Ο
Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος πολλοί πιστεύουν ότι ήταν γιος του Πατριάρχου των
Εβραίων Χιλλέλ και πατέρας του ”νομοδιδασκάλου” και ”τιμίου παντι τω λαω”
Γαμαλιήλ, ο οποίος αναφέρεται στις Πράξεις ε’ 34 του και διδασκάλου του απ. Παύλου
Πραξ.κβ΄3. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί ότι ήταν άνθρωπος «δίκαιος και
ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ και Πνεύμα ην Άγιον επ’ αυτόν
(Λουκ. β΄25)», κατοικούσε στα Ιεροσόλυμα σ’ ένα δασώδες προάστειο, Ν.Δ. της
Ιερουσαλήμ που αργότερα ονομάσθηκε Καταμόνας, επειδή σ’ αυτό αποσυρόταν συχνά ο
Χριστός (κατά-μόνας), για να προσευχηθεί. Στην τοποθεσία αυτή είναι κτισμένο
ένα Μοναστήρι αφιερωμένο στο όνομά του, όπου σώζεται μέχρι σήμερα ο τάφος του
Συμεών.
Ήταν
ένας από τους 70 Εβραίους ερμηνευτές, τους οποίους ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος
κάλεσε στην Αλεξάνδρεια με σκόπο να μεταφράσουν την Παλαιά Διαθήκη για πρώτη
φορά στην ελληνική γλώσσα της εποχής, την Κοινή Ελληνιστική.
Ο
Μέγας Φώτιος λέει ότι ο δίκαιος Συμεών, χρόνια πριν από την γέννηση τού
Χριστού, επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα με τους νομοδιδασκάλους σχολίαζε την
προφητεία του Ησαΐα: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και
καλέσουσιν το όνομα αυτού Εμμανουήλ»(Ησ. ζ’ 14).Και αναρωτήθηκε πώς είναι
δυνατόν να γίνει αυτό, και είπε ότι αυτός δεν πίστευε στην εκπλήρωση της
προφητείας. Τότε, ξαφνικά ο Άγιος Συμεών δέχτηκε αοράτως ένα ράπισμα και άκουσε
μία φωνή να του λέει ότι: «δεν θα πέθαινε, πριν ιδεί τον Σωτήρα του Κόσμου και
Παρθενικό Τόκο και τον πάρει στην αγκαλιά του», καθώς λέγει και ο Γεώργιος ο
Ζυγαδηνος.
Βαδίζοντας
δίπλα στο Νείλο ποταμό , βγάζει το δαχτυλίδι του, και το ρίχνει στο ποτάμι
λέγοντας ότι θα πιστέψει την προφητεία του Αγίου Προφήτου Ησαΐα αν ξαναβρεί
ποτέ το δαχτυλίδι αυτό. Το βράδυ, ο Άγιος Συμεών και οι διδάσκαλοι που ήταν
μαζί του, αγόρασαν ψάρια για το γεύμα τους από κάποιους ψαράδες της περιοχής.
Καθώς έπιασε ο Άγιος Συμεών το ψάρι στα χέρια του , βλέπει μέσα στα σπλάχνα του
ψαριού το δαχτυλίδι που είχε πετάξει στο ποτάμι εκείνο το πρωί. Μόλις το είδε
πίστεψε στην προφητεία.
Μετά
το θαυμαστό αυτό γεγονός περίμενε για το υπόλοιπο της ζωής του, στην
Ιερουσαλήμ, στο Ιερό του Ναού του Σολομώντος, να έρθει ο Χριστός ως βρέφος, για
να αφιερωθεί κατά τον Μωσαϊκό Νόμο, προσευχόμενος και μελετώντας τα προφητικά
βιβλία. Προετοίμαζε καθημερινά τον εαυτό του για την μεγάλη συνάντηση, για τη
μεγάλη αυτή στιγμή, ανέμενε με μεγάλη λαχτάρα να συναντήσει τον ποθούμενο
Μεσσία. «Συμεών» στα εβραϊκά σημαίνει “αυτός που ακούει” δηλ. υπακοή. Και όταν
έφθασε σε βαθιά γηρατειά, σαράντα ημέρες μετά την γέννηση του Θεού Λόγου,
πληροφορείται από το Άγιο Πνεύμα να πάει γρήγορα στο Ιερό. Χωρίς χρονοτριβή με
νεανική ζωηρότητα έφθασε μεταρσιωμένος στην είσοδο του Ιερού. Και εκεί
εκπληρώθηκε η ουράνια υπόσχεση, για την οποία και μόνο ζούσε την μακροχρόνια
ζωή του, προϋπάντησε τον Χριστό και Τον δέχθηκε στην αγκαλιά του. Διέκρινε σ’
Αυτό με τα μάτια της ψυχής του το κρυμμένο φως της Θεότητος και αναγνώρισε ότι
είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος και ο αληθινός Θεός. Για αυτό υμνώντας και
ευλογώντας τον Θεό ανεφώνησε με χαρά: 'Νυν απολύεις τον δούλον σου
Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη'. Παράλαβε Κύριε αυτήν την ώρα ειρηνικά την
ψυχή μου, αφού εκπληρώθηκε η μεγαλύτερη επιθυμία της ζωής μου. «Ότι είδον οι
οφθαλμοί μου το σωτήριον σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως
εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ», διότι αξιώθηκα να δω με τα
μάτια μου και να εγγίσω με τα χέρια μου, Αυτόν που λαχταρούσαν να δουν όλοι οι
προφήτες και περίμεναν όλες οι γενεές, το Φως όλων των λαών, τον Λυτρωτή του
κόσμου.
Και μετά στρεφόμενος προς την Θεοτόκο είπε τα εξής προφητικά λόγια: «Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ, και εις σημείον αντιλεγόμενον· και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί». (Λουκ. β’ 34-35). Τα οποία σήμαιναν την αντιμετώπιση του Κυρίου από τους Ιουδαίους, αλλά και τη Σταυρική Θυσία Του. Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι πτώση των μη πιστευόντων σε Αυτόν, και ανάσταση αυτών που πιστεύουν σε Αυτόν. Ο ένας ληστής στο Γολγοθά πιστεύει και σώζεται, ο άλλος αμφισβητεί και καταδικάζεται.Αλλά και την βαθειά θλίψη, που σαν δίκοπο μαχαίρι θα διαπερνούσε τα σωθικά της Παναγίας, όταν θα έβλεπε τον Υιό Της κρεμασμένο και ατιμασμένο επάνω στον Σταυρό.
Ευθύς
αμέσως πλήρης χαράς και ειρήνης ανεχώρησε από αυτήν την ζωή, σε ηλικία 270
ετών. Η ψυχή του πήγε στον Άδη, για να αναγγείλει στους εκεί ευρισκομένους το
χαρμόσυνο Ευαγγέλιο, ως ο πρώτος Απόστολος του Χριστού. Το δε σώμα του τάφηκε
στον ιδιόκτητο τάφο του, στο Καταμόνας, όπου ο τάφος του σώζεται μέχρι και
σήμερα. Το ιερό του λείψανο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί αυτοκράτορος
Ιουστίνου Β’ (565-578 μ.Χ.), στο ναό του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, τον
οποίο είχε οικοδομήσει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’(527-565 μ.Χ.).
Οσίου
Νικοδήμου Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, Τόμος 1ος έκδοσης «Ορθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη 1987, ερμηνεία εις τον κανόνα της Υπαπαντής.