρα θαύματα άρχισαν να επιτελούνται και συνεχίζουν ως τα σήμερα στο όνομά του. Στις 20 Απριλίου του 1961 έγινε η αγιοκατάταξή του και ορίστηκε η μνήμη του να εορτάζεται την ημέρα της οσιακής του κοίμησης, στις 9 Νοεμβρίου.

Ο πολύπαθος άγιος Νεκτάριος, διακρίνεται και ως ένας από τους μεγαλύτερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και θεολόγους των νεότερων χρόνων. Τα έργα του αποπνέουν άρωμα Ορθοδοξίας και αγιότητας, τα οποία συνέγραφε ταυτόχρονα με τους άδικους διωγμούς, τις θλίψεις και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε! Το μελάνι με το οποίο είναι γραμμένα είναι ανακατεμένο με τα δάκρυα του άδικου πάθους του ολόκληρης της ζωής του!

 

 

 

 

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Η Κοίμηση και ο Ενταφιασμός του Αγίου Νεκταρίου.

 

Στο απόμακρο για κείνο τον καιρό νοσοκομείο της Αθήνας, το Αρεταίειο, η γραμματεία έπαιρνε απ' έξω εντολή και έδινε μέσα εντολή να κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στον μικρό παθολογικό θάλαμο, για έναν γέροντα καλόγερο από την Αίγινα. Τον έφεραν κάποιο μεσημέρι δύο καλόγριες κι ένας μέτριος στο ανάστημα σαραντάρης, που από την πρώτη στιγμή που μπήκαν ανησυχούσε και κρυφόκλαιγε. Έκαναν τις διατυπώσεις της εισόδου και παραμονής του στο θεραπευτήριο και η μία από τις δύο καλόγριες έφυγε. Στον θάλαμο που τον τοποθέτησαν ήταν άλλα τέσσερα κρεββάτια ωστόσο μόνο τα δύο ήταν πιασμένα. Στο διπλανό του γέροντα της Αίγινας αναπαυόταν ένας άντρας περίπου σαραντάρης που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων.

Ήταν επαρχιώτης οικογενειάρχης, είχε πέσει σ' ένα γκρεμό από το ζώο του, χτύπησε κι από τότε τον έσερναν με τα φορεία. Στο παρακάτω, έμενε κάποιος γέροντας συνταξιούχος δάσκαλος, με ουρολογική κι αυτός πάθηση.

"Τι νομίζεις γερόντισσα Ευφημία, έκανε κάπου στον προθάλαμο σιγανασαίνοντας και σκουπίζοντας τα δάκρυά του ο άντρας, θα κάνει την εγχείρηση, θ' αντέξει στο μαχαίρι;"

Εκείνη απόμεινε συλλογισμένη.

"Τι θ' απογίνουμε δίχως την ευλογημένη του καθοδήγηση, πώς θα ζήσουμε χωρίς την προσευχή του;" συνέχισε ο άντρας.

"Ελπίζω, κύριε Σακκόπουλε, αποκρίθηκε τέλος η καλόγρια μισοταραγμένη. Ο καλός Θεός θα λυπηθεί την αδελφότητα, δεν θα επιτρέψει ν' απομείνουμε είκοσι οκτώ ψυχές ορφανές."

"Ω αδελφή Ευφημία, σ' αυτόν οφείλω τα πάντα. Και κυρίως τον θησαυρό της ψυχής μου. Αυτός με εισήγαγε εις το εύρος, το ύψος και το κάλλος που έχει ο Κύριος. Από νωρίς έχασα την μητέρα μου και το ξεπέρασα, πρόπερσι αναπαύθηκε κι ο πατέρας μου, άνθρωπος όλο αυταπάρνηση κι ευγένεια και το κατάπια. Αν μας εγκαταλείψει κι ο άγιος γέροντας, ο πνευματικός πατέρας και οδηγός και μεσίτης εις τον Θεόν, θα καταντήσω δυστυχής, θα παραμείνω δεντρί στην έρημο..."

Η καλόγρια τον ανακοίταξε με κάποια στοργή και κούνησε το κεφάλι.

Πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε κι ο δεύτερος.

Δεν πρόλαβε να κάνει εγχείρηση, δεν πρόλαβε να περάσει από μαχαίρι.

