Η Παραβολή αυτή έχει αναλυθεί στο έπακρο. Και κάθε χρόνο τη ζούμε πάντα
σαν κάτι καινούργιο.
Σήμερα θα την ονομάσουμε, «την παραβολή της αγάπης». Εδώ γίνεται
αναφορά στην αγαπητική, προσωπική και κοινωνική σχέση ανάμεσα στον Θεό και τον
Άνθρωπο και συνάμα για τα βαθιά συστατικά της ανθρώπινης φύσης που τείνει στην
τελείωσή της κατά την αναφορά της προς τον Θεό. Πρόκειται για τα συστατικά και
τη δομή του ίδιου μας του είναι.
Όμως ο άνθρωπος μέσα στην ελευθερία του αφήνεται να οδηγηθεί σε
αντίθετο δρόμο από αυτόν του κατ’ εικόνα, αντίθετο δηλαδή στην φύση του.
Αναζητά το περιεχόμενο της ουσίας του, εκτός εαυτού και βέβαια «έξω» από τον
Θεό και αποδημεί εις χώραν μακράν, μακράν δια τον ίδιο, όχι βέβαια για τον
Θεόν.
Όμως ο Θεός είναι ένας. Και είναι
Αυτός και μόνο που χορηγεί το ευ ζειν στον άνθρωπο, κάθε
άλλη αναζήτηση του ανθρώπου τον οδηγεί σε δρόμο πολύμοχθο, κατακερματίζει την
ουσία του και το κατά φύσιν, κατ’ εικόνα του προς το Θεόν, γίνεται συνεχής «μερισμός»
της κοινής του φύσεως, έτσι ώστε οι άνθρωποι γίνονται μεταξύ τους άφιλοι,
εχθροί και αλληλοσπαραζόμενα ζώα, δαπανούν ο ένας για τον άλλο ή εξαιτίας του
άλλου «πάντα», και ενώ όλα μοιάζουν πολλά στην αρχή, στο τέλος ο καθ’ ένας από
εμάς « άρχετε υστερείσθε».
Όλοι μοιάζει, να προσφέρουν και να προσφέρονται κι όμως λιμός
ισχυρός ταλανίζει τις καρδιές και συχνά και τα σώματα όλων.
Κάθε διάσπαση σημαίνει ότι ο άνθρωπος ούτε γνώση ούτε αγάπη έχει.
Όσο χάνει λοιπόν τη σωστή πορεία της τελειώσεως σε όλα τα στάδια, όπου
πραγματώνει την αγαθότητα και βρίσκει την αλήθεια δένεται με συγκεκριμένα
είδωλα, ο καθ’ ένας τα δικά του, με περιορισμένες περιοχές της αισθητής και της
νοητής πραγματικότητας, με απολαύσεις και εγωκεντρικές φαντασιώσεις, έτσι ώστε
στο τέλος να θεωρεί την αγάπη ανέφικτο αγαθό ή κάτι που δεν ταιριάζει με την
ανθρώπινη φύση. Και νιώθει μόνος.
Πορεύεται, προσκολλάται σε ανθρώπους, μιας άλλης πολιτείας,
αφήνεται στις μικρές απολαύσεις που του δίνουν, με τις οποίες όμως δεν
χορταίνει, δεν πληρώνεται, ποτέ, χάνεται μέσα σε ένα λιμό χάνει τον εαυτό του.
Και όλοι εμείς χάνουμε τον εαυτό μας.
Ενώ πόσοι μίσθιοι του Πατρός μας, περισσεύονται άρτων, εγώ δε λιμώ ώδε απόλλυμαι!
Ίσως, αυτό το «ώδε» είναι το κλειδί της μετάνοιας μας. Αυτή η
συναίσθηση όχι του τι είμαι, που είναι δύσκολο, αλλά, έστω του «που»
είμαι, που το αναγνωρίζω ίσως πιο εύκολα.
Και από αυτό το σημείο, με τα μάτια μου συνηθισμένα να κοιτάζουν
γύρω μου και όχι μέσα μου, θα αναγνωρίσω το «ώδε».
Και αναστάς, θα αρχίσω να πορεύομαι προς το φυσικό προορισμό μου,
όχι σε τόπο, αλλά προς Εκείνον που έπλασε το κατ’ εικόνα και με τις δικές μου δυνάμεις, επί
τέλους, προς το καθ΄ ομοίωσιν, προς την πηγή του ευ ζειν.
