Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Κυριακή εβδόμη εκ του κατά Λουκά


«Και είπεν ο Ιησούς. Τις ο αψάμενος μου;»
Ποιος με άγγιξε.
«Εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ’ εμού…»
Γνώρισε ο Χριστός ότι δύναμη βγήκε από μέσα Του. Αναγνώρισε ότι κάποιος Τον άγγιξε. Για αυτό και ρώτησε: «τις ο αψάμενος μου;»
 Ο όχλος Τον συνέχει και Τον αποθλίβει, αλλά κανείς δεν Τον αγγίζει. Για αυτό και κανέναν δεν ανα-γνωρίζει. Λέγει, εγώ ξέρω, ότι δύναμη εξήλθε απ εμού.
Αρνούνται όλοι, αγαπητοί μου αδελφοί. Ενώ συνέχουν και συνθλίβουν, δεν αγγίζουν. Μόνο εκείνη η γυναίκα, εκείνη που χρόνους δώδεκα αιμορροούσε και «εις ιατρούς προσαναλώσασα όλον τον βίον, ουκ ίσχυσεν υπ ουδενός θεραπευθήναι», τρέμουσα, ήλθε και προσπεσούσα, είπε για την αιτία που άγγιξε τον Κύριο.
Η γυναίκα αυτή, δώδεκα χρόνους αιμορραγούσε και ξόδευε τον βίο της. Έψαχνε όμως την σωτηρία της. Για αυτό και σήμερα ήλθε πίσω από τον Κύριο και άγγιξε την άκρη των ιματίων Αυτού. Και ιάθη παραχρήμα.
Προσέξατε, αγαπητοί μου αδελφοί, την μεγάλη αυτή διαφορά ανάμεσα στην πίστη του όχλου και στην πίστη αυτής της γυναίκας. Εκείνοι αποθλίβουν και αυτή αγγίζει. Εκείνοι αρνούνται και η γυναίκα τρεμούσα, εξομολογείται.
Στην ίδια συνάντηση, έρχεται και ένα άλλο πρόσωπο, ο άρχων της συναγωγής, ο Ιάειρος. Η μοναχοκόρη του, δωδεκάχρονη, πεθαίνει. Για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης, τα δωδέκατα γενέθλια είχαν πολύ μεγάλη σημασία και οι γονείς των παιδιών εόρταζαν με μεγάλη συγκίνηση αυτήν την ημέρα. Ήταν η ενηλικίωση κατά κάποιο τρόπο, το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενήλικο. Και ο Ιάειρος, αντί να εορτάσει και αυτός αυτήν την μεγάλη εορτή, έχει το μόνο του παιδί, ετοιμοθάνατο. Και κατευθύνεται και αυτός προς τον Χριστό.
«Εν δε τω υπάγει αυτόν, όχλοι συνέπνιγον αυτόν». Πάλιν, η ίδια περιγραφή. Πάλιν. Όχλος που συνπνίγει. Και τα δύο πρόσωπα της σημερινής παραβολής που διαφέρουν, ο αρχισυνάγωγος και η αιμορροούσα, που έχουν κάτι κοινό: Είναι και οι δύο σε φοβερά δύσκολη θέση.
Δωδεκαετής η μοναχοκόρη, δώδεκα έτη αιμορροούσα η γυναίκα. Και οι δύο διασώζουν μια πολύ σημαντική διαφορά.
Αναγνωρίζονται από τον Χριστό. Και συναντώνται μαζί Του, εκεί που οι άλλοι χάνονται. Χάνονται, αγαπητοί μου αδελφοί, ενώ είναι και εκείνοι δίπλα. Όμως κανείς δεν απαντά στο «τις ο αψάμενος μου». 
Έχουμε μια άρνηση και μια ομολογία. Έχουμε μια ποσοτική και μια ποιοτική διαφορά, στην πίστη.
Οι όχλοι συνέχουν μα δεν αγγίζουν. Και εκείνοι πιστεύουν αλλά ποσοτικά, δίχως την ποιοτική λεπτότητα εκείνης που δώδεκα χρόνια, άδειαζε και ξόδιαζε όλον τον βίο της και το αίμα της.
Και δίπλα σ’ αυτήν την πίστη, ο Κύριος θα δώσει, θα παραδώσει, μιαν μεγάλη απάντηση.
«Ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει».
Θάρσει θύγατερ, λοιπόν, εάν σε όλη σου αυτήν την πορεία, διατήρησες την ευγένεια της ψυχής σου, αν μπόρεσες, ελθούσα «όπισθεν αυτού» να αγγίξεις την άκρη των ιματίων Του, θα ιαθείς παραχρήμα. Και η κόρη, εγείρου.
 «Και ανέστη παραχρήμα».
Και στις δύο γυναίκες η ανατροπή γίνεται «παραχρήμα».
Αλλά χρειάζεται να προσέξουμε την τελευταία φράση αυτών των γεγονότων, αγαπητοί μου αδελφοί.
«Μηδενί ειπείν το γεγονός».
Μέσα σ’ αυτήν την προτροπή του Κυρίου κορυφώνεται σε ψυχική ένταση, η αντιδιαστολή με τον τρόπο που πλησιάζουν οι όχλοι τον Χριστό. Με τον τρόπο δηλαδή που αποτυγχάνουμε να γνωρίσουμε και να αναγνωριστούμε προσωπικά από Εκείνον. Εάν στο «τις ο αψάμενος μου;» δεν έχουμε απάντηση, τότε ούτε και την ανάσταση μπορούμε να μάθουμε.
«Μηδενί ειπείν το γεγονός»
Ζούμε αδελφοί μου εποχή που συνπνίγει, συνέχει και αποθλίβει. Συνπνίγει εκείνη την πίστη που ανατρέπει «παραχρήμα».
Συνέχει τους ανθρώπους μετατρέποντας τους σε όχλο, έτσι που κανείς να μην τολμά, προσωπικά να απαγγείλει ενώπιον παντός του λαού, το πάθος του αλλά και την θεραπεία.
Είδατε ότι η γυναίκα μίλησε και για την αιτία που την έκανε να Τον αγγίξει. Και αποθλίβει ο όχλος, με την λαιμαργία εκείνη την ανυπόμονη που απαιτεί την σωτηρία χωρίς να την πιστεύει πραγματικά. Για αυτό και ο Χριστός αποκαλύπτει ότι
«ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει»..
«κατεγέλων αυτού»…
Εκείνοι που λίγο πριν, όταν η κόρη ήταν νεκρή, «έκλαιον δε πάντες και εκόπτοντο αυτήν», τώρα «κατεγέλων αυτού».

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

Βίος του Αγίου Δημητρίου.

 

 Ο Μεγαλομάρτυς Άγιος Δημήτριος, γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-304) και Μαξιμιανού (286-305), σε μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη για την Εκκλησία, διότι στα χρόνια αυτά είχαν ξεσπάσει οι φοβερότεροι διωγμοί κατά των Χριστιανών, όπου ολόκληρα νέφη μαρτύρων έχυσαν το αίμα τους για την πίστη τους στο Χριστό.

Από τους πιστούς γονείς του κληρονόμησε βαθιά ευσέβεια. Αυτό τον έκανε να γίνει ένας ένθερμος χριστιανός νέος, στολισμένος με τις αρετές και τα χαρίσματα που απορρέουν από τη χριστιανική ζωή. Η αξιόλογη μόρφωσή του τον ανέδειξε και δάσκαλο της χριστιανικής πίστης. Οι γνώσεις του και προπαντός το λαμπρό του παράδειγμα έλκυε πλήθος ειδωλολατρών στη σώζουσα πίστη του Χριστού.

Ως έφηβος κλήθηκε να υπηρετήσει στο ρωμαϊκό στρατό. Θεώρησε όμως καθήκον του να κάνει γνωστό στο νέο περιβάλλον το Σωτήρα Χριστό, ως τον αληθινό Θεό. Ο ενθουσιασμός του και το λαμπρό παράδειγμά του μετέστρεψαν πλήθος στρατιωτών στη νέα πίστη.

Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Το ρωμαϊκό κράτος και ιδιαίτερα ο ρωμαϊκός στρατός, έτρεφε φοβερό μίσος κατά του Χριστιανισμού. Κατά χιλιάδες συλλαμβάνονταν οι χριστιανοί και οδηγούνταν στα μαρτύρια. Ο φημισμένος Δημήτριος δε θα μπορούσε να μείνει κρυφός. Με την επίσκεψη του φοβερού Μαξιμιανού στη Θεσσαλονίκη, ήταν από τους πρώτους που συνελήφθη. Αφού ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στο Χριστό, κλείστηκε στις φυλακές και περίμενε με καρτερία το μαρτύριο.

Ο υπερφίαλος και αλαζονικός αυτοκράτορας έφερε μαζί του έναν φοβερό γιγαντόσωμο και κακούργο στρατιώτη τον Λυαίο, ο οποίος καυχιόταν πως οι «θεοί» του είχαν δώσει ανίκητη δύναμη ώστε να νικά κάθε μη πιστό της ειδωλολατρίας. Επιδεικτικά ο Μαξιμιανός οργάνωσε στο στάδιο της πόλης αγώνες, καλώντας όλους όσοι ήθελαν να πολεμήσουν μαζί του, με σκοπό να μειώσει το Θεό των Χριστιανών στα μάτια του ειδωλολατρικού όχλου. Φόβος και τρόμος κατέλαβε τους θεσσαλονικείς, διότι πίστευαν ότι δεν θα έβγαιναν ζωντανοί από τα χέρια του γίγαντα ειδωλολάτρη. Ένας όμως πιστός νέος από τον κύκλο του Δημητρίου, ονόματι Νέστωρ, θεώρησε μεγάλη προσβολή την πρόκληση των μισαλλόδοξων ειδωλολατρών και αποφάσισε να παλέψει με τον Λυαίο. Πρώτα όμως έσπευσε στη φυλακή να συμβουλευθεί το Δημήτριο κα να ενδυναμωθεί από αυτόν. Ο Νέστωρ πήρε μεγάλο θάρρος, πήγε στο στάδιο, αντιπαρατάχτηκε με τον αλαζονικό Λυαίο και με την επίκληση «Θεέ Δημητρίου βοήθει μοι» τον θανάτωσε, προς μεγάλη απογοήτευση και καταισχύνη του ειδωλολατρικού όχλου και ανείπωτη χαρά των Χριστιανών.

