Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023

Κυριακή της Απόκρεω.

 

Περνάμε την ζωή μας, οι περισσότεροι από εμάς, προσπαθώντας να βρούμε τον εαυτό μας, έξω από τον εαυτό μας. Σε γεγονότα και πρόσωπα και πράγματα. Και βρισκόμαστε σχεδόν συνεχώς αναβαίνοντες εις τον Ναόν, για να προσευχηθούμε, προς τον εαυτό μας, Φαρισαίοι συχνότερα από οτιδήποτε άλλο, περιπλανώμεθα εις χώραν μακράν, σπαταλώντας την ουσίαν και την περιουσίαν μας, σαν να μην την είχαμε ποτέ. Σαν να μην καταλαβαίναμε καν, Ποιος μας τα έδωσε όλα και τι ήταν αυτά τα όλα, τα πλούσια, τα όμορφα….

Και κάποια στιγμή, πάντοτε έρχεται αυτή η στιγμή, που η υπερφίαλη φαρισαϊκή προσευχή μας, που από τον εαυτό μας, αυτάρεσκα και φαρισαϊκά επιστρέφει στον εαυτό μας, φυσικά μη δικαιωμένη. Η στιγμή που ο θόρυβος του κόσμου των επιθυμιών μας που ως άσωτοι υιοί περιπλανηθήκαμε ασκόπως, σιγά…σταματά να υπάρχει….

Τα πάθη μας αδυνατούν να μας θρέψουν και τα ξυλοκέρατα των σαρκικών μας επιθυμιών, αρκούν για τα ζωώδη μας ένστικτα, όμοια των χοίρων, αλλά όχι για εμάς, τους υιούς της Βασιλείας.

Και η Εκκλησία μας, σήμερα, κυριολεκτικά μας αρπάζει και μας φέρνει εμπρός σε κάτι συγκλονιστικό!

Αφού την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και την Κυριακή του Ασώτου μας περιέγραψε τις δυνατότητες μας, τον σκοπό της ύπαρξης μας, που είναι η προσευχή και η Μετάνοια, η στροφή του προσώπου μας προς το Σωστό Πρόσωπο που είναι αυτό του Πατέρα, σήμερα μας οδηγεί σχεδόν  «βίαια» απέναντι από το πρόσωπο εκείνων που δίπλα μας, πλησίον μας επείνασαν και δεν τους δώσαμε να φαν, εδίψασαν και δεν τους δώσαμε να πιουν, ξένοι και δεν τους βάλαμε στην καρδιά μας, γυμνοί, απροστάτευτοι, αδύνατοι και δεν τους στηρίξαμε, φυλακισμένοι μέσα σε προβλήματα, εθισμούς ή άλλες φυλακές και δεν μοιρασθήκαμε το χώρο τους.

Μας οδηγεί σήμερα «βίαια» απέναντι στο Πρόσωπό Του, αφού υπάρχει παντού Εκείνος. Και στην ουσία απέναντι και στο δικό μας αληθινό πρόσωπο. Γιατί ούτε τον εαυτό μας δεν καταλάβαμε, γιατί διψούσε και πεινούσε, πόσο ξένος και μόνος ήταν, πόσο φυλακισμένος….και δεν τον θρέψαμε, δεν τον στηρίξαμε, δεν τον συμπονέσαμε. Τον εαυτό μας, τον πλησίον, τον Θεάνθρωπο.

Ο πόνος του τελώνη και του άσωτου υιού όταν είδε τον εαυτό του, είναι ο πόνος μας.

Όμως η σκληροκαρδία μιας φαρισαϊκής παθολογίας, η σκληρότητα του πρεσβύτερου υιού στην παραβολή του Ασώτου, έκατσαν πολύ χρόνο στην καρδιά μας, επιτρέψαμε να μείνει πολύ χρόνο στην καρδιά μας και δεν αντιληφθήκαμε πόσο ξένοι ήμασταν όλοι. Και πόσο πονούσαμε και διψούσαμε και πόσο φυλακισμένοι είμαστε στα πάθη μας, εμείς και οι άλλοι, οι πλησίον.

Και σήμερα η Εκκλησία μας καλεί να δούμε αυτό το πρόσωπο, αυτά τα πρόσωπα, το Πρόσωπο του Υιού του Θεού.

Να αφαιρέσουμε την ψευδαίσθηση ενός κόσμου που τρέφει την ψευδαίσθηση και ενθυμούμενοι τους κεκοιμημένους ως ζώντες, να δούμε και του εαυτούς μας σαν μέλλοντες… κεκοιμημένους.

Όταν αυτή η ευκαιρία που έχουμε, εδώ, στον κόσμο αυτό που σχετιζόμαστε μεταξύ μας και με τον κόσμο και είθε και με τον Θεό, έτσι όπως ζούμε, να ιδούμε, σήμερα, όταν θα διαδεχθούμε και εμείς με την σειρά μας στο κόσμο αυτών που μνημονεύσαμε χθες, των κεκοιμημένων, που θα καταταχθούμε…

Σε αυτόν τον κόσμο που ετοιμάσθηκε για εμάς, από την αρχή, από καταβολής κόσμου, στο δικό μας δηλαδή κόσμο ή στον κόσμο του ξένου του αλλότριου;

Ας κάνουμε λοιπόν, από σήμερα το ελάχιστο, εις τους ελάχιστους…..

Καλή προσπάθεια.


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ

Εκ του κατά Ματθαίον 

Η ιστορία του κόσμου μας, έχει αρχή και τέλος, συγκεκριμένο.

Η ιστορία υπάρχει για να φθάσει στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, στην ημέρα που θα έλθει ο Υιός του Ανθρώπου εν τη δόξη Αυτού.

