Η ιστορία του κόσμου μας, έχει
αρχή και τέλος, συγκεκριμένο.
Η ιστορία υπάρχει για να φθάσει
στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, στην ημέρα που θα έλθει ο Υιός του Ανθρώπου
εν τη δόξη Αυτού.
Είναι η ιστορία ενός κόσμου που
θα τελειώσει και θα ολοκληρωθεί και θα κριθεί. Και θα αντικατασταθεί από «την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από
καταβολής κόσμου».
Και η δική μας, προσωπική ιστορία
επίσης. Εμείς που ζούμε μέσα από σχέσεις, αναζητώντας το πρόσωπό μας μέσα από
τα πρόσωπα των άλλων και το πρόσωπο του Χριστού, εδώ κι εκεί, σαν άγνωστοι
πολλές φορές, ανάμεσα σε αγνώστους.
Ζούμε χωρίς να μπορούμε να
γνωρισθούμε, ούτε και να αναγνωρισθούμε. Μεταξύ μας. Φίλοι, συγγενείς, γείτονες,
συνάδελφοι, αλλότριοι και ξένοι, παράλληλοι κόσμοι, σκέψεις που συνεχώς μας
χωρίζουν και δεν αναγνωρίζουμε το πρόσωπό μας ή το πρόσωπο του άλλου ή το Πρόσωπο
Του Θεανθρώπου στο πρόσωπο του Συνανθρώπου, έτσι όπως μας έχει δοθεί εντολή.
Και λέμε σ’ εκείνον που μας ρωτά: «πότε
σε είδομεν;»
Ζούμε μέσα στον κόσμο σε μια
συνεχή αναζήτηση. Ψάχνουμε συνέχεια κάτι, ή κάποιον ή τον
Χριστό και κινδυνεύουμε μέχρι το τέλος, μέχρι την Κρίση να μην έχουμε απάντηση
στο ερώτημα: «πότε σε είδομεν». Σε
αυτό το ερώτημα θα ‘χουμε απάντηση νομίζετε έστω για εκείνους με τους οποίους
μοιραζόμαστε την ζωή μας;
Πότε τα είδαμε τα παιδιά μας,
τους συζύγους, τους γονείς, τους άλλους ανθρώπους γύρω μας;
Πότε τους είδαμε διψώντες,
πεινώντες να νιώθουν ξένοι;
Πότε επισκεφθήκαμε την φυλακήν ο
ένας του άλλου φέροντες πνοή ελευθερίας;
Πότε επισκεφθήκαμε τις ασθένειες
ο ένας του άλλου με συμπόνια;
Αν κάτι ή όλα αυτά μας έχουν
συμβεί, πραγματικά, αν πλησιάσαμε πραγματικά, έναν των αδελφών μας των
ελαχίστων, εάν βγήκαμε από τον περιορισμένο, εγωκεντρικό μας εαυτό προς
τον άλλον, εκεί συναντήσαμε Χριστό.
Εάν δεν βγήκαμε, εάν δεν υπήρξαμε
έξω από τον εαυτό μας, τότε θα ΄ναι «δίκαια» η απορία μας: «πότε σε είδομεν»;
Γιατί στην πραγματικότητα κανέναν
ποτέ δεν είδομεν.
Ούτε έναν των ελαχίστων αδελφών μας, ούτε τον Κύριο.
Μένουμε την απορία μιας ζωής μέσα
στην φτώχεια του εγώ, βγάζοντας έξω από εμάς την πείνα, την δίψα, την γυμνότητα
του άλλου και την φυλακή του. Γιατί;
Μα γατί ούτε την δική μας
προσωπική φτώχεια, γυμνότητα, πείνα, δίψα και φυλακή καταλάβαμε.
Δεν επιτρέψαμε στον
εαυτό μας να επισκεφθεί τον εαυτό μας.
Και βέβαια, έτσι παραμείναμε έως
τέλους πεινώντες, διψώντες και εν φυλακή.
Διότι, αδελφοί μου, η γνωριμία με
τον Θεό, πριν περάσει από τον ένα, τον ελάχιστο αδελφό μας, περνά από εμάς τους
ίδιους.