Το ευ ζειν, είναι η στολή η πρώτη, το δακτύλιον, τα υποδήματα
και ο μόσχος ο σιτευτός που προσφέρεται. Οι συμφωνίες και οι χοροί. Όχι «ώδε»
που τους αναζητήσαμε, αλλά εκεί, σε Εκείνον που τα κοινωνεί.
Η κίνησή μας ήταν από την αρχή προς τον Θεόν. Ήταν όμως συγχρόνως
και μια παλινδρόμηση, μια τάση για στάση, για τέρμα.
Κάθε μας καθήλωση έγινε μια υποδούλωση, σε πρόσωπα που τα μετέτρεψε
η φαντασία μας σε είδωλα, σε πράγματα που επίσης η φαντασία μας τα μετέτρεψε σε
είδωλα. Και εξαπατήσαμε συχνά ή και ακόμα εξαπατούμε ο ένας τον άλλο, ανταμείβοντας
με ξυλοκέρατα το μοίρασμα αυτών των επιθυμιών μας. Ο ένας τον άλλο……
Έως εδώ, αδελφοί μου, έως εδώ….. μέχρι το «ώδε» που φθάσαμε και
ζούμε. Μένοντας ακόμα κι έξω από τους ναούς μας, την επίγειο εικόνα του εκεί,
εκεί όπου συμφωνίες και χοροί, εκεί που θύεται ο μόσχος ο σιτευτός.
Εκεί που ανήκουμε από αγάπη.
Αναστάντες λοιπόν πορευόμεθα προς τον Πατέρα.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Εκ του κατά Λουκά
Ζούμε την κάθε μέρα με την επιθυμία της επιστροφής μας, στον
παράδεισο. Αυτόν τον παράδεισο ψάχνουμε, με κάθε μας πράξη. Αίφνης, βλέπουμε
ένα ωραίο πρόσωπο και χαιρόμαστε γιατί μας θυμίζει τον παράδεισο που αναζητούμε,
ένα ωραίο τοπίο, μας αρέσει ιδιαίτερα γιατί είναι ένα τοπίο όχι μόνο του κόσμου
ετούτου, αλλά και του δικού μας παραδείσου πού απωλέσαμε. Ακούμε μια ωραία
μουσική και ευφραίνεται η καρδιά μας γιατί αυτή η μουσική έχει κάτι από την αρμονία
του παραδείσου μας.
Το μάτι μας αναπαύεται στη θέα ενός μικρού παιδιού, και η πιο
σκληρή και κουρασμένη καρδιά γλυκαίνει στη θέα ενός μικρού παιδιού που γελά ή
που κοιμάται γιατί τα παιδιά είναι γεμάτα από την ευωδία του παραδείσου, από
τον όποιο μόλις ήλθαν, και τον όποιον ακόμα δεν απώλεσαν εντελώς.
Ονειρευόμαστε, έντονα και συνεχώς, ένα ταξίδι, γιατί δεν είμαστε από
εδώ, δεν είμαστε για εδώ και το ξέρουμε. Η καρδιά μας, μας το πληροφορεί και
θέλουμε να φύγουμε. Στην πραγματικότητα ο παράδεισος είναι ο σκοπός μας, αλλά σαν να μη το ξέρουμε... Θέλουμε για πολλοστή
φορά να επισκεφθούμε άγιους τόπους, να προσκυνήσουμε κάτι από τα σημεία του
Θεού στη Γη και εξερχόμαστε γι αυτό του εαυτού μας.
Και ερωτευόμαστε πρόσωπα που κάτι μας θυμίζουν, που μας θυμίζουν
κάτι από τον προσωπικό μας παράδεισο και δεν το ξέρουμε. Και επιθυμούμε τοπία,
και χαραυγές και ηλιοβασιλέματα του κόσμου τούτου, γιατί όλα αυτά είναι
γράμματα που σκόρπισε ο Θεός παντού για
να Τον βρούμε. Όμως όλα αυτά αν και είναι πολύ όμορφα. Είναι όμως κτιστά.
Για αυτό όσο και αν τα φτάσουμε, όσο και αν τα ιδούμε, τα
κρατήσουμε στην αγκαλιά μας, όσο κι αν νομίσουμε ότι τα κατέχουμε, θυμίζουν τον
παράδεισο, αλλά δεν είναι ο
παράδεισος. Κι αυτό μας γεμίζει θλίψη. Για αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω
μας, είναι θλιμμένοι. Είμαστε θλιμμένοι. Γιατί όλη αυτή η έξοδος από τον εαυτό
μας, όλη αυτή η διεκδίκηση του επιβάλλοντος μέρους της ουσίας είναι έξωση από τον παράδεισο.
