Μία λέξη κυριαρχεί σ’ όλες τις ευχές, τους
ύμνους και τα αναγνώσματα αυτής της εορτής. Είναι η λέξη φως. «Λάμψον
και ημίν τοις αμαρτωλοίς, το φως σου το αΐδιον». Ο
κόσμος είναι ένα σκοτεινό, ψυχρό και τρομακτικό μέρος. Αυτό το σκοτάδι δεν
διαλύεται από το φυσικό φως του ήλιου. Αντίθετα, το φως του ήλιου ίσως κάνει
την ανθρώπινη ζωή να φαίνεται ακόμη τρομερότερη και απελπιστικότερη, καθώς η
ζωή ξεχύνεται αμείλικτα και αδυσώπητα προς το θάνατο και τον αφανισμό
περικυκλωμένη από πόνο και μοναξιά. Όλα είναι καταδικασμένα, όλα υποφέρουν, όλα
υπόκεινται στον ακατανόητο και ανελέητο νόμο της αμαρτίας και του θανάτου.
Τότε όμως εμφανίζεται πάνω στη γη, εισέρχεται
στον κόσμο ένας άνθρωπος ταπεινός και άστεγος, που δεν εξασκεί καμιά εξουσία
πάνω σε κανένα, και δεν διαθέτει καμιά επίγεια εξουσία. Λέει δε στους ανθρώπους
πως αυτό το βασίλειο του σκότους, του κακού και του θανάτου δεν είναι η αληθινή
τους ζωή· πως δεν είναι ο κόσμος που δημιούργησε ο Θεός· πως μπορεί και πρέπει
να νικηθεί το κακό, ο πόνος και τελικά ο ίδιος ο θάνατος· και πως έχει σταλεί
από τον Θεό, τον Πατέρα Του, για να σώσει τον άνθρωπο από την τρομακτική
δουλεία στην αμαρτία και στο θάνατο.
Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει την αληθινή τους
φύση και κλήση, τις έχουν απαρνηθεί. Πρέπει να επιστρέψουν για να δουν πως
έχουν χάσει την ικανότητα να βλέπουν, και να ακούν αυτά που είναι ανίκανοι ήδη
να ακούσουν. Πρέπει να ξαναπιστέψουν πως το καλό είναι ισχυρότερο από το κακό,
η αγάπη ισχυρότερη από το μίσος, η ζωή ισχυρότερη από τον θάνατο. Ο Χριστός
θεραπεύει, βοηθά και δίνεται σε όλους. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι δεν
καταλαβαίνουν, δεν ακούν, δεν πιστεύουν. Θα μπορούσε να είχε αποκαλύψει την
ουράνια δόξα και δύναμή Του, και να τους υποχρεώσει να πιστέψουν. Θέλει όμως
απ’ αυτούς την πίστη, την αγάπη και την αποδοχή που δίνονται ελεύθερα.
Γνωρίζει πως την ώρα της έσχατης θυσίας Του, της έσχατης αυτοπροσφοράς Του, οι
πάντες θα φύγουν από φόβο και θα Τον εγκαταλείψουν. Όμως ακριβώς τότε, όπως και
μετά. όταν όλα θα έχουν τελειώσει, ο κόσμος θα διαθέτει ακόμη κάποια ένδειξη
για την κατεύθυνση που είχε καλέσει τους ανθρώπους να πάρουν, για το τι μας
προσέφερε ως δώρο, ως ζωή, ως πληρότητα νοήματος και χαράς· τώρα λοιπόν,
κρυμμένος από τον κόσμο και τους ανθρώπους, αποκαλύπτει σε τρεις από τους
μαθητές Του αυτή τη δόξα, αυτό το φως, αυτόν το νικητήριο εορτασμό, στον οποίο
ο άνθρωπος έχει κληθεί προ αιώνων να μετάσχει.
Το θείο φως που διαπερνά όλον τον κόσμο. Το
θείο φως που μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Το θείο φως στο οποίο τα πάντα αποκτούν
το έσχατο και αιώνιο νόημά τους. «Καλόν ἐστιν ημάς ώδε είναι», φώναξε
ο απόστολος Πέτρος όταν είδε αυτό το φως και αυτή τη δόξα. Και από την ώρα
εκείνη ο Χριστιανισμός, η Εκκλησία, η πίστη είναι μια συνεχής, χαρούμενη
επανάληψη αυτών των λόγων, «καλόν ἐστιν ημάς ώδε είναι». Η πίστη όμως είναι και μια έκκληση για
το αΐδιο φως, μια δίψα γι’ αυτόν το φωτισμό και γι’ αυτή τη μεταμόρφωση.
Αυτό το φως συνεχίζει να λάμπει, μέσα στο σκοτάδι και στο κακό, μέσα στη μουντή
γκριζάδα και στη θολή ρουτίνα αυτού του κόσμου, σαν ηλιαχτίδα που διασχίζει τα
σύννεφα. Το αναγνωρίζει η ψυχή, παρηγορεί την καρδιά, μας κάνει να νιώθουμε
ζωντανοί, και μας μεταμορφώνει εκ των έσω.
«Κύριε, καλόν ἐστιν ημάς ώδε είναι»! Ας γίνονταν δικά μας αυτά τα λόγια, ας
γίνονταν απάντηση της ψυχής μας στο δώρο του θείου φωτός, ας γινόταν η
προσευχή μας προσευχή για τη μεταμόρφωση, για τη νίκη του φωτός!
«Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς, το φως σου το αΐδιον».
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Εορτολόγιο –
Ετήσιος εκκλησιαστικός κύκλος, Ακρίτας, Αθήνα 2005.