Αυτό διδαχθήκαμε στην Κυριακή του
Τελώνου και του Φαρισαίου και κατόπιν στην Κυριακή του Ασώτου: Την επιστροφή
στον εαυτό μας και έτσι στον Θεό. Γιατί η εκτός Θεού έξοδος από τον εαυτό μας
αποτελεί ξενιτία και από εμάς και από τον άλλο και από τον Θεό.
Για αυτό, όταν στο τέλος της
διαδρομής θα ερωτηθούμε, θα αποκριθούμε: «Πότε
σε είδομεν»;
Γιατί τίποτα δεν θα έχουμε δει.
Και το κρίμα θα ‘ναι ότι ΟΛΑ ήταν δίπλα μας και οι
πεινώντες και οι διψώντες και οι εν φυλακή και σε όλες αυτές τις υποστάσεις ο
Δυσ-υπόστατος Χριστός ως Υιός του Ανθρώπου. Δηλαδή ως ο Θεάνθρωπος, ο Δικός
μας, που ενοικούσε και ενοικεί σε όλους εμάς τους ελαχίστους. Αρκεί να πεινάμε,
να διψάμε, να παραμένουμε γυμνοί και ασθενείς, ελάχιστοι απέναντι στους άλλους,
ώστε έτσι σαν ελάχιστους να μας δουν οι άλλοι και να έλθουν προς ημάς.
Αν αφήσουμε αυτήν μας την ύπαρξη,
με
ταπείνωση να υπάρχει, θα μας αναγνωρίσουν κι εμείς θα αναγνωρίσουμε
άλλους και μέσα από αυτήν την έξοδο, θα πλησιάζουμε Χριστό, σχεδόν πάντα εν
αγνοία μας.
Αν κοιτάξουμε μέσα
μας τον Τελώνη, αν αναβλέψουμε στο τέλος της πορείας ως ο άσωτος Υιός,
τότε θα ακούσουμε εκείνο το, Αμήν λέγω υμίν, αυτό το τόσο τελικό:
Ότι κάνατε στον ελάχιστο εαυτό
σας και στον ελάχιστο αδελφό σας
Εμοί εποιήσατε.
Κυριακή της Απόκρεω
Εκ του κατά Ματθαίου.
Κύριε,
«Πότε σε είδομεν……»
Ολόκληρη την ζωή μας, αναζητούμε
τον εαυτό μας, ψάχνουμε το πρόσωπό μας, σε καθρέπτες, φωτογραφίες, ρόλους,
ενδυμασίες και μεταμφιέσεις…..
Ολόκληρη την ζωή μας, λέμε πως
ψάχνουμε τον Κύριο, πολλοί από εμάς είμαστε σίγουροι πως Τον γνωρίζουμε και
αυτήν μας την βεβαιότητα, συχνά, την αποκαλούμε, πίστη.
Και δεν ξέρουμε τίποτα, και αυτή
η πίστη, συχνά είναι μια μίμηση, μια μίμηση πίστης άλλων, που δεν γνωρίσαμε,
ούτε έχουμε μερίδα από την πίστη τους.
Αναζητήσαμε στους αγίους πολλές
φορές να μοιάσουμε και τους τιμήσαμε με εικόνες και τελετές και γονυκλισίες και
βέβαια μείναμε απ’ έξω. Το εγώ μας τράφηκε και αυξήθηκε και μας απομάκρυνε όλο
και πιο πολύ από το απλό, το τόσο απλό:
«Κύριε, πότε σε είδομεν…..»
Μα ο Κύριος μπορούσε να γίνει
ορατός μέσα από κάθε συν-άνθρωπο μας. Αλλά από ποιόν συνάνθρωπο; Εκείνον που η
πτωχεία του τον άφηνε τόσο κενόν που να βρίσκει χώρο ο Θεός. Γιατί για να έρθει
ο Θεός πρέπει να φύγουν όλα τ’ άλλα. Να αδειάσεις……..
