Η πίστη, δείχνει μια προσωπική σχέση με το Θεό μια σχέση που, αν και είναι όλο ατέλεια και
δισταγμό, δεν είναι καθόλου λιγότερο πραγματική. Είναι το να γνωρίσεις το Θεό
όχι σαν θεωρία ή σαν μια αφηρημένη αρχή, αλλά σαν ένα πρόσωπο. Το να
γνωρίζεις ένα πρόσωπο είναι κάτι πολύ περισσότερο από το να γνωρίζεις γεγονότα
σχετικά μ’ αυτό το πρόσωπο. Το να γνωρίζεις ένα πρόσωπο ουσιαστικά σημαίνει να
το αγαπάς δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή γνώση των άλλων προσώπων δίχως αμοιβαία
αγάπη. Δεν έχουμε καμιάν αληθινή γνώση εκείνων που μισούμε. Εδώ, λοιπόν, είναι
οι δυο λιγότερο παραπλανητικοί τρόποι να μιλάμε για το Θεό που υπερβαίνει την
αντίληψή μας: είναι προσωπικός, και είναι αγάπη. Και αυτοί βασικά είναι δύο
τρόποι για να πούμε το ίδιο πράγμα. Ο τρόπος μας για να μπούμε στο μυστήριο
του Θεού είναι μέσω της προσωπικής αγάπης.
Σα μίαν αμυδρή ένδειξη αυτής της προσωπικής
αγάπης που επικρατεί ανάμεσα στον πιστό και στο Αντικείμενο της πίστης του, ας
πάρουμε τρία παραδείγματα ή λεκτικές εικόνες. Το πρώτο είναι από μίαν αφήγηση
του 2ου αι., από το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες μόλις
έχουν φτάσει για να συλλάβουν τον ηλικιωμένο Επίσκοπο Πολύκαρπο, και να τον
πάρουν εκεί όπου ξέρει ότι πρέπει να είναι ο θάνατός του:
Όταν άκουσε ότι είχαν φτάσει, κατέβηκε και
μίλησε μαζί τους. Όλοι τους έμειναν έκπληκτοι από τη μεγάλη του ηλικία και την
ηρεμία του, και απορούσαν γιατί οι αρχές ήθελαν τόσο επίμονα να συλλάβουν έναν
ηλικιωμένο σαν κι αυτόν. Αμέσως έδωσε εντολή να τους φέρουν φαγητό και ποτό,
όσο ήθελαν, αν και ήταν αργά· και τους ζήτησε να του επιτρέψουν να προσευχηθεί
μία ώρα ανενόχλητος. Όταν συμφώνησαν, σηκώθηκε όρθιος και προσευχήθηκε, και
ήταν τόσο γεμάτος απ’ τη χάρη του Θεού, ώστε για δυο ώρες δεν μπορούσε να
σιωπήσει. Καθώς εκείνοι άκουγαν είχαν γεμίσει από θαυμασμό, και πολλοί απ’
αυτούς λυπόντουσαν που είχαν έρθει να συλλάβουν ένα τέτοιο άγιον άνθρωπο.
Εκείνος θυμήθηκε ονομαστικά όλους όσους είχε ποτέ συναντήσει, μεγάλους και
μικρούς, φημισμένους ή άγνωστους, και ολόκληρη την καθολική Εκκλησία σ’ όλο τον
κόσμο.
όσο φλογερή είναι η αγάπη του για το Θεό, και
για όλο το ανθρώπινο γένος εν Θεώ, ώστε αυτή τη στιγμή την κρίσιμη ο άγιος
Πολύκαρπος σκέφτεται μόνο τους άλλους και όχι τον προσωπικό του κίνδυνο. Όταν
ο Ρωμαίος κυβερνήτης του λέει να σώσει τη ζωή του αρνούμενος το Χριστό, απαντά:
«Ογδόντα έξη χρόνια τον υπηρέτησα και δεν μ’ έβλαψε σε τίποτε. Πώς μπορώ λοιπόν
να βλασφημήσω το Βασιλιά μου, που μ’ έσωσε;».
Μια προσευχή γραμμένη από ένα Ρώσσο Επίσκοπο
του 17ου αι., τον άγ. Δημήτριο του Rostov:
Έλα,
Φως μου, και φώτισε το σκοτάδι μου.
Έλα, Ζωή μου, και αναζωογόνησέ με απ’ το
θάνατο.
Έλα, Γιατρέ μου, και γιάτρεψε τις πληγές μου.
Έλα, Φλόγα της Θείας αγάπης και κάψε
τ’ αγκάθια των αμαρτιών μου, φωτίζοντας
την καρδιά μου με τη φλόγα της αγάπης σου.
Έλα, Βασιλιά μου, κάθισε πάνω στο θρόνο
Γιατί εσύ μόνος είσαι ο Βασιλιάς μου κι ο
Κύριός μου.
Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας – Ο Ορθόδοξος Δρόμος,