Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Κυριακή έκτη εκ του κατά Λουκά


«Τι εμοί και σοι, Ιησού, Υιέ του Θεού του υψίστου;»
Αυτό αναφωνεί ο δαιμονισμένος προς τον Χριστό, στην σημερινή τους συνάντηση. Δύο πράγματα εντελώς ξεχωριστά, εντελώς ανόμια. Και τα όρια ξεκάθαρα. Καμιά σχέση ανάμεσα σε εμένα και εσένα, λέγει ο δαιμονισμένος. Και δίνει ακόμα ένα σημαντικό στοιχείο σε αυτήν την συνάντηση: αποκαλεί τον Χριστό, Υιό του Θεού. Τον αναγνωρίζει και τον προσφωνεί με το όνομα Του. Και όταν ο Κύριος του ζητά το δικό του όνομα, «τι σοι εστίν όνομα;», «Λεγεών» απαντά. Αυτό δεν είναι όνομα, δεν καθορίζει κάτι το προσωπικό. Δείχνει μόνον το πλήθος των δαιμονίων, τον αριθμό.
Προσέξατε, αγαπητοί μου αδελφοί. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να μπορείς να δηλώσεις το όνομά σου.
Τι σοι εστίν όνομα; Ποιοι είμαστε; Ο δαίμονας δεν έχει όνομα. Δεν έχει δική του υπόσταση. Κατοικεί εκεί που του επιτρέπετε, στον άνθρωπο του οποίου οι αμαρτίες του ή η θεία παραχώρηση του άφησαν χώρο.
Για αυτό, όταν ο Κύριος του επιβάλει να εξέλθει από τον άνθρωπο εκείνο, ζητά την άδεια η λεγεώνα των δαιμόνων, να πάει στους χοίρους. Για να βρει ξενιστή. Αλλά, προσέξατε αγαπητοί μου αδελφοί, ο άνθρωπος που κατείχετο από αυτούς τους δαίμονες, επιβίωνε. Ζούσε απομονωμένος σε μνήματα και σε ερημιές, μακριά από την κοινωνία των ανθρώπων, αλλά ζούσε.
Οι χοίροι όμως κατακρημνίσθηκαν και επνίγησαν στην λίμνη. Έχει μεγάλη αξία ένας άνθρωπος για το Θεό. Αναζητά ο ίδιος ο Θεός την συνάντηση Του μαζί του. Και την σωτηρία του. Δεν αφήνει τον δαιμονισμένο να χαθεί όπως εχάθησαν αμέσως οι χοίροι. Τον ελευθερώνει. Και εκείνος κάθεται «ιματισμένος και σωφρονούν παρά τους πόδας του Ιησού.» Τι όμορφη εικόνα.
Παρά τους πόδας του Ιησού.
Και οι συνάνθρωποί του; Που τον γνώριζαν να κατοικεί στα μνήματα που τον έδεναν με χειροπέδες και αλύσους και τον έδιωχναν στις ερήμους;
Πώς αντιμετώπισαν αυτήν την θαυμαστή αλλαγή; «εφοβήθησαν» μας λέγει το Ευαγγέλιο.
Εφοβήθησαν.
Για άλλη μια φορά βλέπουμε αυτήν την ψυχική αντίδραση, του φόβου του ανθρώπου εμπρός στην ανατροπή της «αφύσικης» κατάστασης.
Συμβιβάζεται, αγαπητοί μου αδελφοί, εύκολα η ανθρώπινη κοινότητα με τον εξοστρακισμό, με την παθολογία. Εύκολα οι άνθρωποι αποπέμπουν εις τας ερήμους αυτόν που πάσχει, τον δένουν με αλύσσους και χειροπέδες. Γιατί ο άνθρωπος έχει την τάση να ταυτίζει
την πάθηση με τον πάσχοντα. Έτσι, διώκοντας τον φέροντα τα δαιμόνια, νομίζει ότι απαλλάσσεται από τα δαιμόνια. Τα «περιορίζει» θα λέγαμε, θυσιάζοντας έναν συνάνθρωπο. Και όταν αυτό το θύμα αποκτά την ελευθερία του, οι συνάνθρωποί του φοβούνται. Γιατί το «κακό» δεν έχει πια τόπο να προβάλλεται. Και αν ο δαιμονισμένος, δεν μένει αλυσοδεμένος και μακριά μας, άραγε ποιοι κίνδυνοι μας απειλούν;
Και ζητούν από τον Ιησού «απελθείν απ αυτών». Να φύγει μακριά από τα όριά τους.
Ο δε δαιμονισμένος παρακαλεί να παραμείνει κοντά στον Χριστό. Όμως, Εκείνος τον διατάζει «υπόστρεφε εις τον οίκο σου, και διηγού όσα εποίησε σοι ο Θεός».
Οι Γαδαρηνοί διώχνουν τον Ιησού, πέρα από τα όρια τους αλλά ο Ιησούς στέλνει τον άνθρωπο πίσω εις τον οίκον του. Για να ζήσει. Να ομολογήσει. Μέσα στα παλιά του όρια. Στον οίκο του. Αλλά τώρα να κηρύξει «όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς».
Άπειρη είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.
Και η κάθε συνάντηση μας μαζί Του μια ευκαιρία για ελευθερία. Από την «λεγεώνα» των δαιμονίων που μας κρατούν δεμένους με αλύσους και χειροπέδες. Που μας οδηγούν στα μνήματα ή που μας γεμίζουν φόβους, τέτοιους φόβους που να λέμε «απελθείν αφ υμών». Που να αγαπάμε τους χοίρους μας, περισσότερο από τους αδελφούς μας. Και να ζούμε στα όρια μας, τα περιορισμένα μας όρια, με φόβο.
Βέβαια έρχεται κάποια στιγμή που οι χοίροι μας κατακρημνίζονται και πνίγονται. Και οι αποδιοπομπαίοι σωφρονίζονται.
Αν μείνουμε στην σκλήρυνση μας;
Τότε, «αυτός εμβάς εις το πλοίον υπέστρεψεν».
Ο Κύριος, μας αφήνει.
Επιστρέφει.