Η Αθήνα συγκλονιζόταν από ιαχές και αλλαλαγμούς για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, για τις αλλαγές στην Κυβέρνηση, για την επαναφορά του εξόριστου Βασιλιά Κωνσταντίνου, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι συζητούσαν, σχολίαζαν την έκπτωση του Μελετίου και την επανανθρόνιση του Θεοκλήτου, όταν ο χλωμός ασκητικός εκείνος γέροντας, ο καλόγερος της Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά καταμπροστά του ανοιγμένους τους ουρανούς και τους Αγγέλους κατά χιλιάδες να τον υποδέχονται.

Στάθηκε λίγο προτού ξεψυχήσει κι αφουγκράστηκε. Από ψηλά κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ολόγλυκια φωνή σε ξένη χώρα τον καλούσε.

"Είσελθε τέκνον, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου. Σε αναμένει ο της δικαιοσύνης στέφανος."

"Εις εμέ, εις εμέ το λέγεις Κύριε;" πρόλαβαν να ψιθυρίσουν για στερνή φορά τα χείλη του.

Κι ανοίγοντας το στόμα να πάρει ανασεμιά, είδε πως μεταφέρεται. Παρέδωσε την άγια του υπομονετική ψυχή στον αγαπημένο του Αφέντη. Στον Αφέντη των ουρανίων, των επιγείων και καταχθονίων.

Η γερόντισσα Ευφημία αναστατώθηκε.

"Σεβασμιότατε, Σεβασμιότατε, ανάκραξε με λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, πού είναι ο κύριος Σακκόπουλος;... Το τηλέφωνο παρακαλώ, το τηλέφωνο...

Ήρθε μια σαβανώτρα από το προσωπικό του νοσοκομείου να βοηθήσει τη γερόντισσα. Το νεκρό σώμα, μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε!... Κάτι πήγε να πει η γερόντισσα δεν το μπόρεσε. Για μια στιγμή έβγαλαν τη μάλλινη φανέλλα και την πέταξαν πρόχειρα στο διπλανό κρεββάτι. Κι ώσπου να προχωρήσουν να τελειώσουν με τα σάβανα, ο διπλανός άρρωστος, ο άνθρωπος που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε όρθιος, αμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στα πόδια του κι έκανε το σταυρό του.

"Σηκώθηκα, περπατάω! ανάκραξε δυνατά, Θεέ μου, έγινα καλά! Τι έχει αυτή η φανέλλα;"

Για δες, ήταν στ' αλήθεια όρθιος, περπατούσε!

Δεν καλοκατάλαβαν, απόμειναν να χάσκουν. Το νεκρό σώμα μοσκομύριζε... Η γερόντισσα πήρε τη φανέλλα, την έβαλε ένα κουβάρι στο ράσο της. Τα χέρια της έτρεμαν.

Απόρησαν οι γιατροί, απόρησε και το προσωπικό του νοσοκομείου όταν έμαθαν πως ο φτωχός ρασοφόρος από την Aίγινα, ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στη Ριζάρειο και ήταν λέει... Δεσπότης!

Μια νύχτα θρήνου πέρασε η γερόντισσα Ευφημία.

Αργά το πρωί έφθασε ένας φίλος Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ο Παντελεήμων Φωστίνης και λίγο πιο έπειτα ο Πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στη Ριζάρειο και δημιουργός αργότερα κατηχητικών σχολείων. Έφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ο Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν το φέρετρο, παράγγειλαν τη νεκροφόρα και λίγo αργότερα ξεκίνησαν για τον Πειραιά.

Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή", θα σήκωνε άγκυρα για την Αίγινα ακριβώς στις δύο το μεσημέρι. Η νεκροφόρα με λογής - λογής διατυπώσεις που έπρεπε να γίνουν, έφθασε εμπρός στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, λίγo μετά τις δώδεκα. Ο Ναός βρέθηκε κλειστός, όλοι οι αρμόδιοι κι ο νεωκόρος, έλειπαν για μεσημεριάτικη διακοπή.

Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στο πεζοδρόμιο κόσμος. Από λαλιά σε λαλιά, ακούστηκε, μαθεύτηκε στην εργατική πόλη, η Κοίμηση του γέροντα της Ριζαρείου. Κι ένας λαός περικύκλωσε το φέρετρο.

