Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Κυριακή της Απόκρεω


Κύριε,
«Πότε σε είδομεν……»
Ολόκληρη την ζωή μας, αναζητούμε τον εαυτό μας, ψάχνουμε το πρόσωπό μας, σε καθρέπτες, φωτογραφίες, ρόλους, ενδυμασίες και μεταμφιέσεις…..
Ολόκληρη την ζωή μας, λέμε πως ψάχνουμε τον Κύριο, πολλοί από εμάς είμαστε σίγουροι πως Τον γνωρίζουμε και αυτήν μας την βεβαιότητα, συχνά, την αποκαλούμε, πίστη.
Και δεν ξέρουμε τίποτα, και αυτή η πίστη, συχνά είναι μια μίμηση, μια μίμηση πίστης άλλων, που δεν γνωρίσαμε, ούτε έχουμε μερίδα από την πίστη τους.
Αναζητήσαμε στους αγίους πολλές φορές να μοιάσουμε και τους τιμήσαμε με εικόνες και τελετές και γονυκλισίες και βέβαια μείναμε απ’ έξω. Το εγώ μας τράφηκε και αυξήθηκε και μας απομάκρυνε όλο και πιο πολύ από το απλό, το τόσο απλό:
«Κύριε, πότε σε είδομεν…..»
Μα ο Κύριος μπορούσε να γίνει ορατός μέσα από κάθε συν-άνθρωπο μας. Αλλά από ποιόν συνάνθρωπο; Εκείνον που η πτωχεία του τον άφηνε τόσο κενόν που να βρίσκει χώρο ο Θεός. Γιατί για να έρθει ο Θεός πρέπει να φύγουν όλα τ’ άλλα. Να αδειάσεις……..
Και πότε γίνεται αυτό;
Όταν διψάς, πεινάς και αφανίζεσαι, όταν είσαι ξένος, δηλαδή μόνος και μέσα σ’ αυτήν την μοναξιά ενοικεί ο Θεός. Όταν είσαι ασθενής και η αδυναμία της αρρώστιας σε κάνει δοχείο κατάλληλο να ενοικήσει ο Θεός. Όταν είσαι στη φυλακή και σου λείπουν τα πάντα τότε, στρέφεσαι προς τον Θεό. Και ο Θεός έρχεται!!! 
Μ’ όλα αυτά, αδειάζεις από το εγώ, αδελφοί μου, μένεις μόνος, φτωχός, γυμνός, διψών και πεινών και τότε έρχεται το Όλον, το απόλυτο τίποτε συναντά το απόλυτο Όλον.
Ο άνθρωπος πρέπει να φθάσει να δεχθεί, να γίνει απόλυτα παθητικός, ήσυχος, αφημένος από όλα, και ο Θεός είναι Αυτός που έρχεται.
Ο Θεός δίνει και ο άνθρωπος δέχεται.
Είναι πιο εύκολο να προσευχηθεί ο ασθενής, απ’ ότι ο υγιής, εκείνος που πεινά, από τον χορτασμένο.
 Αυτός που στερείται, που χάνει τα πάντα, αφανίζει το εγώ και εκεί που θα λείψει το εγώ, αυτόματα, εύκολα, θα έλθει ο Θεός.
Και θα ενωθεί μαζί του.
Κι εμείς, όσοι επιστεφθήκαμε ασθενείς, πεινώντες, ή διψώντες, ή φυλακισμένους, πήραμε γεύση Θεού, γιατί, μπορεί για άλλο λόγο να πήγαμε, ούτε που καταλάβαμε που πηγαίναμε και αντί για φυλακισμένους βρήκαμε ελεύθερους, πιο ελεύθερους από εμάς, αντί για ασθενείς, βρήκαμε υγιέστερους από εμάς. Γιατί μέσα σε αυτήν τους  την πτωχεία, βρήκε χώρο ελεύθερο και ενοίκοισε ο Κύριος.
Κι εμείς, συχνά χωρίς καν να το καταλάβουμε εποτίσαμε τον Κύριο, Του εδώκαμε φαγείν και Τον εθρέψαμε.
Και είναι αυτή η συνάντηση τόσο απλή, που ούτε το καταλάβαμε.
Γιατί ούτε που καταλάβαμε πόσο εγγύς είναι ο Κύριος, πόσο πλησίον. Και με την ίδια ευκολία, με την ίδια ανοησία, χάσαμε το ραντεβού μαζί Του πάλιν γιατί δεν υποψιασθήκαμε πόσο δίπλα μας ήταν, σε ποιόν δίπλα μας ήταν.
Επειδή ο Θεός βρήκε χώρο στους ελάχιστους αδελφούς μας, γιατί μέσα σε αυτό το ελάχιστο έμεινε χώρος για τον Θεό.
Τους υπόλοιπους χώρους τους γέμισε η αλαζονεία μας, η απληστία, η φιλαυτία μας.
Η απάντηση στο «Κύριε, πότε σε είδομεν…» είναι απλή. Είναι γύρω μας και μέσα μας. Όμως πρέπει να πεινάσουμε, να διψάσουμε, να γυμνητεύσουμε, να μπούμε σε φυλακή. Ή να ανακαλύψουμε τους αδελφούς μας που είναι γυμνοί, πεινώντες, διψώντες ή εν φυλακή.
Πάντα ο μέσα εαυτός αναγνωρίζει τον έξω εαυτό.
Για να είδομε τον Κύριο στον συνάνθρωπο που πεινά, πρέπει οι ίδιοι εμείς να πεινάσουμε, να αφήσουμε να πεινάσουμε, να γυμνωθούμε, να διψάσουμε πολύ.
Να αναγκάσουμε τον εαυτό μας σε φυλακή.
Τότε θα αναγνωρίσουμε τον πλησίον, ως οικείον, ως εαυτόν.
Και ως τον ίδιον τον Θεόν.