Ο λαοφιλής Άγιος Γεώργιος ο μεγαλομάρτυρας και
Τροπαιοφόρος γεννήθηκε περίπου το 275 μ.Χ. στην Καππαδοκία, από γονείς
χριστιανούς. Ο πατέρας του, μάλιστα, πέθανε μαρτυρικά για τον Χριστό όταν ο
Γεώργιος ήταν δέκα χρονών. Η μητέρα του τότε τον πήρε μαζί της στην πατρίδα της
την Παλαιστίνη, όπου είχε και τα κτήματα της.
Όταν έγινε 18 χρονών, στρατεύθηκε στον ρωμαϊκό στρατό. Αν
και νέος στην ηλικία, διεκπεραίωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις τέλεια.
Όλοι τον θαύμαζαν για το παράστημά του. Γι’ αυτό, γρήγορα τον προήγαγαν σε
ανώτερα αξιώματα και του έδωσαν τον τίτλο του κόμη και ο Διοκλητιανός τον
εκτιμούσε πολύ.
Από την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου μέχρι την εποχή που
ανέβηκε στον θρόνο ο Διοκλητιανός, το 283 μ.χ., η χριστιανική Εκκλησία μεγάλωσε
πάρα πολύ, γιατί επικρατούσε ειρήνη. Οι Χριστιανοί πήραν πολλές δημόσιες
θέσεις, έκτισαν πολλούς και μεγάλους Ναούς, διάφορα σχολεία και οργάνωσαν τη
διοίκηση και τη διαχείριση των εκκλησιών και της φιλανθρωπίας.
Ο Διοκλητιανός αρχικά εργάστηκε για την οργάνωση του
κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς για βοηθούς του και αφού πέτυχε να υποτάξει
τους εχθρούς του κράτους και να σταθεροποιήσει τα σύνορά του, στράφηκε στα
εσωτερικά ζητήματα. Δυστυχώς, στράφηκε εναντίον της χριστιανικής θρησκείας για
να ανορθώσει την ειδωλολατρία. Γι’ αυτό τον λόγο, λοιπόν, κάλεσε το 303 μ.Χ.
τους στρατηγούς του. Ανάμεσά τους βρισκότανε και ο 28χρονος Γεώργιος, που
διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους.
Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, όλοι, για να πάρουν αποφάσεις για
την εξόντωση και τον αφανισμό της χριστιανικής πίστης. Πρώτος μίλησε ο
Διοκλητιανός και επέβαλε σε όλους να αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον
του χριστιανισμού. Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να
εξαλείψουν τη χριστιανική θρησκεία από το Ρωμαϊκό κράτος. Τότε ο γενναίος
Γεώργιος σηκώθηκε και είπε: «Γιατί, βασιλιά και άρχοντες, θέλετε να χυθεί αίμα
δίκαιο και άγιο και να εξαναγκάσετε τους Χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν
τα είδωλα;». Και διακήρυξε την αλήθεια της χριστιανικής θρησκείας και τη
θεότητα του Χριστού.
Μόλις τέλειωσε, όλοι συγχυστήκανε με αυτή την ομολογία
του και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήσει για όσα είπε, καταπραΰνοντας
έτσι και τον Διοκλητιανό. Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός και με θάρρος
διακήρυσσε τη χριστιανική του πίστη.
Οργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε να τον κλείσουν στη
φυλακή κα να του περισφίγξουν τα πόδια στο ξύλο και αφού τον ξαπλώσουν
ανάσκελα, να βάλουν πάνω στο στήθος του μεγάλη και βαριά πέτρα.
Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν
τον Γεώργιο για να τον ανακρίνει. Και πάλι αυτός έμεινε ακλόνητος στην ομολογία
του και παρ’ όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις του αυτοκράτορα διακήρυττε
την πίστη του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς. Ο Διοκλητιανός
οργίστηκε από τα λόγια του και διέταξε τους δήμιους να δέσουν τον Άγιο σε ένα
μεγάλο τροχό για να κομματιαστεί το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύτηκε την ανδρεία
του Αγίου και τον κάλεσε να προσκυνήσει τα είδωλα. Ο Γεώργιος ευχαρίστησε τον
Θεό που τον αξίωνε να δοκιμαστεί και δέχτηκε με ευχαρίστηση να υποστεί το
φοβερό αυτό μαρτύριο, που χώριζε σε μικρά λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του,
επειδή γύρω – γύρω από τον τροχό υπήρχαν μπηγμένα κοφτερά σίδερα, που μοιάζανε
με μαχαίρια. Πράγματι, μόλις ο τροχός κινήθηκε τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να
κόβουν το σώμα του. Τότε ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Μην
φοβάσαι, Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου». Αμέσως ένας άγγελος ελευθέρωσε τον
Άγιο, λύνοντάς τον από τον τροχό και θεραπεύτηκε όλο το καταπληγωμένο σώμα του.
Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημά του, με
όψη αγγελική, παρουσιάστηκε στον Διοκλητιανό που είχε πάει με άλλους να κάνει
θυσία. Μόλις τον είδαν έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι. Μερικοί δε
ισχυριζόντουσαν ότι είναι κάποιος που του μοιάζει και άλλοι ότι είναι φάντασμα.
Καθώς όμως σχολιάζανε το γεγονός, εμφανίστηκαν μπροστά στον βασιλιά δύο από
τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολέοντας και ο Ανατόλιος με χίλιους στρατιώτες και
ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο που έγινε
έξαλλος και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε αμέσως.
Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκο με ασβέστη
και νερό και αφού ρίξουν μέσα τον Γεώργιο, να τον αφήσουν μέσα τρεις μέρες και
τρεις νύχτες έτσι που να διαλυθούν και τα κόκκαλά του.
Οι δήμιοι ρίξανε τον Άγιο στον ζεματιστό ασβέστη και
κλείσανε το στόμα του λάκκου. Μετά από τρεις μέρες ο Διοκλητιανός έστειλε
στρατιώτες να ανοίξουν τον λάκκο. Με μεγάλη τους έκπληξη όμως βρήκαν τον
Γεώργιο όρθιο, μέσα στον ασβέστη και προσευχόταν. Το γεγονός εντυπωσίασε και
προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στον λαό, που φώναζε: «Ο Θεός του Γεωργίου
είναι μεγάλος». Ο Διοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις από τον Γεώργιο, που έμαθε τις
μαγικές τέχνες και πώς τις χρησιμοποιεί. Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι τα γεγονότα
ήταν αποτέλεσμα της θείας χάρης και δύναμης και όχι μαγείας και γοητείας.
Ο Διοκλητιανός οργισμένος διέταξε να του φορέσουν
πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά και να τον εξαναγκάσουν να περπατά. Ο
Άγιος προσευχόταν και περπατούσε χωρίς να πάθει τίποτα. Πάλι διέταξε να τον
φυλακίσουν και σκέφτηκε να φωνάξει του άρχοντες για να συσκεφτούν τι έπρεπε να
κάνουν στον Γεώργιο. Και αφού τον δείρανε τόσο πολύ με μαστίγια και
καταπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του Αγίου, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό, που
έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιο να λάμπει σαν άγγελος. Σκέφτηκε, λοιπόν,
ότι το φαινόμενο αυτό οφειλόταν στις μαγικές του ικανότητες. Γι’ αυτό κάλεσε
τον μάγο Αθανάσιο, για να λύσει τα μάγια του Γεωργίου.
Ήρθε, λοιπόν, ο μάγος Αθανάσιος, κρατώντας στα χέρια του
δύο πήλινα αγγεία, όπου υπήρχε δηλητήριο. Στο πρώτο αγγείο το δηλητήριο
προξενούσε τρέλα, ενώ στο δεύτερο τον θάνατο.
Αμέσως οδήγησαν τον Άγιο στον Διοκλητιανό και στον μάγο
Αθανάσιο. Ο βασιλιάς διέταξε να του δώσουν να πιει το πρώτο δηλητήριο. Ο Άγιος
χωρίς δισταγμό ήπιε το δηλητήριο του πρώτου δοχείου, αφού προηγουμένως
προσευχήθηκε και δεν έπαθε απολύτως τίποτα!
Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε απολύτως τίποτα, ο βασιλιάς
διέταξε να του δώσει ο μάγος και το δεύτερο αγγείο. Το ήπιε και αυτό χωρίς να
πάθει το παραμικρό. Τότε όλοι έμειναν έκπληκτοι από αυτό το θαύμα. Ο
Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επιμένει ότι για να μην πεθάνει ο Γεώργιος είχε
δικά του μάγια. Ο μάγος Αθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια,
αφού γονάτισε μπροστά στον μάρτυρα, ομολόγησε την πίστη του στον αληθινό Θεό.
Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και φόνευσαν τον Αθανάσιο αμέσως. Εκείνη την στιγμή
έφθασε και η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα, που ομολόγησε την πίστη της
στον αληθινό Θεό. Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να τη
φυλακίσουν και την επομένη να της κόψουν το κεφάλι. Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν
στη φυλακή, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.
Ο άγιος Γεώργιος κλείστηκε στη φυλακή και τη νύχτα είδε
στο όνειρό του τον Χριστό, που του ανάγγειλε ότι θα πάρει το στεφάνι του
μαρτυρίου και θα αξιωθεί της αιωνίου ζωής. Σαν ξημέρωσε διατάχτηκαν οι
στρατιώτες από τον ο Διοκλητιανό να παρουσιάσουν μπροστά του τον Άγιο. Ο Άγιος
βάδιζε γεμάτος χαρά προς τον βασιλέα, επειδή προγνώριζε ότι έφτασε το τέλος
του. Μόλις, λοιπόν, τον αντίκρισε ο Διοκλητιανός, του πρότεινε να πάνε στον ναό
του Απόλλωνα για να θυσιάσει στο είδωλό του. Όταν μπήκε ο Άγιος στον ναό, σήκωσε
το χέρι και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλο να πέσει. Αμέσως
τούτο έπεσε και έγινε κομμάτια.
Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός τόσο πολύ θύμωσαν, που
φώναζαν στον βασιλέα να θανατώσει τον Γεώργιο. Ο Διοκλητιανός έβγαλε διαταγή
και του έκοψε το κεφάλι.
Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την
επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το άγιο Λείψανο του Μάρτυρα μαζί με αυτό της
μητέρας του Αγίας Πολυχρονίας και το μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης. Από
εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας
Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση.
Κατά την Εκκλησία μας, ο ένδοξος αυτός μεγαλομάρτυρας
είναι ο μαργαρίτης ο πολύτιμος, ο αριστεύς ο θείος, ο λέων ο ένδοξος, ο αστήρ ο
πολύφωτος, του Χριστού οπλίτης, της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος τιμάται στις 23
Απριλίου. Εάν όμως το Πάσχα πέφτει μετά τις 23 Απρίλη, τότε εορτάζεται την
επόμενη μέρα του Πάσχα (Δευτέρα της Δικαινησίμου).