Ο φοβερός Μαξιμιανός καταντροπιάστηκε από το γεγονός αυτό. Δεν περίμενε ένας αδύναμος νέος να σκοτώσει το καύχημά του, τον γίγαντα Λυαίο. Το γεγονός αυτό τον εξαγρίωσε και τον έστρεψε κατά του δέσμιου Δημητρίου. Έδωσε διαταγή να μεταβεί ένα απόσπασμα στρατιωτών στις φυλακές, να κατατρυπήσουν το δέσμιο Δημήτριο με τις λόγχες τους, ώστε να υποστεί αργό και βασανιστικό θάνατο. Ο άγιος υπέμεινε με πρωτοφανές θάρρος το μαρτύριο, συγχωρώντας τους δημίους του και δοξολογώντας το Θεό. Ο ένδοξος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο, λαβαίνοντας τον τιμημένο και αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου. Κατόπιν αποκεφάλισαν και τον άγιο Νέστορα. Το τίμιο λείψανό του, όπως και του αγίου Νέστορα, τα παρέλαβαν οι πιστοί με μεγάλη ευλάβεια, όπως ταιριάζει σε ήρωες της πίστης του Χριστού και τα ενταφίασαν με τιμές.

Ο Άγιος Δημήτριος και μετά το θάνατό του ευεργετούσε τους θεσσαλονικείς με άπειρα θαύματα. Κάποιος συγκρατούμενος του Αγίου ονόματι Λούπος, κατά την ώρα του μαρτυρίου, έβαψε το δακτυλίδι του μάρτυρα στο τίμιο αίμα του, με το οποίο κατόπιν έκανε πολλά θαύματα. Αλλά συνελήφθη και αυτός και υπέστη μαρτυρικό θάνατο. Ο τάφος του αγίου Δημητρίου ανέβλυζε πολύτιμο μύρο, θεραπεύοντας πλήθος ασθενών, ακόμα και ειδωλολάτρες, οι οποίοι γινόταν κατόπιν ένθερμοι Χριστιανοί. Ο άγιος και νεκρός ακόμα συνέχιζε να μεταστρέφει ανθρώπους στο Χριστό!

Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν σταμάτησαν οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας, οι πιστοί της Θεσσαλονίκης έκτισαν ναό στον τόπο του μαρτυρίου του αγίου και τον ανακήρυξαν προστάτη της πόλης τους. Αργότερα τον 5ο αιώνα κατεδαφίστηκε ο παλιός ναός και στη θέση του κτίστηκε μεγαλόπρεπη βασιλική, η οποία δεσπόζει μέχρι σήμερα στην συμπρωτεύουσα και μέσα σ’ αυτή φυλάσσονταν τα θαυματουργά λείψανά του. Αυτά όμως αργότερα, την εποχή της Φραγκοκρατίας, τα άρπαξαν οι αιρετικοί παπικοί Φράγκοι και τα μετέφεραν στη Δύση, προς μεγάλη λύπη των πιστών της Θεσσαλονίκης και όλων των Ορθοδόξων. Μόνο το κενό μνημείο του αγίου έμεινε στα υπόγεια του μεγαλόπρεπου ναού, για παρηγοριά των πιστών. Ευτυχώς όμως πριν λίγα χρόνια, η παπική «εκκλησία» επέστρεψε στην πόλη του αγίου την τίμια κάρα του, η οποία φυλάσσεται στο ναό του, ως το πολυτιμότερο σέβασμα της πόλεως.

Η μνήμη του Αγίου Δημητρίου εορτάζεται στις 26 Οκτωβρίου και του αγίου Νέστορα την επομένη ημέρα. Οι Θεσσαλονικείς, όπως και όλοι οι όπου γης ορθόδοξοι, τιμούν όπως ταιριάζει τον προστάτη και πολιούχο τους και εκείνος ανταποκρίνεται. Δεν είναι βεβαίως τυχαίο πως η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης έγινε στις 26 Οκτωβρίου 1912, ημέρα της μνήμης του!

 

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Η δύναμη της Προσευχής.

 

Η προσευχή έχει τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε θα μπορούσαμε να πούμε: «Προσεύχου και κάνε ό,τι θέλεις», η προσευχή θα σε οδηγήσει στο σωστό και στο αγαθό. Το μόνο που χρειάζεται για να ευαρεστήσουμε το Θεό είναι η αγάπη: «Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις», έλεγε ο ιερός Αυγουστίνος, «επειδή εκείνος που αγαπά αληθινά δεν μπορεί να θέλει τίποτε άλλο παρά αυτό που ευχαριστεί τον αγαπώμενο». Αφού η προσευχή είναι έκχυση αγάπης, μπορούμε κατ’ αναλογία να πούμε: «Η αδιάλειπτη προσευχή είναι αρκετή για να κερδίσεις τη σωτηρία». «Προσεύχου και κάνε ό,τι θέλεις» και θα επιτύχεις το σκοπό της προσευχής. Αυτή θα σε φωτίσει.

