Ο Άγιος
Ιωάννης γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου του 1896 μ.Χ. στο χωριό Αντάμοβκα της επαρχίας
Χαρκώβ της Νότιας Ρωσίας και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ. Ήταν απόγονος
της αριστοκρατικής οικογένειας Μαξίμοβιτς που ένα μέλος της ανακηρύχτηκε Άγιος
το 1916 μ.Χ. και είναι ο ιεράρχης Ιωάννης Μαξίμοβιτς Μητροπολίτης Τομπόλσκ, το
λείψανό του οποίου παραμένει άφθαρτο μέχρι σήμερα στο Τομπόλσκ (βλέπε 10
Ιουνίου). Οι γονείς του ονομάζονταν Μπόρις και Γλαφύρα.
Κατά την
παιδική του ηλικία ο Μιχαήλ ήταν φιλάσθενος και έτρωγε λίγο. Ήταν ήσυχο παιδί,
πολύ ευγενικό και είχε βαθιά θρησκευτικότητα. Όταν έπαιζε, έντυνε τα
στρατιωτάκια του μοναχούς, μάζευε εικόνες, θρησκευτικά βιβλία και του άρεσε να
διαβάζει βίους Αγίων. Τα βράδια στεκόταν όρθιος για πολλή ώρα προσευχόμενος.
Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος από τα 5 αδέλφια του και γνώριζε καλά τους βίους των
Αγίων, έγινε και ο πρώτος δάσκαλος τους στην πίστη. Ήταν πολύ αυστηρός με τον
εαυτό του στην εφαρμογή των εκκλησιαστικών και εθνικών παραδόσεων. Μάλιστα,
τόσο πολύ εντυπωσίασε με την χριστιανική του ζωή την παιδαγωγό του που ήταν
Γαλλίδα και καθολική που βαπτίστηκε Ορθόδοξη.
Σε ηλικία 11
ετών οι γονείς του Μιχαήλ τον έστειλαν στην Στρατιωτική σχολή της Πολτάβα. Εκεί
συνάντησε τον Επίσκοπο της Πολτάβα Θεοφάνη, έναν πολύ αγαπητό ιεράρχη, που
επηρέασε πολύ τον Μιχαήλ. Σε μια στρατιωτική παρέλαση ενώ περνούσαν από τον
Καθεδρικό Ναό ο μικρός Μιχαήλ (ήταν τότε 13 ετών) έκανε τον σταυρό του. Οι
συμμαθητές του γέλασαν και τον κορόιδεψαν, ενώ οι καθηγητές του θέλησαν να τον
τιμωρήσουν. Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος όμως, που ήταν προστάτης της Σχολής, είπε
να μην τιμωρηθεί ο δόκιμος Μιχαήλ γιατί με την πράξη του αυτή δηλώνει βαθιά και
υγιή θρησκευτικά αισθήματα.
Το 1914 μ.Χ.
αποφοίτησε από την Στρατιωτική σχολή και παρόλο που ο ίδιος ήθελε να συνεχίσει
τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή του Κιέβου, έκανε υπακοή στους γονείς του
που ήθελαν να γίνει δικηγόρος και γράφτηκε στην Νομική σχολή.
Το 1921 μ.Χ.
και αφού ξέσπασε στη Ρωσία εμφύλιος πόλεμος, φεύγει μαζί με την οικογένεια του
και εγκαθιστάτε στην Γιουγκοσλαβία. Εκεί γράφετε στην Θεολογική σχολή του
Βελιγραδίου ενώ παράλληλα πουλούσε εφημερίδες για να τα βγάζει πέρα.
Το1924 χειροθετήθηκε αναγνώστης, το1926 εκάρη μοναχός και πήρε το όνομα
Ιωάννης, για να τιμήσει το συγγενή του τον άγιο Ιωάννη μητροπολίτη τού
Τομπόλσκ, και στις 21 Νοεμβρίου, εορτή των Εισοδίων τής Παναγίας μας,
χειροτονήθηκε ιερεύς. Διετέλεσε καθηγητής των θρησκευτικών στο Σέρβικο κρατικό
Λύκειο (1925- 1927) και καθηγητής στην ιερατική σχολή τού άγιου Ιωάννη τού
Θεολόγου στο Μοναστήρι (1929- 1934). Εκεί τελούσε λειτουργίες στα ελληνικά για
τούς ‘Έλληνες τής περιοχής, πού τον εκτιμούσαν ιδιαιτέρως. Επίσκοπος ’Αχρίδας
την εποχή εκείνη ήταν ό λόγιος και ευσεβέστατος επίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς,
«ο Χρυσόστομος των Σέρβων», ο όποιος εκτιμούσε και αγαπούσε τον νεαρό
ιερομόναχο. Συχνά έλεγε· «Άν επιθυμείτε να γνωρίσετε ένα ζωντανό άγιο, δεν
έχετε παρά να πάτε στην Βιτώλ για να συναντήσετε τον πατέρα Ιωάννη».
