«Και είπεν ο Ιησούς. Τις ο
αψάμενος μου;»
Ποιος με άγγιξε.
«Εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν
απ’ εμού…»
Γνώρισε ο
Χριστός ότι δύναμη βγήκε από μέσα Του. Αναγνώρισε ότι κάποιος Τον άγγιξε.
Για αυτό και ρώτησε: «τις ο αψάμενος μου;»
Ο όχλος Τον συνέχει και Τον αποθλίβει,
αλλά κανείς δεν Τον αγγίζει. Για αυτό και κανέναν δεν ανα-γνωρίζει. Λέγει, εγώ
ξέρω, ότι δύναμη εξήλθε απ εμού.
Αρνούνται όλοι, αγαπητοί μου
αδελφοί. Ενώ συνέχουν και συνθλίβουν, δεν αγγίζουν. Μόνο εκείνη η γυναίκα,
εκείνη που χρόνους δώδεκα αιμορροούσε και «εις ιατρούς προσαναλώσασα όλον τον
βίον, ουκ ίσχυσεν υπ ουδενός θεραπευθήναι», τρέμουσα, ήλθε και προσπεσούσα,
είπε για την αιτία που άγγιξε τον Κύριο.
Η γυναίκα αυτή, δώδεκα χρόνους
αιμορραγούσε και ξόδευε τον βίο της. Έψαχνε όμως την σωτηρία της. Για αυτό και
σήμερα ήλθε πίσω από τον Κύριο και άγγιξε την άκρη των ιματίων Αυτού.
Και ιάθη παραχρήμα.
Προσέξατε, αγαπητοί μου
αδελφοί, την μεγάλη αυτή διαφορά ανάμεσα στην πίστη του όχλου και στην πίστη
αυτής της γυναίκας. Εκείνοι αποθλίβουν και αυτή αγγίζει.
Εκείνοι αρνούνται και η γυναίκα τρεμούσα, εξομολογείται.
Στην ίδια συνάντηση, έρχεται
και ένα άλλο πρόσωπο, ο άρχων της συναγωγής, ο Ιάειρος. Η μοναχοκόρη του, δωδεκάχρονη,
πεθαίνει. Για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης, τα δωδέκατα γενέθλια είχαν
πολύ μεγάλη σημασία και οι γονείς των παιδιών εόρταζαν με μεγάλη συγκίνηση
αυτήν την ημέρα. Ήταν η ενηλικίωση κατά κάποιο τρόπο, το πέρασμα από την
παιδική ηλικία στην ενήλικο. Και ο Ιάειρος, αντί να εορτάσει και αυτός αυτήν
την μεγάλη εορτή, έχει το μόνο του παιδί, ετοιμοθάνατο. Και κατευθύνεται και
αυτός προς τον Χριστό.
«Εν δε τω υπάγει αυτόν, όχλοι συνέπνιγον
αυτόν». Πάλιν, η ίδια περιγραφή. Πάλιν. Όχλος που συνπνίγει. Και τα δύο πρόσωπα
της σημερινής παραβολής που διαφέρουν, ο αρχισυνάγωγος και η αιμορροούσα, που
έχουν κάτι κοινό: Είναι και οι δύο σε φοβερά δύσκολη θέση.
Δωδεκαετής η μοναχοκόρη, δώδεκα
έτη αιμορροούσα η γυναίκα. Και οι δύο διασώζουν μια πολύ σημαντική διαφορά.
Αναγνωρίζονται από τον Χριστό. Και
συναντώνται μαζί Του, εκεί που οι άλλοι χάνονται. Χάνονται, αγαπητοί μου
αδελφοί, ενώ είναι και εκείνοι δίπλα. Όμως κανείς δεν
απαντά στο «τις ο αψάμενος μου».
Έχουμε μια άρνηση και μια ομολογία. Έχουμε
μια ποσοτική και μια ποιοτική διαφορά, στην πίστη.
Οι όχλοι συνέχουν μα δεν αγγίζουν. Και
εκείνοι πιστεύουν αλλά ποσοτικά, δίχως την ποιοτική λεπτότητα εκείνης που
δώδεκα χρόνια, άδειαζε και ξόδιαζε όλον τον βίο της και το αίμα της.
Και δίπλα σ’ αυτήν την πίστη, ο Κύριος θα
δώσει, θα παραδώσει, μιαν μεγάλη απάντηση.
«Ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει».
Θάρσει θύγατερ, λοιπόν, εάν σε όλη σου
αυτήν την πορεία, διατήρησες την ευγένεια της ψυχής σου, αν μπόρεσες, ελθούσα «όπισθεν
αυτού» να αγγίξεις την άκρη των ιματίων Του, θα ιαθείς παραχρήμα. Και η κόρη,
εγείρου.
«Και
ανέστη παραχρήμα».
Και στις δύο γυναίκες η ανατροπή γίνεται
«παραχρήμα».
Αλλά χρειάζεται να προσέξουμε την τελευταία
φράση αυτών των γεγονότων, αγαπητοί μου αδελφοί.
«Μηδενί ειπείν το γεγονός».
Μέσα σ’ αυτήν την προτροπή του Κυρίου
κορυφώνεται σε ψυχική ένταση, η αντιδιαστολή με τον τρόπο που
πλησιάζουν οι όχλοι τον Χριστό. Με τον τρόπο δηλαδή που αποτυγχάνουμε να
γνωρίσουμε και να αναγνωριστούμε προσωπικά από Εκείνον. Εάν στο «τις
ο αψάμενος μου;» δεν έχουμε απάντηση, τότε ούτε και την ανάσταση μπορούμε να
μάθουμε.
«Μηδενί ειπείν το γεγονός»
Ζούμε αδελφοί μου εποχή που συνπνίγει,
συνέχει και αποθλίβει. Συνπνίγει εκείνη την πίστη που ανατρέπει «παραχρήμα».
Συνέχει τους ανθρώπους μετατρέποντας τους
σε όχλο, έτσι που κανείς να μην τολμά, προσωπικά να απαγγείλει ενώπιον παντός
του λαού, το πάθος του αλλά και την θεραπεία.
Είδατε ότι η γυναίκα μίλησε και
για την αιτία που την έκανε να Τον αγγίξει. Και αποθλίβει ο όχλος, με
την λαιμαργία εκείνη την ανυπόμονη που απαιτεί την σωτηρία χωρίς να την
πιστεύει πραγματικά. Για αυτό και ο Χριστός αποκαλύπτει ότι
«ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει»..
«κατεγέλων αυτού»…
Εκείνοι που λίγο πριν, όταν η κόρη ήταν
νεκρή, «έκλαιον δε πάντες και εκόπτοντο αυτήν», τώρα «κατεγέλων αυτού».