Για να το καταλάβουμε καλύτερα, ας δούμε κάποια παραδείγματα:

1. Προσεύχου και σκέψου ό,τι θέλεις. Η προσευχή θα εξαγνίσει τις σκέψεις σου. Η προσευχή θα σου δώσει διάκριση, θα διώξει κάθε κακό λογισμό. Είναι αυτό για το οποίο μας βεβαιώνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης: Αν θέλεις να καθαρίσεις το νου σου και να διώξεις τους κακούς λογισμούς, «φυγάδευσε τους δια της προσευχής», διότι τίποτε δεν μπορεί να κυριαρχήσει επί των λογισμών όπως αυτή. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει για το ίδιο θέμα: «Ιησού νόματι μάστιζε πολεμίους», δηλαδή να μαστιγώνεις τους εχθρούς με το όνομα του Ιησού, διότι ούτε στη γη ούτε στον ουρανό θα βρεθεί άλλο όπλο ισχυρότερο από αυτό.

2. Προσεύχου και κάνε ό,τι θέλεις. Οι πράξεις σου θα ευχαριστούν το Θεό και θα είναι χρήσιμες και σωτήριες. Η συχνή προσευχή, για οποιοδήποτε θέμα, δε μένει ποτέ άκαρπη, διότι μέσα της έχει τη δύναμη της Χάρης: «Κα σται πας ς ν πικαλέσηται τ νομα Κυρίου σωθήσεται» (Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. β΄ 21). Για παράδειγμα: ένας άνθρωπος που προσευχήθηκε χωρίς επιτυχία και χωρίς ζήλο, έλαβε από την προσευχή αυτή τη διάκριση και την επιθυμία της μετάνοιας. Μία κοπέλα που ζούσε απρόσεκτη ζωή προσευχήθηκε, όταν επέστρεψε στο σπίτι της, και η προσευχή της έδειξε το δρόμο της αγνότητας και της υπακοής στις εντολές του Χριστού.

3. Προσεύχου και μη κοπιάζεις πολύ να νικήσεις τα πάθη σου με τη δική σου δύναμη. Η προσευχή θα τα εξαλείψει από μέσα σου, επειδή «μείζων στν ν μν ν τ κόσμ» (Επιστολή Ιωάννου Α΄, κεφ. δ΄, 4), λέει η Αγία Γραφή. Ο Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος διδάσκει ότι, αν δεν έχεις το δώρο της αυτοκυριαρχίας, δεν πρέπει να θλίβεσαι, αλλά να γνωρίζεις ότι ο Θεός σου ζητά να επιμελείσαι το έργο της προσευχής και η προσευχή θα σε σώσει. Ένα καλό παράδειγμα είναι ο πνευματικός εκείνος, στο βιβλίο «Η ζωή των Πατέρων», ο οποίος, όταν έπεσε στην αμαρτία, δεν απογοητεύτηκε, αλλά κατέφυγε στην προσευχή και δι’ αυτής ξαναβρήκε την πνευματική του ισορροπία.

4. Προσεύχου και μη φοβάσαι τίποτε. Ούτε ατυχίες ούτε καταστροφές. Η προσευχή θα σε προστατέψει και θα αποσοβήσει κάθε κακό. Να θυμάσαι τον Απόστολο Πέτρο που είχε ολιγοπιστία και άρχισε να βυθίζεται, τον Απόστολο Παύλο που προσευχόταν μέσα στη φυλακή, το μοναχό που η προσευχή τον απάλλαξε από τις επιθέσεις του πειρασμού, την κοπέλα που δια της προσευχής, σώθηκε από τις κακές προθέσεις ενός στρατιώτη και πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις που δείχνουν τη δύναμη, την ισχύ, την παγκοσμιότητα της προσευχής στο όνομα του Ιησού.

5. Προσεύχου με όποιον τρόπο θέλεις, αλλά μην αφήνεις τίποτε να σε αποτραβήξει από την προσευχή. Να είσαι χαρούμενος και γαλήνιος. Η προσευχή θα τα τακτοποιήσει όλα και θα σε διδάξει. Να θυμάσαι συχνά τα λόγια του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του οσίου Μάρκου του Ασκητή για τη δύναμη της προσευχής. Ο πρώτος δηλώνει ότι η προσευχή, ακόμη κι αυτή που κάνουμε εμείς, οι γεμάτοι με τόσες αμαρτίες, μας καθαρίζει αμέσως. Ο δεύτερος πάλι λέει: «Το να προσευχόμαστε εναπόκειται στη διάθεσή μας, αλλά το να προσευχόμαστε με καθαρότητα είναι δώρο της θείας χάρης». Πρόσφερε λοιπόν στο Θεό αυτό που είναι στο χέρι σου να προσφέρεις. Δώσε Του, στην αρχή, μόνο την ποσότητα, αυτό που μπορείς, και ο Θεός θα εκχύσει δύναμη στη δική σου αδυναμία. Η προσευχή, ακόμη κι αν είναι ξηρή ή διασπασμένη, όταν είναι συνεχής, θα δημιουργήσει συνήθεια, θα γίνει δεύτερη φύση και θα μεταβληθεί σε καθαρή, φωτεινή, θαυμαστά φλογερή προσευχή.