Το 1934 (28 Μαΐου) χειροτονείται επίσκοπος Σαγγάης στην Κίνα. Προσπάθησε
ν’ αποφύγει την χειροτονία αυτή, επικαλούμενος ένα φυσικό πρόβλημα πού είχε με
την άρθρωση στην ομιλία του. οι επίσκοποι όμως μείνανε ανυποχώρητοι,
επικαλούμενοι ότι και ό Μωυσής είχε παρόμοιο πρόβλημα και όμως εξελέγη αρχηγός
τού ’Ισραήλ.
Όταν στις 21
Νοεμβρίου το 1934 μ.Χ. φτάνει στην Σαγκάη βρίσκει μονάχα μια μισοκτισμένη
Εκκλησία και το ποίμνιο του διχασμένο από εθνικές έριδες. Αρχικά βοήθησε τους
κατοίκους να ξεπεράσουν τα προβλήματα τους ώστε να ‘ρθει η ειρήνη και σιγά –
σιγά οργάνωσε ορφανοτροφείο το οποίο αφιέρωσε στον Άγιο Τύχωνα του Ζαντόσκο που
αγαπούσε τα παιδιά. Μάζευε άρρωστα φτωχά και
πεινασμένα παιδιά από τους δρόμους και τα στενά της Σαγγάης και ξεκίνησε με 8
παιδιά και στο τέλος έφτασε τα 3.500 παιδιά.
Και σαν επίσκοπος ο ’Ιωάννης τελούσε όλες τις ακολουθίες καθημερινά.
Λειτουργούσε επίσης καθημερινά οπουδήποτε και αν βρισκόταν, είτε σέ τραίνο,
είτε σέ πλοίο, είτε σέ νοσοκομείο. Όταν ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να λειτουργήσει
μόνος του, καλούσε ένα ιερέα στο δωμάτιό του να λειτουργήσει. ’Επισκεπτόταν
ασθενείς καθημερινώς. Τούς εξομολογούσε και τούς κοινωνούσε. ’Αν ή κατάσταση
τού ασθενούς ήταν σοβαρή, ο άγιος περνούσε ώρες ατέλειωτες δίπλα του,
προσευχόμενος γονατιστός, και η προσευχή του αυτή πολλές φορές έφερνε το θαύμα.
Είχε χάρισμα να επικοινωνεί με τούς διανοητικά ανάπηρους και τούς
δαιμονισμένους. Ήταν επίμονος όχι μόνο στις προσευχές του, αλλά και στα
αιτήματά του προς τις αρχές και τις εξουσίες, για το καλό των ενοριτών του και
γενικά των συνανθρώπων του. Παρέμεινε μέρες ολόκληρες στην Ουάσιγκτον, στην
αίθουσα αναμονής τού υπουργείου εξωτερικών υποθέσεων, μέχρι να πάρει την άδεια
εισόδου χιλιάδων Ρώσων προσφύγων από την Κίνα συμπεριλαμβανομένων και των αρρώστων,
γεγονός πού κανείς άλλος δεν το είχε κατορθώσει νωρίτερα.
Όταν ξέσπασε
η Κομουνιστική Επανάσταση στην Σαγκάη, ο Άγιος Ιωάννης, πήρε τα παιδιά και τα
μετέφερε στις Φιλιππίνες και από εκεί τα πήγε στην Αμερική και στην Αυστραλία.
Το 1951 μ.Χ.
ο Άγιος Ιωάννης καταφεύγει στην Αμερική αλλά εκεί οι Επίσκοποι της Συνόδου
αποφασίζουν να τον στέλνουν στην Επισκοπή του Παρισιού και των Βρυξελλών. ‘Όπου πήγαινε ο Ιωάννης δεν ενδιαφερόταν μόνον για
τούς Ρώσους αλλά και για τούς ντόπιους ορθοδόξους. Τελούσε λειτουργίες στα
ολλανδικά και στα γαλλικά, όπως παλαιότερα λειτουργούσε στα ελληνικά, στα
κινεζικά και στα αγγλικά. Θεωρείται ως ιδρυτής τής σύγχρονης ορθόδοξης
ολλανδικής Εκκλησίας. Ενδιαφέρθηκε να γνωρίσουν όλοι οι ορθόδοξοι τούς αγίους
τής Δυτικής Ευρώπης πού είχαν ζήσει πριν από το σχίσμα (1054) και, λόγω τής
επικρατήσεως τού παπισμού μετέπειτα, μένανε άγνωστοι στην οικουμενική
’Ορθοδοξία.
