Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Παναγία Προυσιώτισσα.

 

 Η Ιερά Μονή της Παναγίας στον Προυσό της Ευρυτανίας είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και πανηγυρίζει με κάθε θρησκευτική και εκκλησιαστική λαμπρότητα, στις 23 Αυγούστου, στην Απόδοση της εορτής.

Στην όμορφη και επιβλητική τοποθεσία που διαμορφώνεται στις άκρες των βουνών Καλιακούδα και Χελιδόνα, επάνω σε ένα βράχο με μαγευτική θέα και σε σημείο με στρατηγική σημασία, είναι κτισμένη η ιστορική Μονή της Παναγίας της Προυσιώτισσας ή Μονή Προυσού. Είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και εορτάζει  23 Αυγούστου. Αποτελεί ένα από τα λίγα μοναστήρια που σώζονται στην Ευρυτανία, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα όλης της Ρούμελης, καθώς η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας προσελκύει όλο τον χρόνο πλήθος πιστών.

Η ιστορία της εικόνας της «Παναγίας Προυσιώτισσας»

Κατά την παράδοση το όνομα της Μονής οφείλεται στη θαυματουργή εικόνα της «Παναγίας Προυσιώτισσας» η οποία είναι δημιούργημα του Ευαγγελιστή Λουκά, αφιερωμένη στη χάρη Της. Το 829 μ.Χ. βρισκόταν σε έναν ναό στην Προύσα της Μ. Ασίας. Μετά από διάταγμα περί καταστροφής των Αγίων Εικόνων, ένα αρχοντόπουλο, εν ονόματι Διονύσιος, πήρε την εικόνα και ήρθε στα μέρη της τότε Ελλάδας. Φτάνοντας στην Θράκη, η εικόνα χάθηκε. Τότε κατοίκησε στην Υπάτη και έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι. Ένα βοσκόπουλο που έβοσκε τα γίδια του, τη νύχτα από 22 προς 23 Αυγούστου, στην απέναντι μεριά του βουνού, είδε έναν φωτεινό στύλο, που ξεκινούσε από την γη και έφτανε στον ουρανό. Έντρομο από τον φόβο του άκουγε ταυτόχρονα και γλυκές μελωδίες και ψαλμούς.

Πήγε και διηγήθηκε αυτό που είδε στον πατέρα του και μετά από τρία βράδια πήγαν και αντίκρισαν όλοι μαζί τον ουράνιο στύλο. Έπειτα από αναζήτηση και φτιάχνοντας μονοπάτια, είδαν στην σπηλιά, όπου ξεκινούσε ο ουράνιος στύλος, την εικόνα της Παναγιάς να φεγγοβολά και να αστράφτει. Τότε όλοι την προσκύνησαν και δόξασαν τον Τριαδικό μας Θεό για το θαύμα που τους αποκάλυψε. Το γεγονός αυτό έγινε γρήγορα γνωστό και το αρχοντόπουλο, χωρίς να χάσει καιρό, πήρε μαζί του τους δούλους του και έτρεξε σε εκείνα τα μέρη αναζητώντας αυτό που επιζητούσε. Μόλις την αντίκρισε, την αναγνώρισε αμέσως και έπεσε κάτω προσκυνώντας Την.

Έπειτα, αφού φιλοδώρησε τους χωρικούς που την βρήκαν πήρε την εικόνα και αναχώρησε για την Υπάτη. Καθώς έφτασαν σε κάποιο ύψωμα του δρόμου κουράστηκαν και έβαλαν την εικόνα σε ένα ερειπωμένο εκκλησάκι για να ξαποστάσουν. Ενώ αποκοιμήθηκαν, όταν ξύπνησαν δε βρήκαν την εικόνα και ο άρχοντας σκέφτηκε ότι τους παρακολουθούσαν οι βοσκοί και ήρθαν κρυφά και την έκλεψαν. Καθώς επέστρεφαν πίσω, το αρχοντόπουλο άκουσε μια γυναικεία φωνή λέγοντας του: «Ω νέε σώζου! Πήγαινε στο καλό και μην κουράζεσαι, διότι εγώ αναπαύομαι καλύτερα σε αυτούς τους άγριους και ορεινούς τόπους με απλοϊκούς βοσκούς, παρά σε μεγαλουπόλεις με πλούσιους άρχοντες. Αν θέλεις να μείνεις μαζί μου έλα εκεί που με βρήκες και θα ναι για καλό σου» και ξαφνικά πάνω στο βουνό δημιουργήθηκε το τύπωμα της Παναγίας, μια τρύπα στην κορυφή του βουνού σε μέγεθος ίση με την εικόνα και κατά ύψος του βουνού εμφανίστηκαν αποτυπώματα ανθρωπίνου πέλματος (Πατήματα της Παναγίας).

Το αρχοντόπουλο μαζί με έναν υπηρέτη του πήγαν και αυτοί εκεί, όπου έγιναν μοναχοί μετανομασθέντες Διονύσιος και Τιμόθεος αντίστοιχα.

Όσον αφορά τον σημερινό ναό, χτίστηκε το 1754, πάνω στα ερείπια δύο παλαιότερων που είχαν ανοικοδομηθεί στο ίδιο σημείο. Το Μοναστήρι δέχτηκε πολλές επιθέσεις, κυρίως επί τουρκοκρατίας, και με πιο πρόσφατη αυτή της εισβολής των Γερμανών στις 16 Αυγούστου 1944, με πολλές αναφορές σε θαύματα. Στην εξωτερική πλευρά της κρύπτης διασώζονται τοιχογραφίες από τον 13ο αιώνα.

Στον χώρο του Μοναστηριού βρίσκονται το Σχολείο Ελληνικών Γραμμάτων που χτίστηκε το 1819 από τον Κύριλλο Καστανοφύλλη. Στο ίδιο σημείο με το παρεκκλήσι, στο πάνω μέρος, υπάρχει κρύπτη όπου φυλάσσονται λείψανα Αγίων, τα οποία φυλάσσονται σε βαρύτιμες λάρνακες.

Η Μονή Προυσού κατά την Επανάσταση του 1821

Το μοναστήρι στήριξε ανοιχτά τον Λάμπρο Κατσαντώνη, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τον Μάρκο Μπότσαρη. Ο Καραϊσκάκης δώρισε το ασημένιο κάλυμμα της εικόνας, έργο του χρυσοχόου Γεωργίου Καρανίκα, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη θεραπεία από τη θέρμη, η οποία τον ταλαιπωρούσε και από την οποία γιατρεύτηκε κατά την παραμονή του στη Μονή. Γράφει ο ιστορικός Κ. Παρρηγόπουλος << Ο Καραϊσκάκης έπασχεν από χρόνιον νόσημα όπερ χαρακτηρίζεται ως φθίσις και εκ διαλειμμάτων δεινούμενοιν ηνάγκαζε αυτόν να διατελεί κλινήρης>>. Έτσι στόλισε την εικόνα ντύνοντάς την με χρυσό πουκάμισο. Διασώζεται μάλιστα η ανάγλυφη επιγραφή πάνω από το δεξιό ώμο της Παναγίας << Η Παντάνασσα. Δι εξόδων του γενναιοτάτου στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρί Γεωργίου Καρανίκα, 1824>>