Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

Κυριακή ενάτη εκ του κατά Λουκά.


«Άνθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα..»
Ο άνθρωπος αυτός ήταν πλούσιος, μα δεν το γνώριζε. Για αυτό και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων «ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου» Αυτό που τον απασχολεί δεν είναι αυτό πού έχει, αλλά, αυτό που δεν έχει. Αλλά και αυτά που έχει, θέλει να τα γκρεμίσει «καθελώ-λέγει- τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω…» Θα γκρεμίσει αυτό που έχει και άλλο θα φτιάξει κι εκεί –νομίζει- ότι θα συνάξει πάντα τα γεννήματα…
Ένας κύκλος ατελείωτος, μια συνεχής επιθυμία να συνάξει πάντα, όχι όμως επάνω σε αυτό που του έχει δοθεί, αλλά σε κάτι νέο…
Όλα αυτά για τον άνθρωπο τον πλούσιο, δείχνουν μια τεράστια φτώχεια. Βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση και ο λογισμός του κάνει υπολογισμούς στο κενό. Τόση είναι η μοναξιά του, τόση η προσήλωση του, στο έξω από τον Νου του, που μιλά μόνος του, στην ψυχή του, την υποβιβάζει, αφού δεν την γνωρίζει και της υπόσχεται αυτά που αισθάνεται ότι του λείπουν: «Αναπαύου» λέει στην ψυχή του, διότι ξέρει ότι δεν έχει ανάπαυση, φάγε, πίε μιας και ξέρει ότι η ψυχή του πεινά και ευφραίνου διότι ξέρει ότι του λείπει η χαρά.
Κι ο καθένας από εμάς σε αυτό το διπλό παιχνίδι συχνά παγιδευόμαστε. Δεν αναγνωρίζουμε την ευφορία της χώρας μας. Δεν βλέπουμε πόσο πλούσιοι είμαστε, πόσα πολλά μας έχουν δοθεί κι αγωνιούμε για το τι θα κάνουμε για να χορτάσουμε, να αναπαυθούμε, να ευφρανθούμε.
Και όλα αυτά μέσα σε μια χώρα που ευφορεί! Όχι μέσα σε μια φτώχεια, αλλά όταν ευφόρησε η χώρα της ύπαρξής μας, όντας πλούσιοι, αγνοούμε και ψάχνουμε να γκρεμίσουμε τις αποθήκες κι άλλες να χτίσουμε και να περιορίσουμε εκεί το απεριόριστο.
Αυτή η πτώχευση μας γίνεται γιατί δεν βλέπουμε: Την αιτία του πλούτου μας. Δεν αναπαυόμαστε μέσα στην ευφορία του κόσμου του Θεού και ονομάζουμε τα αγαθά, αγαθά μου και τα γεννήματα, γεννήματά μου. Αυτή η απομόνωση μας φτωχαίνει. Τόσο που να αγνοήσουμε ακόμα και την ίδια μας την φύση, το μέρος της ψυχής. Και μέσα σε αυτή τη πτώχευση προκαλούμε τον θάνατό μας. Γιατί η ζωή είναι συνυφασμένη με την κίνηση.
Δεν πρέπει να φυλακίσουμε τα αγαθά, πρέπει να τα μοιρασθούμε, δεν πρέπει να σκεφθούμε καν να μπούμε σε αποθήκες, αλλά ότι έχουμε να υπάρχει, να κυκλοφορεί.
Δεν υπάρχει η έννοια της μεγάλης κι ακόμα μεγαλύτερης αποθήκης. Αυτό δεν σταματάει πουθενά. Μάλλον, οδηγεί στο θάνατο, δηλαδή στην αποξένωσή μας από τη ψυχή. Αφού δεν την αγαπήσαμε για αυτό και τη χάνουμε.
Κάποιος μέσα στη νύχτα της μοναξιάς μας, θα την απαιτήσει. Δεν θα τη ζητήσει, θα την απαιτήσει, επειδή εμείς δεν την κερδίσαμε.
Έτσι όπως χάσαμε την ευφορία της χώρας μας, θα χάσουμε και την ψυχή μας, εάν νομίσαμε ότι η ψυχή μας θέλει πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά, για να αναπαυθεί, για να ευφρανθεί.
Πρέπει να το καταλάβουμε, αδελφοί μου, ευφορεί η χώρα μας. Ο τόπος και ο χρόνος της ύπαρξής μας είναι μέσα στο πλούτο. Είμαστε πλούσιοι μέσα στα δώρα της αγάπης του Θεού. Τα πάντα μας έχουν δοθεί σε αφθονία. Γιατί έτσι είναι η φύση της δοτικότητας του Θεού. Εάν εμείς σε αυτό αντιπαρατάξουμε το «θησαυρίζων εαυτώ» τίποτα δεν θα μας μείνει, αδελφοί μου. Και τις αποθήκες που έχουμε θα γκρεμίσουμε και μέσα στην νύκτα της αγνωσίας μας θα μας απαιτηθεί η ψυχή μας. Και χωρίς την ψυχή μας, « ά ητοιμάσαμεν τίνι έσται»;
Τι σημαίνει όμως το «εις Θεόν πλουτών;»
Είναι πρώτα πρώτα το να καταλάβουμε σε τίνος τον κόσμο ζούμε. Τίνος είναι όλα αυτά που μας περιβάλλουν. Ποιος μας τα χάρισε και γιατί. Σπουδαίο να δούμε την εύφορη χώρα μέσα στην οποία ζούμε και υπάρχουμε. Εκεί θα νοιώσουμε άνετα, φιλικά προς τον παρέχοντα και τότε θα θελήσουμε να του μοιάσουμε. Να μην πλουτίζουμε για τον εαυτό γιατί θα καταλάβουμε ότι είμαστε πλούσιοι.
Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα, αδελφοί μου. Ο καθένας από εμάς είναι πλούσιος, γιατί είναι έργο του πλούσιου Θεού. Όλοι είμαστε γεμάτοι χάριτες, οι αποθήκες υπάρχουν, δεν χρειάζεται να τις γκρεμίσουμε. Έχουμε την ψυχή μας, έχουμε αγάπη, έχουμε τα πάντα! Άνθρωποι πλούσιοι βαλμένοι από τον Θεό σε χώρα εύφορη.
Όταν το νοιώσουμε αυτό μέσα στον Θεό, τότε εις Θεόν πλουτούμε. Τότε έχουμε δει τι είμαστε και θα δει η ψυχή μας ανάπαυση. Και κανείς δεν θα την απαιτήσει από εμάς, γιατί θα αποτελεί ζωντανό, αναπόσπαστο, μέρος της ύπαρξής μας.
Ας θησαυρίσουμε εν Θεώ, ας πλουτίσουμε εν Θεώ, μέσα στον πλούτο των δωρεών του Θεού, με την ψυχή μας ζωντανή, ας καταλάβουμε πως η χώρα μας ευφορεί, και ας ευφρανθούμε τις δωρεές.

Αμήν.