«και των θυρών κεκλεισμένων, όπου ήσαν οι μαθητές συνηγμένοι δια τον φόβων των Ιουδαίων...».
Ο φόβος αγαπητοί μου αδελφοί, έκανε τους
μαθητές να ζουν των «θυρών κεκλεισμένων»,
μέσα στα περιορισμένα τους όρια. Είχαν ακούσει το χαρμόσυνο μήνυμα της
Αναστάσεως έτσι όπως το ακούσαμε κι εμείς κι όμως ακόμα εφοβούντο «τους Ιουδαίους». Αλλά ο Χριστός, ήλθε
«και έστη εις το μέσον», στην θέα όλων, ανάμεσα στους φίλους και λέγει: «ειρήνη υμίν». Στη θέση του φόβου
η ειρήνη. Τους φυσά Πνεύμα Άγιο, τους δίνει τη δύναμη να κρατούν ή να
συγχωρούν αμαρτίες. Τους ονομάζει Αποστόλους. Δηλαδή, τους μεγαλώνει. Από τις
κλεισμένες πόρτες και τον φόβο των Ιουδαίων τους οδηγεί στην προσφορά, στην ελευθερία
, στον σκοπό τους. Στην ομοίωση με τον Εαυτό Του.
«καθώς απέσταλκε με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς».
Μόνο
ο Θωμάς απουσίαζε.
Ο
Θωμάς ξεχώρισε τον εαυτό του.
Δεν
θα πιστέψω, είπε, εάν δεν δω τα σημάδια Του, εάν δεν βάλω το χέρι μου στα
σημάδια των πληγών Του.
Ο
Θωμάς είναι νέος στην ηλικία. Είναι ο άνθρωπος που θέλει αποδείξεις. Θέλει να δει τα έργα. Αγαπά
το παράδειγμα, την θυσία. Θεωρεί την πορεία του Ιησού προς τον Σταυρό,
και το μαρτύριο Του, πεμπτουσία για την πίστη του. Και αυτά θέλει να δει. Τις
αποδείξεις. Εάν είναι αυτός που μαρτύρησε για μένα, θα έχει και τους τύπους
των ήλων και την νύξη στην πλευρά αυτού. Εάν είναι αυτός που γνώρισε και αγάπησε
ο Θωμάς, ακόμα και τώρα θα έχει αυτά τα σημάδια. Και θα δεχθεί να βάλει το χέρι
του επί των τύπων των ήλων. Να διαπιστώσει
με τις αισθήσεις του αυτό που έπρεπε να νιώσει με την καρδιά
του.
Ο
Θωμάς, ζητά να αναγνωρίσει τον Θεό Του μέσα από τις αισθήσεις. Θέλει να
επιβεβαιώσει αυτό που οι άλλοι είδαν και επίστευσαν, με τα χέρια
του. Αλλά, «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
Αυτοί που χωρίς να δουν και χωρίς να ακουμπήσουν τα δάκτυλα τους πάνω σε πληγές,
θα πιστέψουν.
Κάθε
φορά , αγαπητοί μου αδελφοί, που ο Χριστός ξεπερνά τις κλειστές πόρτες, κάθε φορά
που θέλει να μας χαρίσει την ειρήνη Του, θέλει να μας κάνει και αποστόλους Του.
Απόστολους αυτής της ειρήνης. Θέλει να δώσει την δυνατότητα της πίστης και της ελευθερίας. Της άφεσης ή του κρατήματος των αμαρτιών. Αλλά ζητά την πίστη. Ζητά να πιστέψουμε σε Εκείνον μ όλη την δύναμη της ψυχής μας. Χωρίς να ιδούμε. Αλλιώς θα μας οδηγήσει
μέσα
από τον δρόμο των αισθήσεων. Θα αφήσει τον καθένα από εμάς να ακουμπήσει τις πληγές
και τα σημάδια των πληγών. Είναι η ζωή χωρίς την «άλλη» πίστη.
Εκείνη που ψάχνουμε. Που αναζητάμε αποδείξεις. Που μαθαίνουμε. Τότε όλη μας η
ζωή γίνεται αναζήτηση αποδείξεων. Και οι αποδείξεις είναι πληγές.
Ψάχνουμε μέσα από τις εμπειρίες μας μερικές φορές μέσα από τα παθήματα μας. Και
προχωράμε, με πόνο. Ή με την ψηλάφηση του πόνου του Άλλου. Σε κάθε στιγμή απιστίας ή ολιγοπιστίας μας, ψηλαφούμε στην άκρη των
δακτύλων μας τα ίχνη της αγάπης του Θεού. Ζούμε κεκλεισμένων των θυρών, και έρχεται Εκείνος και στέκει «εις το μέσον», πάντα, και ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά Του και προσφέρεται
ολόκληρος, με τα σημάδια της θυσίας Του.
Μπορούμε
να πιστέψουμε χωρίς
να δούμε;
Αν
όχι , τότε θα ζήσουμε
εκείνη την απόσταση από την άκρη των δακτύλων μέχρι τον τύπο των ήλων.
Και από άπιστοι ας γίνουμε πιστοί.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
Εκ του Κατά Ιωάννην
«Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλον μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείραν μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω».
Διότι αδελφοί μου, ο Θωμάς, «ουκ ην μετ’ αυτών, ότε ήλθεν ο Ιησούς».
