Ήταν
ένας γεράκος που συνήθιζε να περνά κάθε μέρα πολλή ώρα μέσα στην εκκλησία. Οι
φίλοι του τον ρώτησαν. "Μα τι κάνεις;". "Προσεύχομαι", είπε
εκείνος.
"Θα
πρέπει να 'χεις πολλά να ζητήσεις απ' τον Θεό".
"Δεν
ζητώ τίποτε από τον Θεό".
"Και
τι κάνεις τόσες ώρες στην εκκλησία;".
Κι ο γέροντας απάντησε: "Απλώς κάθομαι
και Τον κοιτάζω. Κι ο Θεός κοιτάζει εμένα". Στα δώδεκα χρόνια μου, μου
φάνηκε μάλλον καλός αυτός ο ορισμός της προσευχής. Απλώς κάθομαι και κοιτάζω
τον Θεό και με κοιτάζει κι Αυτός. Προσευχή δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι ζητώ
πράγματα, παρόλο που μπορεί να είναι κι αυτό. Ούτε σημαίνει ότι χρησιμοποιώ
οπωσδήποτε λέξεις. Βασικά, προσευχή σημαίνει "επίγνωση του Θεού".
Ο
άγιος Γρηγόριος Νύσσης μιλά για την προσευχή με την έννοια της παρουσίας.
Επίγνωση του Θεού. Συνειδητοποιώ ότι είμαι μέσα στον Θεό κι ο Θεός
είναι μέσα μου. Και αυτό τα περικλείει όλα. Γι' αυτό και ο Απόστολος λέει:
"Αδιαλείπτως προσεύχεσθε". Είναι κάτι που ενυπάρχει σε οτιδήποτε άλλο
κάνω - μια αίσθηση ότι ο Θεός είναι μαζί μας. Έτσι, η προσευχή δεν είναι μια
χωριστή δραστηριότητα, αλλά κάτι που μπορεί να συνυφανθεί με όλη τη ζωή μας.
**
Μητροπολίτου Διοκλείας Κάλλιστου Ware :" Επίγνωση Θεού - Η προσευχή και το
νόημα της ησυχίας " - Εκδόσεις Εν πλω