6. Κλείνοντας, έχει σημασία να σημειώσουμε ότι, όταν επιμηκύνεται ο χρόνος της επαγρύπνησης στην προσευχή, τότε δε μένει χρόνος για να κάνεις κακές πράξεις αλλά ούτε καν να σκεφθείς κάτι κακό.

Οι περιπέτειες ενός προσκυνητή, μετάφραση Κατερίνα Τσαλίκη.

 

 

 

 

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Κυριακή έκτη εκ του κατά Λουκά


«Τι εμοί και σοι, Ιησού, Υιέ του Θεού του υψίστου;»
Αυτό αναφωνεί ο δαιμονισμένος προς τον Χριστό, στην σημερινή τους συνάντηση. Δύο πράγματα εντελώς ξεχωριστά, εντελώς ανόμια. Και τα όρια ξεκάθαρα. Καμιά σχέση ανάμεσα σε εμένα και εσένα, λέγει ο δαιμονισμένος. Και δίνει ακόμα ένα σημαντικό στοιχείο σε αυτήν την συνάντηση: αποκαλεί τον Χριστό, Υιό του Θεού. Τον αναγνωρίζει και τον προσφωνεί με το όνομα Του. Και όταν ο Κύριος του ζητά το δικό του όνομα, «τι σοι εστίν όνομα;», «Λεγεών» απαντά. Αυτό δεν είναι όνομα, δεν καθορίζει κάτι το προσωπικό. Δείχνει μόνον το πλήθος των δαιμονίων, τον αριθμό.
Προσέξατε, αγαπητοί μου αδελφοί. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να μπορείς να δηλώσεις το όνομά σου.
Τι σοι εστίν όνομα; Ποιοι είμαστε; Ο δαίμονας δεν έχει όνομα. Δεν έχει δική του υπόσταση. Κατοικεί εκεί που του επιτρέπετε, στον άνθρωπο του οποίου οι αμαρτίες του ή η θεία παραχώρηση του άφησαν χώρο.
Για αυτό, όταν ο Κύριος του επιβάλει να εξέλθει από τον άνθρωπο εκείνο, ζητά την άδεια η λεγεώνα των δαιμόνων, να πάει στους χοίρους. Για να βρει ξενιστή. Αλλά, προσέξατε αγαπητοί μου αδελφοί, ο άνθρωπος που κατείχετο από αυτούς τους δαίμονες, επιβίωνε. Ζούσε απομονωμένος σε μνήματα και σε ερημιές, μακριά από την κοινωνία των ανθρώπων, αλλά ζούσε.
Οι χοίροι όμως κατακρημνίσθηκαν και επνίγησαν στην λίμνη. Έχει μεγάλη αξία ένας άνθρωπος για το Θεό. Αναζητά ο ίδιος ο Θεός την συνάντηση Του μαζί του. Και την σωτηρία του. Δεν αφήνει τον δαιμονισμένο να χαθεί όπως εχάθησαν αμέσως οι χοίροι. Τον ελευθερώνει. Και εκείνος κάθεται «ιματισμένος και σωφρονούν παρά τους πόδας του Ιησού.» Τι όμορφη εικόνα.
Παρά τους πόδας του Ιησού.
Και οι συνάνθρωποί του; Που τον γνώριζαν να κατοικεί στα μνήματα που τον έδεναν με χειροπέδες και αλύσους και τον έδιωχναν στις ερήμους;
Πώς αντιμετώπισαν αυτήν την θαυμαστή αλλαγή; «εφοβήθησαν» μας λέγει το Ευαγγέλιο.
Εφοβήθησαν.
Για άλλη μια φορά βλέπουμε αυτήν την ψυχική αντίδραση, του φόβου του ανθρώπου εμπρός στην ανατροπή της «αφύσικης» κατάστασης.
Συμβιβάζεται, αγαπητοί μου αδελφοί, εύκολα η ανθρώπινη κοινότητα με τον εξοστρακισμό, με την παθολογία. Εύκολα οι άνθρωποι αποπέμπουν εις τας ερήμους αυτόν που πάσχει, τον δένουν με αλύσσους και χειροπέδες. Γιατί ο άνθρωπος έχει την τάση να ταυτίζει
την πάθηση με τον πάσχοντα. Έτσι, διώκοντας τον φέροντα τα δαιμόνια, νομίζει ότι απαλλάσσεται από τα δαιμόνια. Τα «περιορίζει» θα λέγαμε, θυσιάζοντας έναν συνάνθρωπο. Και όταν αυτό το θύμα αποκτά την ελευθερία του, οι συνάνθρωποί του φοβούνται. Γιατί το «κακό» δεν έχει πια τόπο να προβάλλεται. Και αν ο δαιμονισμένος, δεν μένει αλυσοδεμένος και μακριά μας, άραγε ποιοι κίνδυνοι μας απειλούν;
Και ζητούν από τον Ιησού «απελθείν απ αυτών». Να φύγει μακριά από τα όριά τους.
Ο δε δαιμονισμένος παρακαλεί να παραμείνει κοντά στον Χριστό. Όμως, Εκείνος τον διατάζει «υπόστρεφε εις τον οίκο σου, και διηγού όσα εποίησε σοι ο Θεός».
Οι Γαδαρηνοί διώχνουν τον Ιησού, πέρα από τα όρια τους αλλά ο Ιησούς στέλνει τον άνθρωπο πίσω εις τον οίκον του. Για να ζήσει. Να ομολογήσει. Μέσα στα παλιά του όρια. Στον οίκο του. Αλλά τώρα να κηρύξει «όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς».
Άπειρη είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.
Και η κάθε συνάντηση μας μαζί Του μια ευκαιρία για ελευθερία. Από την «λεγεώνα» των δαιμονίων που μας κρατούν δεμένους με αλύσους και χειροπέδες. Που μας οδηγούν στα μνήματα ή που μας γεμίζουν φόβους, τέτοιους φόβους που να λέμε «απελθείν αφ υμών». Που να αγαπάμε τους χοίρους μας, περισσότερο από τους αδελφούς μας. Και να ζούμε στα όρια μας, τα περιορισμένα μας όρια, με φόβο.
Βέβαια έρχεται κάποια στιγμή που οι χοίροι μας κατακρημνίζονται και πνίγονται. Και οι αποδιοπομπαίοι σωφρονίζονται.
Αν μείνουμε στην σκλήρυνση μας;
Τότε, «αυτός εμβάς εις το πλοίον υπέστρεψεν».
Ο Κύριος, μας αφήνει.
Επιστρέφει.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Η ησυχία είναι μυστική προσευχή.

