Πεθύμησα να φύγω μακριά,…
να κρυφτώ, να μη με ξέρει κανένας, να ξεχαστώ σα να ‘μαι πεθαμένος. Πόσο ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που δεν τον ξέρει κανένας!
Αν γνώριζε την ευτυχία του! Πόσο ζουλεύω κάτι ανθρώπους
οπού ζούνε σε κάποια μέρη που δεν τα βάζει κανένας στο νου του, και που κανένας
δεν μαθαίνει αν ζούνε ή αν πεθάνανε! Τους συλλογίζουμαι και ξεκουράζουμαι.
Καλότυχος ο άνθρωπος που κατάλαβε από νωρίς, πως όποιος ζει με πολλές έγνοιες
είναι δυστυχισμένος και πως όποιος ζει κρυφά, δίχως να τον
ξέρουνε οι άλλοι, αυτός είναι βλογημένος. Ας είναι φτωχός, ας
είναι στενοχωρημένη η ζωή του, πάντα έχει ένα μεγάλο κέρδος ο τέτοιος άνθρωπος:
γλυτώνει από πολλά φαρμάκια. Γι’ αυτό θέλω κ’ εγώ να πάγω σ’ ένα μέρος, που να
μην το θυμάται κανένας, να ξεχαστώ κ εγώ σαν να μην υπάρχω. Πως κάθεται κανένας
μέσα σ’ ένα σπίτι που είναι ασκούπιστο κι ακατάστατο, και φεύγει από κείνο το
σπίτι και βρίσκεται σ’ ένα όμορφο κιόσκι, καθαρό και στολισμένο με
περικοκλάδες, είτε πως είναι ένα καράβι που ‘ναι ζαλισμένο από τη θαλασσοταραχή
κι από το μουγκρητό του πελάγου και μετά πολλά μπαίνει σ ένα λιμάνι ήσυχο και
μπονατσάτο και ξεκουράζεται, έτσι είναι κι ο άνθρωπος που γλυτώνει από τις
πολλές έγνοιες που είναι μπερδεμένος, και τραβά και πηγαίνει σ’ έναν τόπο που
δεν βρίσκονται πολλοί άνθρωποι, κ’ οι άλλοι που τον ξέρανε τον χάνουνε και δεν
γνωρίζουνε αν είναι ζωντανός ή πεθαμένος.
Να κάθεσαι λοιπόν σ’ ένα ακροθαλάσσι, να μην βλέπεις πονηρόν
κόσμο. Να κάνεις το σταυρό σου και να λες “Δόξα σοι ο Θεός! Σε φχαριστώ, Θεέ
μου, που με αξίωσες να μην βλέπω και να μην ακούγω τίποτε απ ‘ όσα γίνουνται
στον κόσμο, και να μην με ξέρει κανένας άλλος, παρά μονάχα Εσύ “. Ο
ήλιος θα βγαίνει και θα τον καλημερίζω, σαν να’ ναι φίλος μου και το βράδυ πάλι
θα βουτά στο πέλαγο και θα τον καληνυχτίζω. Θα τσαπίζω τα λάχανα, θα φροντίζω τα
δεντρικά μου, θα ‘χω λίγα ζωντανά και μια βάρκα πισσωμένη, να ψαρεύω και να
παίρνω καμμιά κοντινή βόλτα. Θα αγαπώ το κάθε τι, τα βράχια, τα βότσαλα της
ακρογιαλιάς, τις αρμυρήθρες, τα χορτάρια, τα ζωντανά, τα δέντρα, τον κάβουρα
που κάθεται κάτω από την πέτρα. Όλα τούτα τα πλάσματα είναι καλά και κανένα δεν
φοβάμαι, παρεκτός τον άνθρωπο. Αχ! Πώς κατάντησε αυτό το γένος που το έπλασε ο
Θεός “κατ’ εικόνα και ομοίωσιν αυτού;”. Πώς παραμορφώνεται μέρα με την ημέρα,
ώρα με την ώρα; Ταραχή, ανακάτεμα, ακατάπαυστη αγωνία, θυμός, αλαζονεία,
ασέβεια, βλαστήμια, φιλοδοξία, ψευτοπαρηγόριες, όλα τούτα θα βρίσκουνται μακριά μου. Αυτή τη μαύρη την αντάρα θα μου
την κρύβει η δροσερή κ’ η απλή γραμμή του πελάγου.
“Εν ειρήνη επί το αυτό
κοιμηθήσομαι και υπνώσω, ότι Συ κατά μόνας επ ‘ ελπίδι κατώκισας με “.
Φώτης Κόντογλου,
Ευλογημένο καταφύγιο, Το παλάτι μου και τα όνειρά μου.