Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Τρίτη κραυγή του Ιησού.

 

Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ΄ εμού έση εν Παραδείσω.

Μνήσθητι μου, Κύριε    με συντριβή καρδιάς ο ληστής αναφωνεί. Την ψυχή μου, Ανεξίκακε, την πλημμυρισμένη από μίση και πάθη την σμπαραλιασμένη από του πόνου και της αμαρτίας την ηδονή σώσε την, πως είσαι φιλεύσπλαχνος όλος ο κόσμος να το μάθει.

Το ξέρω ότι το μέγεθος των ανομιών μου πλήθος μεγάλο είναι κι ότι κανένας άλλος όπως εγώ, δεν διέπραξε τόσα εγκλήματα. Ήμαρτον ,Κύριε. Λυτρωτής της κολασμένης μου ζωής, Άχραντε, γίνε.

Μνήσθητί μου και απάλλαξε με από τα πολλά μου ανομήματα.

Αμαρτωλός, κακούργος, φονιάς είμαι .Σε παρακαλώ να με αξιώσεις της άπειρης κι αλογάριαστης συγγνώμης Σου κοινωνός να γίνω τη βαθιά μεταμέλεια μου για ό,τι έκανα στη ζωή μου, να νιώσεις και φλογερός κήρυκας των λόγων Σου και πιστός οπαδός Σου να μείνω.

«Αμήν, λέγω σοι, σήμερον μετ εμού έση εν τω Παραδείσω" ΄

(Αλήθεια σου λέω ότι σήμερα μαζί μου στον Παράδεισο θα είσαι. Κανέναν μετανιωμένο κακούργο ,φονιά, ληστή ποτέ δεν θ' αφήσω στα καταγώγια της Κόλασης. Εσύ πρώτος απ' όλους καλείσαι)

'Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία Σου" λέει. Κι αντιλάλησαν ως τα τρίσβαθα της ψυχής του τα λόγια. Ξύπνησε η συνείδηση του για τα τόσα του ανομήματα και κλαίει κι αναστοράται των θυμάτων του τα παρακάλια και μοιρολόγια.

Πύρινα, καυτά τα δάκρυα του στα μαγουλά του ,όλο αρμύρα . Λίγες οι στιγμές που, σταυρωμένος, του έμειναν ακόμα να ζήσει. Ατιμασμένος να πεθάνει στου Γολγοθά τα μέρη τον δίκασε η Μοίρα .

Μετανιωμένος θέλει τώρα την ψεύτικη ετούτη ζωή ν' αφήσει.

«Μνήσθητί μου, Κύριε» Με δυνατή στριγκιά παρακαλεί κραυγή που ξεφρενιασμένη από τα πονεμένα του στήθη βγαίνει. Σε λίγο πλακώνει το βαθύ σκοτάδι .Δεν περιμένει άλλην αυγή κι ακούει τον πολυπόθητο λόγο, που την ψυχή του χορταίνει:

"Αμήν λέγω σοι ,ότι μετ" εμού σήμερον έση εν τω Παραδείσω".

 Όλα γύρω του φωτίστηκαν από μια λάμψη ουράνια, θεϊκή "Μετανιωμένος, στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη δεν θα σε αφήσω σύντροφο κι αδελφό μου θα σε δεχτώ στην αγκαλιά μου την πατρική"

Αγάλια αγάλια τρέχουν σαν βρύση τα δάκρυα από τα δυο του τα μάτια και μουσκεύουν το ξύλο του σταυρού και σταλαγματίζουν στο χώμα, ώρα που η καρδιά του ληστή γίνεται χίλιες χιλιάδες κομμάτια γιατί ξέρει ότι από την Κόλαση θα βρεθεί στ1 ουρανού το δώμα .


Αποσπάσματα από την ποιητική συλλογή : Εφτά κραυγές αγωνίας, του Χαραλάμπους Ευσταθίου Γαλανάκη