 

 

Η ησυχία είναι μεγάλη υπόθεση. Ακόμη και να μην προσεύχεται κανείς, και μόνο με την ησυχία προσεύχεται. Είναι μυστική προσευχή και πολύ βοηθάει στην προσευχή σαν την άδηλη αναπνοή στον άνθρωπο. Αυτός που κάνει δουλειά πνευματική στην ησυχία βυθίζεται μετά στην ευχή. Ξέρεις τι θα πει βυθίζεται;

Το παιδάκι, όταν λουφάζει στην αγκαλιά της μάνας, δεν μιλάει. Είναι ένωση πλέον, επικοινωνία.

Η εξωτερική ησυχία, μακριά από τον κόσμο, με την διακριτική άσκηση και την αδιάλειπτη προσευχή, πολύ γρήγορα φέρνει και την εσωτερική ησυχία –την ειρήνη της ψυχής  η οποία είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την πνευματική λεπτή εργασία. Τότε πια ο άνθρωπος δεν ενοχλείται από την εξωτερική ανησυχία, γιατί στην ουσία μόνον το σώμα βρίσκεται στην γη, ενώ ο νους βρίσκεται στον Ουρανό.

Πάντως, νομίζω, δεν είναι τόσο ο εξωτερικός θόρυβος που ενοχλεί, όσο η μέριμνα. Πρέπει να φθάσει ο άνθρωπος στην θεία αφηρημάδα, για να ζήσει την εσωτερική ησυχία και να μην ενοχλείται από τον θόρυβο στην προσευχή. Φθάνει στο σημείο εκείνο της θείας αφηρημάδας που δεν ακούει πια τους θορύβους ή τους ακούει όταν θέλει ή, μάλλον, όταν κατεβαίνει ο νους από τον Ουρανό.

Και θα φθάσει σ’ αυτό το σημείο, αν δουλέψει πνευματικά, αν αγωνισθεί. Τότε θα ακούει όποτε αυτός θέλει.

Οι μέριμνες απομακρύνουν από τον Θεό. Όταν υπάρχει πολύς περισπασμός, υπάρχουν πολλά πνευματικά παράσιτα και οι πνευματικοί ασύρματοι δεν εργάζονται με σήματα καλά.

 

 Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου – ΛΟΓΟΙ Α’ «Με Πόνο και Αγάπη».

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Άγιος Λογγίνος ο Εκατόνταρχος.

 

Ο στρατιώτης που βρισκόταν κάτω από το σταυρό και εκέντησε με τη λόγχη του την πλευρά του Χριστού μας και καθώς εκείνος παρέδωσε το πνεύμα Του, φοβισμένος, ψιθύρισε» Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος».

Ο Άγιος Λογγίνος έζησε επί Τιβερίου. Καταγόταν από την Καππαδοκία και υπηρετούσε στο ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχος, υπό τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου, ηγεμόνος της Ιουδαίας. Έλαβε διαταγή να εκτελέσει μαζί με τους, άνδρες του την απόφαση του Πιλάτου, πού οδήγησε στο άγιο Πάθος του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και να φυλάξουν τον τάφο, από φόβο μήπως οι μαθητές κλέψουν το σώμα και διαδώσουν ότι ο Χριστός ανέστη. Έτσι λοιπόν ο Λογγίνος είδε ως αυτόπτης μάρτυρας όλα τα θαυμαστά σημεία πού συνόδευσαν το Πάθος του Κυρίου: τη γη πού εσείσθη, το σκότος πού απλώθηκε πάνω στη γη, το καταπέτασμα του Ναού πού σχίσθηκε στα δύο από άνω έως κάτω, τις πέτρες πού εσχίσθησαν, τα μνημεία πού ανεώχθησαν και τα πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων πού ηγέρθησαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς. Βλέποντας αυτά τα θαυμάσια, άνοιξαν οι οφθαλμοί της καρδιάς του και ο εκατόνταρχος αναφώνησε: Αληθώς Υιός Θεού ην ούτος! (Ματθ. 27, 54 Μάρκ. 15, 39).