Είναι η ιστορία ενός κόσμου που θα τελειώσει και θα ολοκληρωθεί και θα κριθεί. Και θα αντικατασταθεί από «την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου».

Και η δική μας, προσωπική ιστορία επίσης. Εμείς που ζούμε μέσα από σχέσεις, αναζητώντας το πρόσωπό μας μέσα από τα πρόσωπα των άλλων και το πρόσωπο του Χριστού, εδώ κι εκεί, σαν άγνωστοι πολλές φορές, ανάμεσα σε αγνώστους.

Ζούμε χωρίς να μπορούμε να γνωρισθούμε, ούτε και να αναγνωρισθούμε.  Μεταξύ μας. Φίλοι, συγγενείς, γείτονες, συνάδελφοι, αλλότριοι και ξένοι, παράλληλοι κόσμοι, σκέψεις που συνεχώς μας χωρίζουν και δεν αναγνωρίζουμε το πρόσωπό μας ή το πρόσωπο του άλλου ή το Πρόσωπο Του Θεανθρώπου στο πρόσωπο του Συνανθρώπου, έτσι όπως μας έχει δοθεί εντολή. Και λέμε σ’ εκείνον που μας ρωτά: «πότε σε είδομεν;»

Ζούμε μέσα στον κόσμο σε μια συνεχή αναζήτηση. Ψάχνουμε συνέχεια κάτι, ή κάποιον ή τον Χριστό και κινδυνεύουμε μέχρι το τέλος, μέχρι την Κρίση να μην έχουμε απάντηση στο ερώτημα: «πότε σε είδομεν». Σε αυτό το ερώτημα θα ‘χουμε απάντηση νομίζετε έστω για εκείνους με τους οποίους μοιραζόμαστε την ζωή μας;

Πότε τα είδαμε τα παιδιά μας, τους συζύγους, τους γονείς, τους άλλους ανθρώπους γύρω μας;

Πότε τους είδαμε διψώντες, πεινώντες να νιώθουν ξένοι;

Πότε επισκεφθήκαμε την φυλακήν ο ένας του άλλου φέροντες πνοή ελευθερίας;

Πότε επισκεφθήκαμε τις ασθένειες ο ένας του άλλου με συμπόνια;

Αν κάτι ή όλα αυτά μας έχουν συμβεί, πραγματικά, αν πλησιάσαμε πραγματικά, έναν των αδελφών μας των ελαχίστων, εάν βγήκαμε από τον περιορισμένο, εγωκεντρικό μας εαυτό προς τον άλλον, εκεί συναντήσαμε Χριστό.

Εάν δεν βγήκαμε, εάν δεν υπήρξαμε έξω από τον εαυτό μας, τότε θα ΄ναι «δίκαια» η απορία μας: «πότε σε είδομεν»;

Γιατί στην πραγματικότητα κανέναν ποτέ δεν είδομεν.

Ούτε έναν των ελαχίστων αδελφών μας, ούτε τον Κύριο. 

Μένουμε την απορία μιας ζωής μέσα στην φτώχεια του εγώ, βγάζοντας έξω από εμάς την πείνα, την δίψα, την γυμνότητα του άλλου και την φυλακή του. Γιατί;

Μα γατί ούτε την δική μας προσωπική φτώχεια, γυμνότητα, πείνα, δίψα και φυλακή καταλάβαμε.

Δεν επιτρέψαμε στον εαυτό μας να επισκεφθεί τον εαυτό μας.

Και βέβαια, έτσι παραμείναμε έως τέλους πεινώντες, διψώντες και εν φυλακή.

Διότι, αδελφοί μου, η γνωριμία με τον Θεό, πριν περάσει από τον ένα, τον ελάχιστο αδελφό μας, περνά από εμάς τους ίδιους.

Αυτό διδαχθήκαμε στην Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και κατόπιν στην Κυριακή του Ασώτου: Την επιστροφή στον εαυτό μας και έτσι στον Θεό. Γιατί η εκτός Θεού έξοδος από τον εαυτό μας αποτελεί ξενιτία και από εμάς και από τον άλλο και από τον Θεό.

Για αυτό, όταν στο τέλος της διαδρομής θα ερωτηθούμε, θα αποκριθούμε: «Πότε σε είδομεν»;

Γιατί τίποτα δεν θα έχουμε δει. Και το κρίμα θα ‘ναι ότι ΟΛΑ ήταν δίπλα μας και οι πεινώντες και οι διψώντες και οι εν φυλακή και σε όλες αυτές τις υποστάσεις ο Δυσ-υπόστατος Χριστός ως Υιός του Ανθρώπου. Δηλαδή ως ο Θεάνθρωπος, ο Δικός μας, που ενοικούσε και ενοικεί σε όλους εμάς τους ελαχίστους. Αρκεί να πεινάμε, να διψάμε, να παραμένουμε γυμνοί και ασθενείς, ελάχιστοι απέναντι στους άλλους, ώστε έτσι σαν ελάχιστους να μας δουν οι άλλοι και να έλθουν προς ημάς.

Αν αφήσουμε αυτήν μας την ύπαρξη, με ταπείνωση να υπάρχει, θα μας αναγνωρίσουν κι εμείς θα αναγνωρίσουμε άλλους και μέσα από αυτήν την έξοδο, θα πλησιάζουμε Χριστό, σχεδόν πάντα εν αγνοία μας.

Αν κοιτάξουμε μέσα μας τον Τελώνη, αν αναβλέψουμε στο τέλος της πορείας ως ο άσωτος Υιός, τότε θα ακούσουμε εκείνο το, Αμήν λέγω υμίν, αυτό το τόσο τελικό:

Ότι κάνατε στον ελάχιστο εαυτό σας και στον ελάχιστο αδελφό σας

Εμοί εποιήσατε.

Αμήν.