Θυμάμαι όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής: Ήμουν
στο χειρουργικό τμήμα και είχαμε ένα νεαρό παιδί που πέθαινε από ένα τεράστιο
απόστημα στο πόδι. Τον είχαν βάλει σε ξεχωριστό δωμάτιο λόγω της φριχτής
μυρωδιάς. Τον επισκέφτηκα μαζί με την προϊσταμένη. Ο νέος, ήταν κάπου 16-17
ετών, γύρισε προς την μεσόκοπη γυναίκα και της είπε:
– Προϊσταμένη, θα πεθάνω πριν
από το επισκεπτήριο. Δεν θα προλάβω να αποχαιρετήσω τη μητέρα μου και να με
φιλήσει πριν πεθάνω. Φίλησέ με εσύ αντί γι’ αυτήν.
Η προϊσταμένη έκανε βήματα πίσω
και είπε:
– Δεν μας επιτρέπεται να φιλάμε
τους ασθενείς» και βγήκε από το δωμάτιο…
Εγώ τον πλησίασα και του είπα:
–Δεν είμαι μητέρα, αλλά μπορώ να είμαι αδελφός
σου και τον φίλησα. Τον αποχαιρέτησα και βγήκα από
το δωμάτιο. Εκεί στεκόταν η προϊσταμένη και έκλαιγε.
– Ήταν λάθος μου είπε, λάθος
μου, αλλά η μυρωδιά ήταν τέτοια που μου ήρθε εμετός, δεν μπορούσα να τον
φιλήσω, όπως μου το ζήτησε για να πεθάνει εν ειρήνη.
Καταλαβαίνετε πού βρίσκεται
η αγάπη; Αν η γυναίκα αυτή είχε μπορέσει εκείνη τη
στιγμή να υπερβεί το συναίσθημα της αηδίας και να πει:
«Ό,τι και να μου συμβεί, αυτό
το παιδί χρειάζεται ένα φιλί από μια μητέρα και θα του το δώσω. Ό,τι και να
συμβεί σε μένα δεν έχει σημασία καμία, σημασία έχει αυτό το παιδί».
Κανείς δεν μπορεί ν’ αγαπά έναν αόρατο Θεό αν
πρώτα δε μάθει ν’ αγαπά το συγκεκριμένο, ζωντανό, πραγματικό πρόσωπο το οποίο
έχει απέναντί του. Πριν λοιπόν θέσουμε το ερώτημά του πως θα φτάσουμε στο Θεό,
ας ρωτήσουμε τους εαυτούς μας ποια είναι η στάση μας απέναντι στον πλησίον
μας αν η καρδιά μας είναι κρύα, επιφυλακτική και κλεισμένη, αν μας
τρομοκρατεί ακόμη και η ιδέα ότι ο πλησίον μας μπορεί να απαιτήσει την καρδιά
και τη ζωή μας δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιζητούμε συνάφεια με το Θεό. Θα πρέπει πρώτα να μάθουμε το πως ν’
αποκτήσουμε μια καρδιά ζεστή, μια καρδιά ζωντανή, μια καρδιά που να
ανταποκρίνεται στον πλησίον μας και η καρδιά εκείνη τότε, ανοιγμένη, με την
καθαρότητά της θα δει το Θεό.
Η αγάπη του Θεού είναι απέραντη
και βαθιά και αγκαλιάζει τους πάντες… Πρέπει να
πάρουμε φωτιά με ολόκληρο το είναι μας, με μυαλό και καρδιά και θέληση και σώμα
και να γίνουμε η καιόμενη βάτος την οποία είδε ο Μωυσής να καίγεται ολόκληρη
χωρίς να αναλίσκεται… Η θεϊκή αγάπη καίει, κάνει το κάθε τι μια ζωντανή φλόγα, δεν τρέφεται όμως με το υλικό της: καταστρέφει αυτό που δεν μπορεί να ζήσει στην
αιωνιότητα αυτό που μένει είναι μία καθαρή φλόγα η οποία μεταμορφώνει τον
άνθρωπο σε Θεό.
Το νόημα της αγάπης είναι το νόημα της ζωής, επειδή αγάπη, παρότι πολύ συχνά πιστεύουμε ή φανταζόμαστε,
δεν είναι ένα απλό συναίσθημα. Όταν μιλάμε για τον Θεό, και λέμε ότι ο Θεός
είναι αγάπη, δεν εννοούμε ότι Αυτός είναι ένα συναίσθημα δίχως τέλος. Εννοούμε
κάτι βαθύτερο απ’ αυτό: ότι ο Θεός είναι πλούτος ζωής και ύπαρξης. Και
αυτό βρίσκει εφαρμογή στην δική μας ανθρώπινη αγάπη. Κάποιος που κατέχεται από
την αγάπη είναι ένας άνθρωπος που έχει μέσα του πλούτο ζωής, στον οποίο η
αίσθηση της ζωής, η δύναμη της ζωής είναι τόσο πλήρης, τόσο σπουδαία, ώστε αυτή
η αγάπη είναι σίγουρη για τον εαυτό της. Και αυτό γεννάει χαρά, κουράγιο,
ενθουσιασμό, και πηγαίνει τόσο βαθιά ώστε φτάνει πέρα από τον ίδιο το θάνατο. Η
Αγία Γραφή λέει ότι η αγάπη είναι πιο δυνατή από τον θάνατο.
Και πρέπει να μάθουμε ν’ αγαπάμε ο ένας τον
άλλον σύμφωνα με το πνεύμα του Ευαγγελίου: όχι απλώς να κάνουμε το καλό σε
κάποιους ανθρώπους, αλλά να σκεφτόμαστε ποιο είναι αληθινά καλό για ένα
πρόσωπο. .
Προϋπόθεση για
μια ζωή προσευχής είναι μια ζωή σύμφωνη με το Ευαγγέλιο. Μια ζωή που καθιστά
τις εντολές και τις νουθεσίες του Ευαγγελίου δεύτερη φύση μας.
Δεν αρκεί να τις υπακούμε όπως ο δούλος υπακούει
τις επιθυμίες του κυρίου του. Πρέπει να θέλουμε να υπακούουμε μ’ όλη μας την
καρδιά, όπως ένα παιδί, σαν τέκνα της Βασιλείας τα οποία ζητούν ειλικρινά αυτό
για το οποίο προσεύχονται, όταν προφέρουν το «αγιασθήτω το όνομά σου,
ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου».
Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ « Ο Εαυτός μας
και ο Άλλος.»