Αυτός, λοιπόν, είναι ο κυριότερος τρόπος με
τον οποίο ο μοναχός υπηρετεί τον κόσμο: όχι πρωταρχικά με εξωτερικά έργα
φιλανθρωπίας ή με την πολυμάθεια· όχι πρωταρχικά με τη φιλοξενία ή ακόμα με τις
πνευματικές συμβουλές, μα με την εσωτερική εργασία της προσευχής. Η αγάπη
του μοναχού εκφράζεται πάνω από όλα με την προσευχή του, η προσευχή του
είναι η αγάπη του. Υπηρετεί τον πλησίον του προσευχόμενος -όχι
απλώς με την προσευχή της μεσιτείας του, αλλά με την όλη προσευχή
του, είτε πρόκειται για προσευχή μετάνοιας, δοξολογίας, ή σιωπής.
Ακριβώς επειδή προσεύχεται, ο μοναχός δεν
είναι χωρισμένος από τον κόσμο, όσο μεγάλη και αν είναι η εξωτερική
απομόνωσή του. Διότι η προσευχή, αν και είναι κάτι το εσωτερικό και προσωπικό,
ουδέποτε είναι κάτι το απομονωμένο και μοναχικό: αυτός που προσφέρει αληθινή
και ζωντανή προσευχή πάντοτε προσεύχεται ως μέλος ενός σώματος, σε ενότητα
με όλους τους άλλους που προσεύχονται, και πραγματικά με ολόκληρη
την ανθρωπότητα, είτε προσεύχονται είτε όχι. Κάθε προσευχή έχει κοσμικές
διαστάσεις. Όταν ο μοναχός λέει την προσευχή του Ιησού –«Κύριε Ιησού Χριστέ,
Υιέ του Θεού, ελέησόν με»– ταυτόχρονα λέει «ελέησον ημάς» έστω κι αν
δεν είναι αυτή η εξωτερική μορφή λέξεων την οποία χρησιμοποιεί. Η επίκλησή του
δεν θα ήταν αληθινή προσευχή αν ήταν μόνο για τον εαυτό του. Δυνάμει της
προσευχής του, λοιπόν, ο μοναχός είναι -κατά τον Ευάγριο (346-99)- «ο
πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος»…
Η προσευχή είναι μια δυναμική, μεταμορφώνουσα
δύναμη, ακόμα και αν παραμένει εντελώς κρυμμένη. Πιθανόν οι ερημίτες να φέρνουν
πιο πολύ κόσμο στον Χριστό παρά ένας οιοσδήποτε συγγραφέας ή κήρυκας,
οσονδήποτε εύγλωττος κι αν είναι. «Απόκτησε εσωτερική ειρήνη»,
έλεγε ο Άγιος Σεραφείμ, «και χιλιάδες γύρω σου θα βρουν τη σωτηρία
τους». «Αν μερικοί άνθρωποι γίνουν προσευχή», γράφει ο Οlivier Clement
. «προσευχή που είναι «καθαρά» και κατά το φαινόμενο εντελώς άχρηστη,
μεταμορφώνουν την οικουμένη με μόνο το γεγονός της παρουσίας τους, με την ίδια
την ύπαρξή τους». Τέτοια, ακριβώς, είναι η κλήση του μοναχού: να είναι μια
παρουσία, η παρουσία της προσευχής· να βοηθά τον κόσμο όχι τόσο ενεργητικά όσο
υπαρξιακά, όχι τόσο με κάτι που κάνει όσο με ό,τι είναι, με το να
γίνεται ο ίδιος μια ζωντανή προσευχή. Μεταμορφώνει τον κόσμο με το να
μεταμορφώνεται ο ίδιος. Επανειλημμένα στην εκκλησιαστική ιστορία οι
μοναχοί εξηγούν με ζωντανό παράδειγμα αυτό το συνεχώς επανερχόμενο παράδοξο:
αυτός που απέχει από το να προγραμματίζει και να οργανώνει, που δεν υπολογίζει
πόσο πιο πολύ χρήσιμος μπορεί να είναι για τους άλλους αλλά απλώς στρέφεται
προς τον Θεό με μια πλήρως εκδαπανούσα αγάπη, είναι συχνά αυτός ο ίδιος που,
πιο πολύ από κάθε άλλο σύγχρονό του, φέρνει διαρκή ωφέλεια στο σύνολο της
κοινωνίας. Ίσως όσο λιγότερο ένας μοναχός σκέφτεται να μεταστρέψει τον κόσμο
και όσο πιο πολύ σκέφτεται τη δική του μεταστροφή, τόσο πιο πολύ πιθανό είναι
ότι ο κόσμος πραγματικά θα μεταστραφεί.
