Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Η υπαρξιακή μοναξιά του Φαρισαίου.

 

Με το περιστατικό του Ζακχαίου γίνεται εμφανές ότι ό άνθρωπος πρέπει να κατεβεί απ’ το μυαλό στην καρδιά για να συναντήσει το Χριστό, ενώ το περιστατικό της Χαναναίας υποδηλώνει ότι για να επιτύχει ό άνθρωπος αυτή τη συνάντηση, πρέπει να ανακαλύψει και να χρησιμοποιήσει μια διάσταση της υπάρξεως του πού ονομάζουμε πίστη και που έχει τη δυνατότητα να τον φέρει σε επαφή με την υπερβατική πραγματικότητα πού είναι η κατεξοχήν πραγματικότητα.

Η πίστη δεν είναι ο διανοητικός καταναγκασμός που ξέρει ο δυτικός χριστιανισμός, σύμφωνα με τον όποιο ο άνθρωπος πρέπει να πιστέψει επειδή υπάρχει το Α ή το Β λογικό επιχείρημα. Η πίστη δεν είναι μια τυφλή αποδοχή πραγματικοτήτων τις οποίες δεν έχει προσωπικά διαπιστώσει ο άνθρωπος, αλλά είναι ο δρόμος και ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος κάνει αυτές τις διαπιστώσεις.

Η ορθόδοξη πνευματική παράδοση δεν ζητάει από τον άνθρωπο να δεχθεί κάτι πού δεν έχει διαπιστώσει. Δεν τον αναγκάζει να δεχθεί ότι ο Ιησούς είναι «ον έγραψε Μωυσής εν τω νόμ και οι προφήται», δηλαδή ο Σωτήρας, αλλά του ζητάει να έλθει και να δει με τα ίδια του τα μάτια, «έρχου και ίδε».

Η δεύτερη λοιπόν προϋπόθεση για τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό είναι η αναζήτησή Του από τον άνθρωπο με αυτή τη διάσταση της υπάρξεώς του που μόνη έχει αυτή τη δυνατότητα.

Η τρίτη προϋπόθεση γι’ αυτή τη συνάντηση είναι η εγκατάλειψη της απατηλής και ανυπόστατης πίστεως του ανθρώπου στη δική του θεότητα. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να συναντήσει τον πραγματικό Θεό όσο συνεχίζει να λατρεύει ως Θεό τον εαυτό του και όσο συνεχίζει να περιμένει τη σωτηρία από τον εαυτό του, όπως έκανε ο Φαρισαίος της παραβολής, ο όποιος προσευχήθηκε «σταθες προς αυτόν». Ο Φαρισαίος δεν μπορούσε να συναντήσει το Θεό και να νιώσει την παρουσία Του γιατί δεν στρεφόταν προς το Θεό αλλά προς τον εαυτό του.

Ο Φαρισαίος στην πραγματικότητα δεν πίστευε στο Θεό, γιατί δεν είχε ποτέ του γεύση του Θεού και δεν γεύθηκε το Θεό γιατί δεν τον αναζήτησε.

Ο Φαρισαίος δεν πάει στο Ναό για να συναντήσει το Θεό, αλλά γιατί χρειάζεται έναν επίσημο χώρο για να αυτοαποθεωθεί.

Όλοι, αν ψάξουμε, θα βρούμε ένα τέτοιο στοιχείο αυτοαποθεώσεως στη συμμετοχή μας στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Το στοιχείο αυτό μπορούμε να το βρούμε και σε όλες εκείνες τις δραστηριότητες της καθημερινής μας ζωής, που μας αρέσει να αποκαλούμε αρετές και με τις οποίες επιδιώκουμε την αυτοδικαίωσή μας.

Η προσπάθεια του Φαρισαίου να αυτοαποθεωθεί είναι ένδειξη μιας βαθιάς εσωτερικής απελπισίας, πού προέρχεται από την αδυναμία του να βρει τον πραγματικό Θεό και τελικά δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο γιατί τον απομακρύνει όλο και περισσότερο από το Θεό· και όσο πιο πολύ απομακρύνεται από το Θεό τόσο περισσότερη απελπισία αισθάνεται και τόσο περισσότερο εντείνει την αυτοαποθέωσή του.

Ακόμη ο Φαρισαίος αισθάνεται την ανάγκη να αυτοεξυψωθεί, γιατί στην πραγματικότητα βαθιά μέσα του αυτοπεριφρονείται. Επειδή όμως δεν μπορεί πραγματικά να εξυψώσει τον εαυτό του, χαμηλώνει τους άλλους για να κερδίσει από τη σύγκριση. Ταπεινώνοντας όμως τους άλλους, τους απορρίπτει και απορρίπτοντας τους, τους αποκόπτει και αποκόπτεται απ’ αυτούς. Έτσι, δεν μπορεί να συναντήσει ούτε το Θεό ούτε το συνάνθρωπο και δοκιμάζει μια συγκλονιστική υπαρξιακή μοναξιά.

Γι’ αυτό η Εκκλησία προβάλλει σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο της λειτουργικής διαδικασίας που οδηγεί στη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό την κατάντια του Φαρισαίου, γιατί όσο ο άνθρωπος παραμένει σε μια ανάλογη κατάντια, αυτή η συνάντηση είναι εντελώς αδύνατη.

π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998