Στις 21
Νοεμβρίου του 1962 μ.Χ. επιστρέφει στην Αμερική και διορίζεται Επίσκοπος της
Ρωσικής Εκκλησίας της διασποράς στο Σαν Φρανσίσκο.
Ο Άγιος
Ιωάννης κοιμήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1966 μ.Χ. Είχε πάει στο Σιάτλ μαζί με την
θαυματουργική εικόνα της Παναγίας του Κούρση. Μόλις τελείωσε την Θεία
Λειτουργία και αφού πέρασε 3 ώρες προσευχόμενος μέσα στο ιερό, πήγε στο δωμάτιο
του να ξεκουραστεί. Κάθισε στην πολυθρόνα του και στις 4 παρά δέκα το απόγευμα
κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο ήρεμα χωρίς πόνο. Ο Άγιος Ιωάννης προγνώριζε την
ημέρα του θανάτου του και είχε προετοιμαστεί όπως οι μεγάλοι Άγιοι της
Εκκλησίας μας. Γι’ αυτό και εκείνη την ημέρα του θανάτου του έστειλε ένα
γράμμα, στέλνοντας για τελευταία φορά την ευλογία του στις μοναχές της Λέσνα
στην Γαλλία που τόσο πολύ τον είχαν βοηθήσει και εξυπηρετήσει. Σχεδόν 24 ώρες
αργότερα το σώμα του έφθασε στον Καθεδρικό Ναό του Σαν Φρανσίσκο που ο ίδιος
είχε ολοκληρώσει. Τον προϋπάντησαν οι κληρικοί και έγινε ολονύχτια αγρυπνία που
κράτησε 4 ώρες.
Ο κόσμος ερχόταν για να προσκυνήσει και να χαιρετήσει για τελευταία φορά
τον Δεσπότη τους. Όλοι οι Ιεράρχες που τον γνώριζαν μιλούσαν για την ασκητική
του ζωή. Μια ζωή όλο αγώνα πνευματικό
που δεν είχε ξαπλώσει για 40 χρόνια σε κρεβάτια από τότε που έγινε μοναχός, που
κοιμόταν μόνο μία ή δύο ώρες το βράδυ είτε όρθιος, είτε γονατιστός και σκυφτός
στο πάτωμα, πολλές φορές κοιμόταν για λίγο απαντούσε κανονικά στο τηλέφωνο,
όπως μαρτυρεί κάποιος που έτυχε να’ ναι μπροστά του στο δωμάτιο του, ενώ
μιλούσε του έπεσε το ακουστικό λίγο πάνω στα γόνατα και κοιμισμένος, όπως ήταν,
απαντούσε σαν ν’ άκουγε τον συνομιλητή του. Όλοι ένοιωσαν ότι
είχαν μείνει ορφανοί γιατί ο Άγιος έδειχνε κατανόηση στον καθένα τους και πολλή
αγάπη.
Μετά το
τελευταίο ασπασμό έγινε 3 φορές η λιτάνευση του Ιερού λειψάνου του γύρω από τον
Ναό. Το φέρετρο το βάσταζαν ορφανά που ο Άγιος είχε σώσει και μεγαλώσει στην
Σαγκάη. Ένας Ιεράρχης παρομοίασε την λιτάνευση του Αγίου με την λιτάνευση του
Επιταφίου του Χριστού την Μεγάλη Παρασκευή. Ετάφη στις 7 Ιουλίου το απόγευμα σ’
ένα μικρό υπόγειο παρεκκλήσιο κάτω από το Ιερό.
Το φθινόπωρο
του 1993 μ.Χ. η Σύνοδος των Επισκόπων της Αμερικής με υπεύθυνο τον Αρχιεπίσκοπο
Αντώνιο του Σαν Φρανσίσκο, άνοιξε τον τάφο του και βρήκαν το σώμα του άφθαρτο.
Ένα χρόνο αργότερα, στις 2 Ιουλίου του 1994 μ.Χ. ανακηρύσσετε επίσημα Άγιος.
Επειδή ο
Άγιος Ιωάννης ταξίδευε συχνά αεροπορικώς, θεωρείται προστάτης των ταξιδευόντων
αεροπορικώς.