Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Κυριακή του Ασώτου

«…Πάτερ, δος  μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας»

Το επιβάλλον μέρος, λοιπόν. Ο άνθρωπος πάντοτε από εκεί θα ξεκινάει την ξενιτιά του και το μακρύ του ταξίδι. Από το επιβάλλον μέρος…..Από το να μην κατανοεί το όλον, την απόλυτη ενότητα του με τον Κτίστη. Με αυτό που τον ενώνει με τον Πατέρα.
Είμαστε κτιστά όντα, ομοούσιοι με τη κτίση με διαφορετική όμως υπόσταση. Προερχόμαστε όλοι από την ίδια φύση, από εκείνον τον ίδιο «χουν» που έλαβε ο Δημιουργός και μας έφτιαξε, όλους, και ενεφύσησε την δημιουργική του Πνοή με ελεύθερη θέληση. Από το μηδέν προς το είναι. Από την εικόνα, λοιπόν, στο καθ’ ομοίωσιν. Και αυτή είναι η ουσία και όχι το επιβάλλον μέρος της ουσίας.
Από αυτήν και με αυτήν την υπέροχη αγάπη φτιαχθήκαμε, γεννημένοι από την εκρηκτική θέληση του Θεού για Ζωή και για όντως Ζωή.
Έτσι γεννιόμαστε όλοι, εκ του μη όντως εις το είναι, πάντα, νυν και αεί, μέσα στις αγκάλες του Πατρός.
Και όμως, πόσο εύκολα αποδημούμε –ή νομίζουμε ότι αποδημούμε- εις χώραν μακράν, αναζητώντες εκείνο που έχουμε και ποτέ δεν χάσαμε, ψάχνοντας, αυτό που είμαστε. Δαπανώμεθα ζώντες ασώτως, και αφού δαπανήσουμε τα πάντα από το μέρος της ουσίας που « κατέχουμε», προσκολλούμεθα σε κάποιον από τους πολίτες της χώρας της ξενιτίας μας, γιατί αδυνατούμε πλέον να υπάρξουμε μόνοι μας. Υποδουλωνόμεθα στον άλλο. Και βόσκουμε πια τους χοίρους των επιθυμιών μας στους αγρούς, της ερημιάς μας.
Μια πορεία μονόδρομος από το όλον στο κατά μέρος και συχνά, στο τίποτα, σε λιμών ισχυρόν.
Από την ελευθερία της ευλογίας του Πατέρα εις την υποδούλωσιν μας σε ξένες προς εμάς, καταστάσεις.
Μα εκείνη η Πρώτη Αγάπη, η Ακέραια, η Ολοκληρωτική, δεν σβήνεται από μέσα μας. Η αγάπη, όταν είναι τέτοια σαν εκείνη του  Πατέρα της παραβολής αλλοιώνει για πάντα τον άνθρωπο.
Μα και όσοι γνωρίσαμε μιαν τέτοια αγάπη, ή όσοι προσφέραμε μιαν τέτοια αγάπη, το ξέρουμε, ότι πλέον κι αν τρώμε, κάποτε, από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι λιμώ απολλύμεθα..
Ποτέ δεν θα χορτάσουμε με κάτι λιγότερο. Γιατί αυτό που αλλοιώνει τον άνθρωπο  οριστικά, είναι η αγάπη. Και αυτό είναι που θα τον οδηγεί πάντοτε προς το Θεό. Είναι ένας φυσικός δεσμός, χωρίς βία, χωρίς ανάγκη, χωρίς χρονικό προσδιορισμό. Θα έλεγα είναι μια αγάπη υποστατική.

Ελεύθερα δίδεται, ελεύθερα επιστρέφει.
Υπάρχει και όταν αποδημούμε εις χώραν μακράν, υπάρχει όταν διασκορπίσουμε την ουσίαν μας ζώντες ασώτως, υπάρχει και όταν αναστώμεθα και πορευόμεθα πίσω, στον εαυτό μας. Και επειδή αυτή η αγάπη που ζητεί τα εαυτοίς, μας αγκαλιάζει εύκολα, και εύκολα και εμείς δεχόμαστε αυτήν αγκαλιά.
Εύκολα τότε και εμείς, επιτέλους, θα εκδηθούμε τα ράκη της έως τώρα ξενιτίας μας και θα ενδυθούμε την στολήν την πρώτην.
Εύκολα, αβίαστα και ελεύθερα και εντελώς δωρεάν θα φορέσουμε το δακτύλιον της ευγενικής μας καταγωγής και στα πόδια υποδήματα και τότε θα αρχίσουμε να ευφραινόμαστε.
Γιατί μέσα σε αυτή τη κατάσταση θα είμαστε, ξανά, ο εαυτός μας. Αυτό που από πριν ήμασταν αλλά δεν καταλαβαίναμε. Και τότε σε ολόκληρο τον κόσμο μας, θα υπάρχει Γιορτή. Έτσι θα νιώθουμε εμείς.  Τον κόσμο σε γιορτή. Επειδή θα έχουμε επιστρέψει στον Πατέρα.
Μπορεί, αδελφοί μου, όταν θα αξιωθούμε να νιώθουμε αυτήν την χαρά, να υπάρχει κάποιος από εμάς, ομοούσιος αδελφός, που να μην συμμετέχει. Ίσως γιατί δεν πόνεσε τόσο και δεν καταλαβαίνει τον πόνο μας, ή ίσως δεν έφυγε ποτέ και δεν ξέρει τη χαρά της επιστροφής. ‘Η ίσως κι εκείνος ακόμα να πεινά και να νομίζει ότι δεν έλαβε και δεν έφαγε ποτέ ούτε ερίφιον με τους φίλους του, για να ευφρανθεί. Κι αυτός, ίσως μέχρι τώρα δεν χάρηκε τη περιουσία του…..
Αν γύρω μας υπάρχει αδελφός που δεν συμμετέχει στην ζωή μας, στην χαρά μας, υπάρχει γιατί δεν κατάλαβε τον πόνο μας.
Κι εκείνος από κάποιον δρόμο έρχεται προς το Πατέρα, διαφορετικό από δικό μας, σίγουρα, αλλά κι εκείνος πεινά. Σε άλλους αγρούς περιπλανήθη αυτός, σε άλλους εμείς.
Ο καθ’ ένας με τη πείνα του και τη δίψα του, την δική του, τη προσωπική.
Αλλά για όλους «ευφρανθήναι δε και χαρείναι έδει».
Τα πάντα προσφέρονται σε όλους μας, από όποιον δρόμο κι αν επιστρέφουμε. Για αυτό ας μην οργισθούμε ο ένας για τον άλλο ποτέ και ας εισέλθουμε στην χαρά του Πατρός και του Άλλου. Γιατί όσο κι αν μοιάζουμε διαφορετικοί είμαστε ίδιοι στο κατ’ εικόνα κι αν ταξιδεύουμε προς το καθ’ ομοίωσιν, κατά Θεόν, δηλαδή, Θα ενωθούμε στην χαρά του Πατρός και τότε νεκροί θα ήμασταν και θα ζήσουμε, απολωλοκότες και θα ευρεθώμεν.

   Εν Χριστώ.