Καθώς το έφεραν σιμά στα σκαλοπάτια του Ναού για να πάρουν τουλάχιστον μια φωτογραφία στην πόλη και στο χώρο που τόσο είχε κηρύξει κι αγαπήσει, κι άνοιξαν το καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν... Παρατήρησαν κάτι το ασυνήθιστο, το καταπληκτικό. Από την ήρεμη και γαλήνια μορφή έσταζε κάτι σαν ιδρώτας που μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε!

Ο Κώστας ο Σακκόπουλος σαστισμένος έτρεξε κι αγόρασε από το περίπτερο ένα πακέτο μπαμπάκι και σκούπισε σιγά - σιγά και απαλά από το πρόσωπο τον μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε έπεσαν επάνω του, του άρπαξαν τις τούφες το μπαμπάκι, το έφερναν ευλαβικά στο μέτωπό τους, άλλοι το έκρυβαν στις τσέπες τους, άλλοι το παράχωναν στο στήθος.

"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι ελαφρύς σαν πούπουλο", φώναξαν και oι άνδρες που σήκωναν το φέρετρο, έτοιμοι να το ξαναφέρουν στη νεκροφόρα.

Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή" έφθασε στις τέσσερις παρά κάτι, απόγευμα στην Αίγινα με τη σημαία "μετζάστρα" (μεσίστια) στο πλωριό κατάρτι.

Προτού αράξει στο μώλο, ο καπετάνιος σφύριξε τρεις φορές πένθιμα και συνθηματικά.

Στα γαλανά νερά του Σαρωνικού ταξίδευε το Ιερό Λείψανο ενός ανθρώπου του Θεού. Ενός Κληρικού που δεν καυχήθηκε ποτέ για κάτι δικό του. Ενός Ιερομόναχου που ευαρέστησε τον Άγιο Θρόνο με την υπακοή, το ταπεινό φρόνημα, την υπομονή, την πίστη, την αγάπη.

Αμέτρητος λαός πλημμύρισε κάτω την παραλία. Όλος σχεδόν ο Κλήρος, όλοι οι Ιερομόναχοι, όλες οι καλόγριες από τα ντόπια Μοναστήρια.

Οι γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν.

"Παππούλη μας, προστάτη της φτωχολογιάς, τι θ' απογίνουμε τώρα που μας άφησες ορφανές και μόνες;"

Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θα σηκώσει το φέρετρο. Ήταν οι φίλοι του, οι ψαράδες του γιαλού, οι σφουγγαράδες που ταξίδευαν και βουτούσαν πέρα στην Τζιμπεράλτα και στο Τούνεζι κι έφερναν σφουγγάρια της ευλογίας με χαραγμένο στη μέση τον Τίμιο Σταυρό, εργάτες που δούλεψαν στη Μονή κι έφαγαν ψωμί από τα χέρια του, οικοδόμοι, αγρότες, αμπελουργοί, επαγγελματίες και πλανόδιοι.

Ο δήμαρχος με τον αστυνόμο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, τους χώρισαν σε τετράδες και υπολόγισαν το δρόμο κάπου δυο ώρες και κάτι, ώσαμε το Μοναστήρι. Σε λίγο τα πάντα τακτοποιήθηκαν και η πομπή ξεκίνησε.

Ήταν κάτι το ριγηλό και συγκινητικό. Ποτέ η Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι. Αυθόρμητα η λαϊκή ψυχή αγκάλιασε το Λείψανο - Θησαυρό του διαλεκτού παιδιού της και το έφερνε με σφιχτή ανασεμιά στη θέση Ξάντος.

Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε την πόλη και την παραλία. Οι καμπάνες στους Ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τη Μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ' όλες τις πόρτες και δροσερά λουλούδια έπεφταν από γριές και νιες και δροσερές παρθένες.

Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρείτες ακολουθούσαν σιωπηλοί.

"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι ελαφρύς σαν πούπουλο", φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οι άνδρες από τα σταυροδρόμια και τις λαγκαδιές, καθώς σήκωναν το φέρετρο κι ετοιμάζονταν ν' αλλάξουν βάρδια.

Το Μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ατελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογής άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες του βουνού, του λόγγου, της ακρογιαλιάς. Όλοι τους είχαν διάθεση να παρασταθούν, να προσευχηθούν, να ξενυχτήσουν, να κλάψουν.

Σ' όλο τούτο το πλήθος και στις καλόγριες της αδελφότητας που έκλαιγαν σαν μικρές νεαρές κοπέλες, ξεχώριζε η φυσιογνωμία της Ηγουμένης, της Οσίας Ξένης, της τυφλής.

