«Και τις εστί μου πλησίον;»
Ποιος είναι ο πλησίον μου;
Αν θέλω ζωήν αιώνιον πρέπει να
αγαπήσω.
Τον Θεό, τον εαυτό και τον
πλησίον ως εαυτόν.
Και ο νομικός της σημερινής
παραβολής άρχισε από του να μάθει, ποιος είναι ο πλησίον. Είναι ίσως το
πιο εύκολο..
Να ρωτάμε για τον άλλο πρώτα.
Ενώ η σειρά που ο ίδιος έθεσε, έβαζε πρώτα τον Θεό. Σαν γνώριζε ο νομικός πολύ
καλά ποιος είναι ο Θεός.
Αλλά, αδελφοί μου δεν γνώριζε
τον πλησίον.
Μα σε αυτόν τον
διπλανό, στον συνάνθρωπο θα έπρεπε να αναγνωρίζουμε τον Θεό. Και τότε ο
δρόμος της σωτηρίας μας, ο δρόμος προς την όντως ζωή, που τόσο ειρωνικά αναφέρει ο νομικός και ο κάθε
νομικός θα περνούσε μέσα από τον συνάνθρωπο. Και θα μας γινόταν εύκολα γνωστός.
Όσο γνωστός είναι για τον καθ’ ένα μας ο «πλησίον» που δεν βλέπουμε. Που
παρα-βλέπουμε.
Σαν τον ιερέα της παραβολής.
Σαν τον λευίτη.
«Άνθρωπος τις κατέβαινεν από
Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ και λησταίς περιέπεσεν».
Ο δρόμος έξω από την
Ιερουσαλήμ, έχει ληστές, που κλέβουν και πληγώνουν. Μα σε αυτόν τον ίδιο δρόμο,
διαβαίνουμε και όλοι εμείς: Ιερείς, λευίτες, Σαμαρείτες. Άλλος «ιδών
αντιπαρήλθε» και άλλος «εσπλαγχνίσθη», «και κατέδησε τα τραύματα αυτού». Άλλος
αδιαφόρησε και άλλος «εκβαλών δύο δηνάρια έδωκε τω πανδοχεί». Ξόδεψε από τον
εαυτό του και υποσχέθηκε και στο ξενοδόχο ότι κι αν προσδαπανήσεις «εν τω
επανέρχεστε μοι, αποδώσω σοι».
Πόση αγάπη κρύβει αυτό το
κείμενο. Πόσο πλαταίνει την έννοια του πλησίον. Τόσο όσο πλαταίνει την έννοια
του εαυτού.
Γιατί ακούσαμε στην αρχή της παραβολής εκείνο το:
«Εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της ισχύος
και εξ όλης της διανοίας»
που λέγει ο Κύριος. Όλα αυτά είναι ο εαυτός. Και όλα αυτά είναι οι
δυνατότητες της αγάπης. Η ένταση της αγάπης σε ολόκληρη την
ύπαρξη. Αυτός ολόκληρος ο εαυτός πρέπει να αγαπήσει τον Θεό.
Αυτό είναι και το βασικό
πρόβλημα του νομικού της παραβολής. Ίσως και του ιερέα και του λευίτη. Είναι
αδύνατον να νιώσουν αυτήν την ενότητα. Κι έτσι στη θέα του
μισοπεθαμένου συνανθρώπου τους, αντιπαρέρχονται. Κατά βάθος και η έννοια της
Βασιλείας Των Ουρανών είναι για τον σημερινό νομικό, μωρία. Ούτε και σε αυτήν
πιστεύει. Το μόνο που επιθυμεί πραγματικά είναι να δικαιώσει τον εαυτό του. Και
μόνον τον εαυτό του.
Αδελφοί μου, μέτρο της αγάπης
είναι ο Θεός. Κι όταν αυτή η αγάπη ζει μέσα στην ύπαρξη μας, τότε δαπανάμε για
τον άλλο. Τότε έχουμε έλεος. Για τον πλησίον. Και για τον ίδιο μας τον εαυτό.
Και δίνουμε και δινόμαστε. Αυτό μας διδάσκει σήμερα ο Σαμαρείτης. Δώσε και όταν
θα επανέλθω θα σου ανταποδώσω ότι ξόδεψες.
Ας δώσουμε, αδελφοί μου, χωρίς
τσιγκουνιά, ας δώσουμε στο συνάνθρωπο, σε εκείνον που περιέπεσε σε ληστές και ο
Κύριος θα μας αποδώσει τον κόπο και το έξοδο. Δεν αναγνωρίζουμε τις διαστάσεις
της ύπαρξης μας. Δεν ξέρουμε την καρδιά, την ψυχή, την διάνοια και την ισχύ
μας, όσο δεν τα εξασκούμε όλα αυτά στην αγάπη. Γιατί μόνον τότε αφυπνίζονται
αυτές μας οι δυνάμεις.
Αλλιώς μένουμε στα στενά όρια
του νομικού της παραβολής. Δικαιώνουμε εαυτόν. Και έτσι ίσως ποτέ να μην
γνωρίσουμε Θεόν, ή τον πλησίον ή και τον ίδιο, τον ολόκληρο μας εαυτό.
Και το χειρότερο από όλα, ίσως
δεν ανακαλύψουμε αυτό το έλεος, το έλεος προς τον Άλλο.
Αυτός ο κόσμος έχει και
Ιεροσόλυμα και Ιεριχώ. Και ιερείς και λευίτες και νομικούς. Μέσα μας και
παντού.
Εκείνο που τα αλλάζει όλα αυτά
είναι το έλεος του Θεού. Η προσπάθεια και ο πόνος και παραπάνω πόνος εκείνου που δίδει τα δύο
δηνάρια και το περισσόν. Εκείνου που όταν θα επανέλθει θα μας δώσει και το
περισσόν.
Ας μην μείνουμε λοιπόν στο
λίγο. Ας ξοδέψουμε τα δύο δηνάρια, αυτά που λάβαμε και ότι περισσότερο
χρειασθεί.
Κάποιος τα μετρά.
Κάποιος μας προτρέπει: «Πορεύου
και συ ποίει ομοίως».