Όταν κάποιος ξεκινάει για
ένα ταξίδι θα πρέπει να ξέρει που πηγαίνει. Αυτό συμβαίνει και με τη Μεγάλη
Σαρακοστή. Πάνω απ’ όλα η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξίδι,
που προορισμός του είναι το Πάσχα, «η Εορτή Εορτών». Είναι η προετοιμασία για
την «πλήρωση του Πάσχα, που είναι η πραγματική Αποκάλυψη».
Έτσι το
Πάσχα πανηγυρίζουμε την Ανάσταση του Χριστού σαν γεγονός που έγινε και ακόμη
γίνεται σε μας. Γιατί ο καθένας από μας έλαβε το δώρο αυτής της νέας ζωής και
τη δύναμη να την αποδεχτεί και να ζήσει δια μέσου της. Είναι ένα δώρο
που ριζικά αλλάζει τη διάθεσή μας απέναντι σε κάθε κατάσταση αυτού του κόσμου,
ακόμη και απέναντι στο θάνατο. Μας δίνει τη δύναμη να επιβεβαιώνουμε
θριαμβευτικά το: «νικήθηκε ο θάνατος». Φυσικά υπάρχει ακόμα ο θάνατος, είναι
σίγουρος, τον αντιμετωπίζουμε, και κάποια μέρα θα έρθει και για μας. Αλλά όλη η
πίστη μας είναι ότι με το δικό Του θάνατο ο Χριστός άλλαξε τη φύση ακριβώς του
θανάτου. Τον έκανε πέρασμα -«διάβαση», Πάσχα»- στη Βασιλεία του Θεού μεταμορφώνοντας
τη δραματικότερη τραγωδία σε αιώνιο θρίαμβο, σε νίκη. Με το «θανάτω θάνατον
πατήσας», μας έκανε μέτοχους της Ανάστασής Του. Ακριβώς γι’ αυτό στο τέλος του
όρθρου της Ανάστασης -στον Κατηχητικό Λόγο του Ιωάννου Χρυσοστόμου- λέμε
θριαμβευτικά: «Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται. Ανέστη
Χριστός, και νεκρός ουδείς εν τω
μνήματι».
Η
λατρεία της Εκκλησίας ήταν από την αρχή και είναι ακόμα και τώρα η είσοδος και
η επικοινωνία μας με τη νέα ζωή της Βασιλείας. Μέσα από τη λειτουργική της ζωή
η Εκκλησία μας αποκαλύπτει εκείνα που «οφθαλμός ουκ είδε και ους
ουκ ήκουσε και
επί καρδίαν
ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ὁ Θεός τοις αγαπώσιν
αυτόν»
(Κορ. 2, 9). Και στο κέντρο αυτής της λειτουργικής ζωής, σαν καρδιά της
και μεσουράνημά της -σαν ήλιος που οι ακτίνες του διαπερνούν καθετί- είναι το
Πάσχα. Το Πάσχα είναι η πόρτα, ανοιχτή κάθε χρόνο, που οδηγεί στην
υπέρλαμπρη Βασιλεία του Χριστού, είναι η πρόγευση της αιώνιας χαράς που μας
περιμένει, είναι η δόξα της νίκης η οποία από τώρα, αν και αόρατη, πλημμυρίζει
όλη την κτίση: νικήθηκε ο θάνατος».
Ολόκληρη η λατρεία της Εκκλησίας είναι οργανωμένη γύρω από
το Πάσχα, γι’ αυτό και ο λειτουργικός χρόνος, δηλαδή η διαδοχή των εποχών και
των εορτών, γίνεται ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα στο Πάσχα, που είναι το Τέλος
και που ταυτόχρονα είναι η Αρχή. Είναι το τέλος όλων αυτών που αποτελούν τα
παλαιά» και η αρχή της «νέας ζωής», μια συνεχής «διάβαση από τον «κόσμο τούτο»
στην Βασιλεία που έχει αποκαλυφτεί εν Χριστώ.
Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι η «χείρα βοηθείας» που
απλώνει σε μας η Εκκλησία. Είναι το σχολείο της μετάνοιας που θα μας
δώσει δύναμη να δεχτούμε το Πάσχα όχι σαν μια απλή ευκαιρία να φάμε, να πιούμε,
ν’ αναπαυτούμε, αλλά, βασικά, σαν το τέλος των «παλαιών» που είναι μέσα μας και
σαν είσοδό μας στο νέο.
Στην αρχαία Εκκλησία ο βασικός σκοπός της Σαρακοστής ήταν
να προετοιμαστούν οι «Κατηχούμενοι», δηλαδή οι νέοι υποψήφιοι χριστιανοί, για
το βάπτισμα που, εκείνο τον καιρό, γίνονταν στη διάρκεια της αναστάσιμης Θείας
Λειτουργίας. Αλλά ακόμα και τώρα που η Εκκλησία δεν βαφτίζει πια τους
χριστιανούς σε μεγάλη ηλικία και ο θεσμός της κατήχησης δεν υπάρχει πια, το
βασικό νόημα της Σαρακοστής παραμένει το ίδιο. Γιατί, αν και είμαστε
βαφτισμένοι, εκείνο που συνεχώς χάνουμε και προδίνουμε είναι ακριβώς αυτό που
λάβαμε στο Βάπτισμα. Έτσι το Πάσχα για μας είναι η επιστροφή, που κάθε
χρόνο κάνουμε, στο βάπτισμά μας και επομένως η Σαρακοστή είναι η προετοιμασία
μας γι’ αυτή την επιστροφή – η αργή αλλά επίμονη προσπάθεια να
πραγματοποιήσουμε τελικά τη δική μας «διάβαση», το «Πάσχα» μας στη νέα εν
Χριστώ ζωή. Το ότι, καθώς θα δούμε, οι ακολουθίες στη σαρακοστιανή λατρεία
διατηρούν ακόμα και σήμερα τον κατηχητικό και βαπτιστικό χαρακτήρα, δεν είναι
γιατί διατηρούνται «αρχαιολογικά» απομεινάρια, αλλά είναι κάτι το ζωντανό και
ουσιαστικό για μας. Γι’ αυτό κάθε χρόνο η Μεγάλη Σαρακοστή και το Πάσχα είναι,
μια ακόμα φορά, η ανακάλυψη και η συνειδητοποίηση του τι γίναμε με τον
«δια βαπτίσματός» μας θάνατο και την ανάσταση.
Ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα! Καθώς το αρχίζουμε, καθώς
κάνουμε το πρώτο βήμα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής βλέπουμε -μακριά,
πολύ μακριά- τον προορισμό. Είναι η χαρά της Λαμπρής, είναι η είσοδος στη δόξα
της Βασιλείας. Είναι αυτό το όραμα, η πρόγευση του Πάσχα, που κάνει τη λύπη
της Μεγάλης Σαρακοστής χαρά, φως, και τη δική μας προσπάθεια μια «πνευματική
άνοιξη». Η νύχτα μπορεί να είναι σκοτεινή και μεγάλη, αλλά σε όλο το μήκος
του δρόμου μια μυστική και ακτινοβόλα αυγή φαίνεται να λάμπει στον ορίζοντα. «Μη
καταισχύνεις ημάς από τής προσδοκίας ημών, Φιλάνθρωπε!»
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή – Πορεία
προς το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2006