Όταν την τρίτη ημέρα, οι φύλακες του μνημείου έγιναν μάρτυρες της εμφανίσεως του αγγέλου στις μυροφόρες γυναίκες, τους κατέλαβε τρόμος σφοδρός και έμειναν σαν νεκροί. Κάποιοι απ’ αυτούς πήγαν στους αρχιερείς και ανέφεραν τα γεγονότα. Συνεδρίασαν οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και αποφάσισαν να δώσουν στον Λογγίνο και στους στρατιώτες του παχυλή αμοιβή ώστε να διαδώσουν ότι ήλθαν τη νύκτα οι μαθητές και έκλεψαν το σώμα, ενόσω οι φύλακες κοιμούνταν. Φωτισθέντες όμως από το φως της πίστεως στην Ανάσταση του Κυρίου, ο εκατόνταρχος και δύο στρατιώτες αρνήθηκαν τα αργύρια. Τότε παραιτήθηκε ο Λογγίνος από το αξίωμα του εκατοντάρχου και το στράτευμα, και επέστρεψε στην πατρίδα του την Καππαδοκία για να μεταδώσει το ευαγγέλιο κατά μίμηση των αγίων Αποστόλων. Το πληροφορήθηκε ο Πιλάτος και, παρακινημένος από τα αργύρια και τα δώρα των Ιουδαίων πού διψούσαν για εκδίκηση, έστειλε στον αυτοκράτορα Τιβέριο επιστολή καταγγέλλοντας τον Λογγίνο.

Κατά θεία πρόνοια, οι στρατιώτες πού έστειλε ο Τιβέριος στην Καππαδοκία για να βρουν τον πρώην εκατόνταρχο, σταμάτησαν δίχως να το ξέρουν στο σπίτι όπου είχε καταλύσει ο Λογγίνος. Του ζήτησαν να τους παράσχει κατάλυμα και πληροφορίες για τον εκατόνταρχο, τον οποίο δεν είχαν δει ποτέ τους.

Ο άγιος τους υποδέχθηκε ο ίδιος με τον φιλόξενο τρόπο που διακρίνει τους μαθητές του Χριστού. Κατά τη διάρκεια της συζητήσεως του φανέρωσαν τον πραγματικό τους σκοπό. Άφατη χαρά ένιωσε ο Λογγίνος μαθαίνοντας το νέο και περιποιήθηκε ακόμα περισσότερο τους φιλοξενουμένους του. Τους εγκατέστησε άνετα στο σπίτι και γαλήνιος πήγε να ετοιμάσει τον τάφο και όλα τα αναγκαία για την κηδεία του. Πήγε μετά και βρήκε τους δύο συντρόφους του, πού είχαν φύγει μαζί του από την Παλαιστίνη, και τους έπεισε να προσέλθουν από κοινού στο μαρτύριο.

Επέστρεψε κατόπιν στους φιλοξενουμένους του και τους αποκάλυψε πώς ήταν ο Λογγίνος, εκείνος τον οποίο ζητούσαν να θανατώσουν. Οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορος έμειναν άναυδοι μπροστά στο θάρρος του αγίου και βαθύτατη θλίψη ένιωσαν στην ιδέα ότι θα έπρεπε να θανατώσουν εκείνον ο οποίος τους παρείχε τόσο πλουσιοπάροχη φιλοξενία. Ο άγιος όμως τους ικέτευε να μη χρονοτριβούν και να πράξουν το καθήκον τους, ώστε ο ίδιος και οι σύντροφοί του να συναντήσουν και να συνευφρανθούν με τον Κύριο και Αφέντη τους. Με βαριά καρδιά, οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορος αποκεφάλισαν τους τρεις μαθητές του Χριστού και έστειλαν την κεφαλή του Λογγίνου στα Ιεροσόλυμα, ώστε ο Πιλάτος και οι Ιουδαίοι να βεβαιωθούν για τη θανάτωσή του. Την κάρα του αγίου την έριξαν σ’ έναν λάκκο με κοπριά στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ.