Κι αυτό συμβαίνει όταν χάνουμε- εκούσια -την συνείδηση του « πάντα τα εμά σα εστίν» Όταν κατακερματίζουμε τον κτιστό κόσμο του Θεού σε οικόπεδα της δικής μας ματαιοδοξίας και όταν από την αγάπη του προσώπου ως εικόνα Θεού του κάθε συνανθρώπου μας, πέφτουμε στον έρωτα-αίρεση ενός μέρους αυτού: του εγωκεντρικού μας ειδώλου-
καθρέπτη. Στον άλλο αγαπάμε μια προέκταση του εγώ μας και έτσι
αποδημούμε εις χώραν μακράν της πραγματικής μας ύπαρξης.
Όσο ταυτιζόμαστε με όλους και όλα αυτά, τόσο κολλώμεθα επί των πολιτών
της χώρας εκείνης, τη μακράν του παραδείσου. Κι αυτή η διάζευξης μας με τον Θεό
θα μας κάνει να υποδουλωθούμε στα πάντα,
να βοσκήσουμε χοίρους των σαρκικών μας πια επιθυμιών και να τρεφόμαστε με αυτές
τις επιθυμίες, τα ξυλοκέρατα.
Όμως, όλες αυτές οι επιθυμίες μας, αδελφοί μου, αργά ή γρήγορα θα αποδειχθούν
ψευδαισθήσεις. Γι’ αυτό και πάντα θα
πεινάμε. Ποτέ δεν χορταίνουμε. Και θα προσπαθούμε να γνωρίσουμε κι άλλους
ανθρώπους, να αγαπήσουμε άλλους που ίσως μας φέρουν την ευτυχία, να αποκτήσουμε
καινούργιο σπίτι, να αυξήσουμε τις καταθέσεις μας στην Τράπεζα, να επεκτείνουμε
την επιρροή μας στους γύρω μας. Και με όλα αυτά θα επιθυμούμε να γεμίσουμε την
κοιλία μας, αλλά όλα αυτά τίποτα δεν θα μας δίδουν. Πάντα θα πεινάμε! πάντα ο
φόβος τού «εγώ δε λιμώ απόλλυμαι!» θα
μας τυραννά.
Αντί για αυτή τη συνεχή μας έξοδο από τον εαυτό μας, φθάνει η τόσο
απλή συνειδητοποίηση ότι αυτό που μας λείπει είναι αυτό πού έχουμε, το μόνο που πραγματικά έχουμε και αναστάντες θα
πορευθούμε προς τον Πατέρα, όχι έξω,
όχι κάπου, σίγουρα όχι σε κάποιους, αλλά
μέσα μας, τόσο κοντά, γιατί ο
παράδεισος που αναζητήσαμε είναι εντός
ημών, γι αυτό και πουθενά δεν τον βρήκαμε…
Τον χώρο του παραδείσου εντός
μας το έφτιαξε ο Θεός όταν από πάντα μας αγάπησε τόσο πολύ που με τίποτα
άλλο να μην μπορούμε να ευτυχήσουμε. Όλα θυμίζουν αυτήν την αγάπη, αλλά δεν
είναι αυτή η αγάπη.
Ο Θεός μας γνωρίζει προσωπικά
τον καθ ένα από εμάς.
Η πορεία μας είναι μια πορεία εντός,
προσωπική προς Αυτόν. Και γίνεται όχι με την δική μας ενέργεια αλλά με την
ενέργεια του Θεού.
Εμείς αναστάντες πορευόμεθα προς Αυτόν, αλλά πάντα Αυτός εξέρχεται,
δραμών και πέφτει εις τον τράχηλο μας και καταφιλεί ημάς. Για τέτοια αγάπη
μιλάμε, αδελφοί μου.
Για να ευφρανθούμε όμως και να χαρούμε, θα πρέπει να καταλάβουμε
ότι, πάντοτε είμαστε με τον Θεό, και πάντα τα τού Θεού, ημών εστί. Μακριά από
τον Θεό νεκροί είμαστε και απολωλότες.
Κοντά Του αναζούμε και για πρώτη φορά, υπάρχουμε, ευρισκόμεθα.
Αμήν.
1