«Κοίταξε αυτό το παράθυρο», λέγει
ο Chuang Tzu: «δεν είναι παρά μια τρύπα στον τοίχο, μα εξαιτίας της όλο το
δωμάτιο είναι γεμάτο φως. Έτσι και όταν οι δυνάμεις και ικανότητες κενωθούν, η
καρδία είναι γεμάτη φως. Όντας γεμάτη φως καθίσταται μια επιρροή διά της οποίας
άλλοι κατά τρόπο μυστικό μεταμορφώνονται». Ο μοναχός είναι ακριβώς η τρύπα στον
τοίχο, διά μέσου της οποίας λάμπει το άκτιστο φως του Θεού. Κενώνοντας την
καρδία του από οτιδήποτε άλλο εκτός από την προσευχή, καθίσταται ένα
παράθυρο για την Εκκλησία και τον κόσμο.
Τέτοιος είναι ο μοναχός: μια παρουσία, ένας
μάρτυρας ή ένα σημείο. Ακριβέστερα, είναι ένας μάρτυρας του μέλλοντος αιώνος,
εκείνης της μελλοντικής βασιλείας η οποία ταυτόχρονα είναι ήδη παρούσα εντός
ημών.
***
Από τις πρώτες-πρώτες αρχές του ο
Χριστιανισμός ήταν μια ασκητική θρησκεία…. Σε μια εποχή που η Εκκλησία
διέτρεχε τον κίνδυνο να συγχέει τα του Καίσαρος με τα του Θεού, οι
μοναχοί έπαιζαν ένα προφητικό ή εσχατολογικό ρόλο, υπενθυμίζοντας στους
ανθρώπους ότι η Εκκλησία του Θεού δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Και
τέτοιο εξακολουθεί να είναι το λειτούργημά τους στην Εκκλησία σήμερα. Η
μοναστική στάση είναι ουσιαστικά μια στάση προσεκτικής αναμονής, προσδοκίας.
Μοναχός λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος (7ος αιώνας), «έστιν ο εν πείνη και δίψη
διάγων πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού, διά την ελπίδα των μελλόντων αγαθών».
Είναι ένας μάρτυρας της όγδοης ημέρας… Όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359) το διατύπωσε, οι μοναχοί είναι προφήτες και κήρυκες της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού: ακριβώς όπως οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης προέλεγαν την πρώτη έλευση του Χριστού κατά την ενσάρκωση, έτσι μέσα στην Εκκλησία οι μοναχοί είναι εκείνοι που δείχνουν προς τη Δευτέρα του Έλευση, όχι τόσο με τα λόγια τους όσο με τη ζωή τους.
Όλοι οι Χριστιανοί είναι «ξένοι και
παρεπίδημοι» (Εβρ.
11:13), οδεύοντες προς το έσχατο, με τα πρόσωπα στραμμένα προς την ουράνια
πολιτεία. Αλλά πλείστοι από αυτούς έχουν ταυτόχρονα πολλούς δευτερεύοντες
σκοπούς: να φροντίσουν για σύζυγο, να μεγαλώσουν παιδιά, να περιθάλψουν
αρρώστους, να βοηθήσουν τούς πτωχούς και απόρους. Ο μοναχός, όσον άφορα την
ουσιαστική μοναστική του κλήση, δεν έχει δευτερεύοντες σκοπούς. Το πρότυπό
του είναι η Μαρία, η οποία ακολούθησε «το εν ου έστι χρεία»
(Λουκ. 10:42). Ο ίδιος ο τίτλος του, «μοναχός», έχει την έννοια ενός του οποίου
η ύπαρξη δείχνει προς μια μονάχα κατεύθυνση, ο οποίος ζει για ένα
πράγμα μόνο· και με το να δείχνει αυτή τη μια και μόνη κατεύθυνση υπενθυμίζει
στο Λαό του Θεού που πηγαίνει. Ο μοναχισμός με την παρουσία του διατηρεί
ζωντανή μέσα στην Εκκλησία μια αίσθηση κατευθύνσεως.
***
. Ο μοναχός είναι εκείνος που ίσταται
συνεχώς ενώπιον του Θεού σε προσευχή, που είναι τόσο ολοκληρωτικά
ταυτισμένος με την τέχνη της προσευχής ώστε να έχει γίνει ο ίδιος μια ζωντανή
φλόγα προσευχής. Αυτή η ζωντανή φλόγα είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται η
αγάπη του για τον Θεό και τον άνθρωπο, και μέσω αυτής της φλόγας της προσευχής
υπηρετεί την κοινωνία και συμμετέχει ενεργά στη μεταμόρφωση του κόσμου.
Κάλλιστος Γουέαρ Μητροπολίτης Διοκλείας («Ορθόδοξος
Μοναχισμός» – Ορθόδοξα Τετράδια 3, εκδ.Αρμός, σ. 30-48)