Κι έτυχε εκείνο τον καιρό, κάποιας γυναίκας χήρας από την Καππαδοκία με τ’ όνομα Άννα, να πάθουν τα μάτια της και να τυφλωθεί. Καιρό πολύ γύριζε στους γιατρούς, στην Καισάρεια και σε άλλες πολιτείες, χωρίς να δει κανένα όφελος. Τότε σκέφθηκε να πάει στα Ιεροσόλυμα, να προσκυνήσει τα Άγια μέρη και τον Τάφο εκείνο, πού γι’ αυτόν ο γλυκόλογος άνθρωπος, πού λεγόταν Λογγίνος, είχε μιλήσει κάποτε στα πλήθη της Καππαδοκίας, σπέρνοντας στην ψυχή τους την αλήθεια. Εκεί να ζητήσει το έλεος του Θεού, για τα τυφλωμένα μάτια της. Πήρε λοιπόν τον μοναχογιό της και κίνησε κατεβαίνοντας από τα βουνά κατά τους κάμπους και πήγε το παιδί, κρατώντας την από το χέρι, έως τα Ιεροσόλυμα. Και φθάνοντας στα Άγια χώματα, ο γιός της χήρας έπεσε άρρωστος και σε λίγες μέρες πέθανε. Έκλαιγε η τυφλή γυναίκα κι έχυνε δάκρυα, συντριμμένη από την θλίψη. «Γιατί, έλεγε, τώρα έχασα για δεύτερη φορά το φως των ματιών μου;» Κι ήτανε απαρηγόρητη και θρηνούσε ολομόναχη ανάμεσα στα τείχη της Ιερουσαλήμ, σαν σε έρημο.

Και να, στη νύχτα της δυστυχίας της, ξαφνικά της φανερώνεται ο Άγιος Λογγίνος και την παρηγορεί:

– Χαροκαμένη μητέρα, μην κλαις, της είπε με καλοσύνη. Θα σου δείξω πού βρίσκεται ο μοναχογιός σου, στη δόξα του Κυρίου, και θα ξαναβρείς το φως των ματιών σου. Θυμήσου όσα μίλησα κάποτε για το Χριστό το Σωτήρα μας, για τα Πάθη και την Ανάστασή του, πού είδα με τα μάτια μου. Και μάθε, πώς ο γιος σου βρίσκεται κοντά στον Ιησού. Και μάθε ακόμα, πώς οι εχθροί της αλήθειας με κυνηγήσανε και με αφανίσανε μαζί με τους συντρόφους μου, και η κεφαλή μου είναι πεταμένη στα σκουπίδια, έξω από τα τείχη. Πήγαινε να τη βρεις. Κι αφού τη βρεις, θα φέξει πάλι η μέρα για σένα και τα μάτια σου θα δούνε.

Έπεσε το σκοτάδι και το όραμα χάθηκε. Η γυναίκα σηκώθηκε από κει πού καθότανε, και ταραγμένη, κίνησε γεμάτη ελπίδα κατά πού βασιλεύει ο ήλιος και έρχονταν ο θαλασσινός αέρας με τη μυρουδιά των σκουπιδιών. Και παρακάλαγε τους περαστικούς να τη βοηθήσουνε και να την πάνε στο μέρος όπου η πολιτεία αφήνει τις ακαθαρσίες της. «Οδηγείστε με όπου είναι τα πολλά σκουπίδια», έλεγε, κι εξηγούσε στους ανθρώπους το μέρος όπου της φανερώθηκε το όραμα.

Φθάνοντας εκεί ψηλάφησε το μέρος και το αναγνώρισε, κι άρχισε να ανασκαλεύει με τα χέρια. Κι όταν ένιωσε κάτω από τα δάκτυλά της εκείνο πού ζήταγε, μεμιάς σκόρπισε η καταχνιά, και στου ήλιου το φως είδε την κεφαλή του γλυκόλογου απόστολου της Καππαδοκίας.

Με δάκρυα χαράς, δόξασε τότε το Θεό και παίρνοντας στα χέρια την κεφαλή του Εκατόνταρχου, την ασπάσθηκε και την έφερε στο σπίτι της. Εκεί την έπλυνε, την άλειψε με μύρο, κι ένιωθε μέσα της ουράνια χαρά.

Την άλλη μέρα η χήρα, είδε πάλι τον Άγιο Λογγίνο λουσμένο στο φως, με ιμάτια λαμπερά και κρατώντας από το χέρι το μοναχογιό της, ντυμένο με ρούχα γιορτινά κι ο Άγιος τον αγκάλιασε και το παιδί χαμογέλασε ευτυχισμένο. «Βλέπεις γυναίκα, είπε στο όραμα, πού βρίσκεται ο γιος σου; Χαίρε, γιατί εδώ είναι η αιώνια βασιλεία. Σήκω. Βάλε την κεφαλή και το λείψανο του γιου σου στην ίδια κάσα και πήγαινέ τα στον τόπο όπου κήρυξα το λόγο του Κυρίου».

Βιαστικά σηκώθηκε η γυναίκα κι έκανε όπως της είπε ο Άγιος. Και παίρνοντας σε μια κάσα το άψυχο κορμί του παιδιού της και την κεφαλή του Εκατόνταρχου, πορεύτηκε στην πατρίδα της, περ’ απ’ τα βουνά, και κει έθαψε τα λείψανα σε τόπο γαλήνης κι ανάπαυσης, κοντά στο σπιτικό της.

Η μνήμη του Αγίου Λογγίνου και των δύο στρατιωτών, που μαρτύρησαν μαζί του, εορτάζεται στις 16 Οκτωβρίου.