Είναι ο εαυτός μας που απουσιάζει. Που
περιπλανάται και όταν επιστρέφει, θέλει να βάλει το χέρι «εις τον τύπον των ήλων». Για να πιστεύσει. Αυτονομημένος ο
άνθρωπος, κτίζοντας σχεδόν πάντα εγωκεντρικά την ύπαρξη του, βιώνει την απουσία
από την παρουσία του Κυρίου, και απαιτεί χειροπιαστές αποδείξεις.
Από παντού. Συχνά, αυτός ο εαυτός μας,
αυθαίρετα και με αυθάδεια επιχειρεί να βάλει το χέρι του εις τον τύπον των
ήλων, και άλλων τραυμάτων. Των συνανθρώπων του. Αντί να δει και να πιστεύσει,
χειρονομεί. Ενώ γύρω μας τα πάντα γέμουν χαράς μεγάλης, εμείς συχνά περιμένουμε
απαιτητικά, το τόσο λίγο, το τόσο μικρό, όπως ο Τύπος των ήλων. Γιατί δεν βλέπουμε το όλον. Ενώ είμαστε πρόσωπο
προς πρόσωπο με τον άλλο, αναζητούμε με το δάκτυλο τύπους, «εν ταις χερσίν» ή «εις την πλευράν» του άλλου. Και χάνουμε την ευκαιρία. Με τους
τύπους.
Ενώ παντού απλώνεται και προσφέρεται ο Εσταυρωμένος, εις την θέαν όλων, ενώ
θαυμαστά γεγονότα λαμβάνουν χώραν εις την περιορισμένη Ιερουσαλήμ της ζωής μας,
εμείς δεν πιστεύουμε. Ενώ άφθονος ο πόνος των άλλων συνανθρώπων μας ή ο φόβος
τους εκτίθεται μπροστά μας, εμείς δεν τον αναγνωρίζουμε, ψάχνοντας Τύπους.
Αλλά πάντοτε μετά οκτώ ημέρας μας δίδεται και
μια δεύτερη ευκαιρία. Μόνον που αυτό συμβαίνει συνηγμένων των δώδεκα, και
προπάντων «Των θυρών κεκλεισμένων».
Πρέπει κάποτε, αδελφοί μου να συγκεντρώσουμε ολόκληρον τον εαυτόν μας, και να
κλείσουμε τις πόρτες των αισθήσεων και ψευδαισθήσεων μας και μέσα σε αυτήν την
πληρότητα και την ησυχία «έρχεται ο
Ιησούς» έτσι όπως το ζητήσαμε, και στέκει εις το μέσον ημών και λέγει: «Ειρήνη ημίν».
Μόνον όμως εάν καταφέρουμε αυτό το «κεκλεισμένων των θυρών» χωρίς τους
κοσμικούς και μάταιους περισπασμούς, έστω
και για λίγο. Για να μπορέσει εκείνος ο Νους που δεν πίστευε, που
αντιδρούσε λογικά στο εμφανές, που ζητούσε από το όλον, τον Τύπον, να ακούσει
το «Ειρήνη ημίν». Σαν βασική
προϋπόθεση.
Να ειρηνεύσουμε. Ο Κύριος είναι παρών. Σταυρωθείς αλλά αναστάς. Ορατός. Είναι αυτός που μέσα στους αιώνες απλώνει τας χείρας και την
πλευράν αυτού εις διάθεσιν όλων μας. Για να
ζητήσουμε να ιδούμε αυτό που εμείς
δώσαμε: Τραύματα από ήλους. Σε Εκείνον αλλά και σε άλλους. Όταν προσπαθήσαμε να
τον καθηλώσουμε πάνω σε έναν Σταυρό. Όταν προσπαθήσαμε να τον περιορίσουμε στην
επιφάνεια ενός ξύλου. Γιατί αυτό κάνουμε και στον εαυτό μας και στους άλλους.
Περιορίζουμε και αυτοπεριοριζόμαστε. Σταυρώνουμε και αυτοσταυρωνόμαστε.
Και ύστερα χάνουμε εντελώς την πίστη μας,
έτσι πληγωμένοι. Και ψάχνουμε ο ένας στον άλλο, αλλά και στον ίδιο τον Θεό, τα
ίχνη των δικών μας πράξεων, τους τύπους των ήλων. Εάν δω, το γεγονός του πόνου
σου, θα πιστέψω. Θα σε πιστέψω. Κι έτσι πονάμε όλοι περισσότερο. Γιατί αυτή η
έκθεση, μας κάνει να νιώθουμε μόνοι. Όμως Εκείνος, Μόνος, ο Θεός, μπορεί να
εκτίθεται, ολόκληρος και ολοκληρωτικά δικός μας και να λέγει αυτό που εμείς δεν
αντέχουμε να πούμε:
«φέρε
τον δάκτυλο σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου και φέρε την χείραν σου και βάλε
εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος αλλά πιστός». Απέραντη δύναμη και
καλοσύνη. Εμείς συνήθως δεν μπορούμε, ούτε να αγγίξουμε στον άλλο τις πληγές
του, και να τον πιστέψουμε. Ή να μας πιστέψει. Όμως ο Θεός το κάνει, «ενώπιον των μαθητών αυτού».
Σε αυτήν την συνάντηση αδελφοί μου, του εσωτερικού μας Θωμά με τον Θεό, ας
μην μείνουμε σε ήλους και στους τύπους των ήλων, αλλά με όλη την δύναμη της καρδιάς μας ας αποκριθούμε:
«ο Κύριος μου και ο Θεός μου».