Και πότε γίνεται αυτό;
Όταν διψάς, πεινάς και
αφανίζεσαι, όταν είσαι ξένος, δηλαδή μόνος και μέσα σ’ αυτήν την μοναξιά
ενοικεί ο Θεός. Όταν είσαι ασθενής και η αδυναμία της αρρώστιας σε κάνει δοχείο
κατάλληλο να ενοικήσει ο Θεός. Όταν είσαι στη φυλακή και σου λείπουν τα πάντα
τότε, στρέφεσαι προς τον Θεό. Και ο Θεός έρχεται!!!
Μ’ όλα αυτά, αδειάζεις από το
εγώ, αδελφοί μου, μένεις μόνος, φτωχός, γυμνός, διψών και πεινών και τότε
έρχεται το Όλον, το απόλυτο τίποτε συναντά
το απόλυτο Όλον.
Ο άνθρωπος πρέπει να φθάσει να
δεχθεί, να γίνει απόλυτα παθητικός, ήσυχος, αφημένος από όλα, και ο Θεός είναι
Αυτός που έρχεται.
Ο Θεός δίνει και ο άνθρωπος
δέχεται.
Είναι πιο εύκολο να προσευχηθεί ο ασθενής, απ’ ότι ο υγιής, εκείνος που πεινά, από τον χορτασμένο.
Αυτός που στερείται, που χάνει τα
πάντα, αφανίζει το εγώ και εκεί που θα λείψει το εγώ, αυτόματα, εύκολα, θα
έλθει ο Θεός.
Και θα ενωθεί μαζί του.
Κι εμείς, όσοι επιστεφθήκαμε ασθενείς,
πεινώντες, ή διψώντες, ή φυλακισμένους, πήραμε γεύση Θεού, γιατί, μπορεί για άλλο λόγο να πήγαμε, ούτε που
καταλάβαμε που πηγαίναμε και αντί για φυλακισμένους βρήκαμε ελεύθερους, πιο
ελεύθερους από εμάς, αντί για ασθενείς, βρήκαμε υγιέστερους από εμάς. Γιατί
μέσα σε αυτήν τους την πτωχεία, βρήκε χώρο
ελεύθερο
και ενοίκοισε ο Κύριος.
Κι εμείς, συχνά χωρίς καν να το
καταλάβουμε εποτίσαμε τον Κύριο, Του εδώκαμε φαγείν και Τον εθρέψαμε.
Και είναι αυτή η συνάντηση τόσο απλή, που ούτε το
καταλάβαμε.
Γιατί ούτε που καταλάβαμε πόσο εγγύς
είναι ο Κύριος, πόσο πλησίον. Και με την ίδια ευκολία, με την ίδια
ανοησία, χάσαμε το ραντεβού μαζί Του πάλιν γιατί δεν υποψιασθήκαμε πόσο δίπλα
μας ήταν, σε ποιόν δίπλα μας ήταν.
Επειδή ο Θεός βρήκε χώρο στους
ελάχιστους αδελφούς μας, γιατί μέσα σε αυτό το ελάχιστο έμεινε χώρος για τον
Θεό.
Τους υπόλοιπους χώρους τους
γέμισε η αλαζονεία μας, η απληστία, η φιλαυτία μας.
Η απάντηση στο «Κύριε,
πότε σε είδομεν…» είναι απλή. Είναι γύρω μας και μέσα μας. Όμως πρέπει
να πεινάσουμε, να διψάσουμε, να γυμνητεύσουμε, να μπούμε σε φυλακή. Ή να
ανακαλύψουμε τους αδελφούς μας που είναι γυμνοί, πεινώντες, διψώντες ή εν
φυλακή.
Πάντα ο μέσα εαυτός αναγνωρίζει
τον έξω εαυτό.
Για να είδομε τον Κύριο στον
συνάνθρωπο που πεινά, πρέπει οι ίδιοι εμείς να πεινάσουμε, να αφήσουμε να
πεινάσουμε, να γυμνωθούμε, να διψάσουμε πολύ.
Να αναγκάσουμε τον εαυτό μας σε
φυλακή.
Τότε θα αναγνωρίσουμε τον
πλησίον, ως οικείον, ως εαυτόν.
Και ως τον ίδιον τον Θεόν.