Στάθηκε κάποια στιγμή καταμπροστά στο φέρετρο, πάνω στη γαλήνια κι ευγενική μορφή, που θαρρούσες ότι λαφροκοιμόταν, τη μορφή του πνευματικού πατέρα και οδηγού, του ευεργέτη και προστάτη της και μη μπορώντας με τα τυφλά μάτια να δει, να προσέξει τον ιδρώτα - Μύρο που κυλούσε από το μέτωπο, το ένιωσε σαν όσφρηση, σαν ευωδιά και μένοντας ακίνητη και κάνοντας τρεις φορές το σημείο του σταυρού, είπε:

"Ο πατέρας μας δεν πέθανε. Ζει, μας βλέπει και προσεύχεται απόψε για μας. Το Μοναστήρι μας θα προκόψει, δεν θα το αφήσει ο Κύριος. Όταν ζούσε και τον απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο και οδηγό, αυτό πάντα μας έλεγε, αυτή την Προφητεία: Από εδώ, μας έλεγε, κόρες μου, απ' αυτές τις ερημιές, σε μερικά χρόνια θα διαβαίνουν άμαξες, θα περνά πλήθος ο κόσμος με αφιερώματα, χρυσάφια και λαμπάδες. Και εμείς οι άπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ο Σεβασμιότατος, αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Αδελφές μου, μη κλαίτε, αδέλφια μου μη θρηνείτε. Η Αίγινα και η Ελλάδα απόκτησε έναν Όσιο, ένα σημερινό ικέτη εμπρός εις τον Εσταυρωμένο".

Τα λόγια της σκέπαζαν τους κρυφούς λυγμούς της από μια Θεϊκή Δύναμη και Χάρη. Τα λόγια της έπεσαν στο πλήθος με τέτοια αρμονία που γλύκαναν ευθύς όλες τις καρδιές και για κάμποσο χρονικό διάστημα της νύχτας, απόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις του θανάτου.

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το λαϊκό τούτο προσκύνημα. Και το Λείψανο αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα - Μύρο και σκορπούσε ολοτρόγυρα Ευωδία!

Μια από τις τρόφιμες της αδελφότητας ανησύχησε.

"Θα πρέπει να επισπεύσουμε τον ενταφιασμό, πέταξε με σπουδή στην Οσία Ξένη. Δεν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θα βρωμίσει".

Το βράδυ που κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο σιμά της τον γέροντα ντυμένο στα αρχιερατικά του άμφια.

"Σεβασμιότατε", ανάκραξε. Και γονάτισε να του ασπασθεί το χέρι.

"Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;" τη ρώτησε επιτιμητικά.

"Μοσκομυρίζει Σεβασμιότατε", ψιθύρισε.

"Τι μυρίζει;"

"Λιβάνι και αλόη."

"Τότε μη φοβείσαι και διά το Λείψανον."

Ξύπνησε καταφοβισμένη. Έτρεξε στο φέρετρο, ασπάσθηκε τρεις φορές τα κρινοδάχτυλα των χεριών. Kαι ξαναπρόσεξε που έτρεχε συνέχεια στη μορφή ιδρώτας - Μύρο.

Φυσικά φρόντισαν και για τον ενταφιασμό. Θα τον τοποθετούσαν εκεί πλάγια στο Ναό, χαμηλά στο πεύκο. Στο καταπράσινο και φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί που τόσο αυτός καμάρωνε κι αγαπούσε. Εκεί, που κάποτε η πρώτη εκείνη γερόντισσα κάτοικος, σαν έσκαβε για να το φυτέψει, τοσοδούλι και μικράκι, άκουσε την παράδοξη φωνή : "Άφησε τόπο για ένα τάφο". Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ο καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο για το σκήνωμα του διαλεκτού παιδιού Του.

Προτού σκεπάσουν το φέρετρο για τον ενταφιασμό, όλες σχεδόν oι μαθήτριες και υποτακτικές έφεραν κι έριξαν λεμονανθούς από τις λεμονίτσες που είχε φυτέψει ο ίδιος ο γέροντας με το χέρι του, σε διάφορες πρασιές ολόγυρα από το Ναό και παράπλευρα έξω.

 

 Από το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου  Ο Άγος του αιώνα μας- ο Όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς.