Η Μαγδαληνή, είχε βυθισθεί σε λύπη ζοφερή
για τον αιματηρό θάνατο του Υιού του Θεού. Η λύπη από αγάπη, είναι η πιο
πικρή λύπη, Παρηγοριά δεν έβρισκε, ούτε έναν φίλο στον κόσμο όλο.
Σε αυτό, τα δάκρυα της ήταν η παρηγοριά της και ο πόνος, ο μόνος σύντροφός της, Για την Αγία Μαγδαληνή, ο κόσμος ήταν πιο σκοτεινός.
Ως άνθρωπος αδύναμος εκείνη ζητούσε το φως. Ψηλαφούσε η Μαρία στο
σκοτάδι, μα χωρίς ελπίδα. Ακόμη κι ο τάφος Του για αυτήν ήταν φως, αλλά
δες, ο τάφος είναι κενός!
Εκλάπη, σκέφτηκε, γυμνός και αμύρωτος!
Έκλαψε πικρά, τα δάκρυά της αστείρευτα.
Ξάφνου, μια ανδρική φωνή άκουσε δίπλα της:
-Γύναι, τι κλαίεις, Ποιον αναζητάς;
-Ποιον
ζητώ, ρωτάτε; Για να με παρηγορήσεις, θέλεις!
Αλλά,
αν τον πήρατε, πού τον τοποθετήσατε; Ο Ιησούς την κοίταξε, καθώς εκείνη
κλαίει και θρηνεί, και με μια γλυκιά φωνή την καλεί: Μαρία!
Στην καρδιά της Μαρίας, ένα φως έλαμψε
Ω φωνή
οικεία, με ασύγκριτη γλυκύτητα, Ω φωνή που ξεχειλίζει με ζωή και δύναμη!
Με αυτή
τη φωνή, ο Κύριος θεράπευσε τους ασθενείς, Με την ίδια φωνή, ανέστησε
τους νεκρούς. Ω Φωνή ζωηφόρος, ω φωνή θεσπεσία!
Η Μαρία ξαφνιάστηκε και γύρισε Ραββουνί, αναφώνησε, ενώ
εκείνη τη στιγμή ο ήλιος ανέτελλε,
για τη Μαρία και για τον κόσμο όλο μια
Νέα Ημέρα χρυσαύγιζε.
Ο Πρόλογος της Οχρίδας: Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς