Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Κυριακή πέμπτη εκ του κατά Λουκά


«Άνθρωπος τις ην πλούσιος, και ενεδεδύσκετο πορφύραν και βύσσον, ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς».
Δεν έχει όνομα αυτός ο «άνθρωπος», αγαπητοί μου αδελφοί. Είναι κάποιος άνθρωπος, που ντύνεται με πορφύρα και βύσσον.
Ο Ευαγγελιστής μας παρουσιάζει έτσι αυτόν τον κάποιο άνθρωπο.
Ενώ, «πτωχός δε τις ην, ονόματι Λάζαρος»…  
Ο πτωχός έχει όνομα και με αυτό παρουσιάζεται στην σημερινή περικοπή.
Στην επόμενη παράγραφο
«Απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη». Πόσο σύντομα περιγράφεται το τέλος εκείνου που «ενεδεδύσκετο πορφύραν και βύσσον». Και ετάφη.
Ο πτωχός όμως όταν απέθανε τον σήκωσαν άγγελοι και τον έφεραν στον κόλπο του Αβραάμ.
Στη σημερινή περικοπή προβάλλεται με έντονο και εντυπωσιακό τρόπο, αγαπητοί μου αδελφοί, η τεράστια διαφορά ανάμεσα σε έναν άνθρωπο που έζησε την ζωή του σαν πλούσιος υλικά, δηλαδή με πορφύραν και βύσσον και σε κάποιον άλλο, που προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου.
Ο πρώτος δεν είχε όνομα. Γιατί νομίζετε, αγαπητοί μου αδελφοί; Έχανε το όνομά του γιατί ταυτιζόταν με αυτό ακριβώς που περιγράφεται από τον Ευαγγελιστή. Την πορφύρα και τον βύσσον.
Το εξωτερικό περίβλημα, τον τίτλο.
Μην ξεχνάτε, πορφύρα και βύσσον φέρουν οι βασιλείς. Αγνοούσε την πείνα του συνανθρώπου του, του Λάζαρου. Και όταν απέθανεν, απλώς, ετάφη. Γιατί δεν υπήρχε τίποτα άλλο μέσα του, που να μπορούσε να επιβιώσει. Η αλλοτρίωση του προσώπου του, που σήμερα επισημαίνεται με την απουσία ονόματος από τον Ευαγγελιστή, θέλει να μας δείξει ότι εκείνο που μας ονομάζει και μας κατατάσσει στην εδώ, αλλά και στην μετέπειτα ζωή, δεν είναι ο υλικός πλούτος ή ο τίτλος που προκύπτει από την πορφύρα και τον βύσσον, αλλά ο πόνος και η συμπόνια.
Αυτό φαίνεται πως ένιωθε ο Λάζαρος. Και οι άγγελοι τον έφεραν στους κόλπους του Αβραάμ. Στην εδώ ζωή και οι δύο ζουν μαζί στα περιθώρια που ο ένας αφήνει στον άλλο. Ο αδικών και ο αδικούμενος.
Αλλά στην μετά θάνατο ζωή ο διαχωρισμός γίνεται με τέτοιο τρόπο, που πλέον οι δύο άνθρωποι της σημερινής μας παραβολής χωρίζονται.
«Μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται» και χωρίζεται και για πάντα η δυνατότητα ελέους. Δεν μπορεί ο Λάζαρος να δροσίσει τον πλούσιο. Η αναγνώριση του έτερου, του πλησίον, εκείνου που ζει τόσο κοντά πρέπει να γίνει εδώ. 
Ο εγωκεντρικός τρόπος ζωής τελειώνει με τάφο. Αυτός «ετάφη» όπως λέγει ο Ευαγγελιστής.
Ο ανώνυμος πλούσιος, στη κατάσταση που βρέθηκε, σκέφθηκε τους αδελφούς του. Όμως σκέφτηκε μία λύση για εκείνους, που κάνει ολοφάνερο ότι ίδιος έζησε χωρίς πίστη. Ζητά να πάει κάποιος από τους νεκρούς πίσω για να πληροφορήσει τους αδελφούς του και να μετανοήσουν.
Γιατί ο πλούσιος, αγαπητοί μου αδελφοί, ούτε μετά τον θάνατό του γνώρισε αυτά που έπρεπε όσο ζούσε να γνωρίζει. Για τούτο του απαντά ο Αβραάμ, ότι «έχουσιν Μωησέαν και του προφήτας». Ο Νόμος υπήρχε αλλά ο πλούσιος τον αγνοούσε.
Και κλείνει ο διάλογος με μια προφητεία: «ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή, πεισθήσοντε». Αυτοί που δεν άκουσαν τον Μωυσή και τους προφήτες, δεν θα ακούσουν ούτε και  τον Υιόν Του Θεού, που ανέστη εκ νεκρών.
Δύο διαφορετικοί κύκλοι ζωής περιγράφονται σήμερα. Ο ένας έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό τις απολαύσεις και την σκληροκαρδία. Ο άλλος τον πόνο και την φτώχεια. Η κατάληξη εντελώς διαφορετική όταν και δύο πεθάνουν. Ο ένας ετάφη, ο άλλος αρπάχτηκε από τους αγγέλους.
Ο Λάζαρος έχει όνομα, γιατί τον αναγνωρίζει ο Θεός. Ο πλούσιος δεν έχει όνομα, γιατί είναι εκείνος που δεν γνωρίζει τον Θεό.
Πώς να πορευτούμε; Έχουμε Μωυσή    και τους προφήτες. Έχουμε τον Νόμο του Θεού ο οποίος είναι γνωστός σε όλους μας. Έχουμε τον Νόμο της συνείδησης που δεν επιτρέπει σε όποιον τον αφήνει να ενεργεί, να αδιαφορεί για εκείνον που πεινά και να καταδικάζει σε τέτοιο εξευτελισμό τον ομοιούσιο συνάνθρωπο, ώστε οι σκύλοι να γλύφουν τις πληγές του.
Εάν αφήσουμε την ζωή μας ξερή από το Νόμο του Θεού, ούτε και τον Αναστάντα θα ακούσουμε. Γιατί η Ανάσταση, δηλαδή η πέρα του Τάφου ζωή δεν θα έχει νόημα.
Για να γνωρίσουμε και να αναγνωρίσουμε τον εκ νεκρών αναστάντα, θα πρέπει πρώτα να μπορούμε να Τον προ-γνωρίσουμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου.
Του πάντοτε πενομένου.
Εκείνου που ζει δίπλα μας.
Τόσο κοντά μας που να τρώγει τα ψίχουλα από το τραπέζι μας.