"Οίμοι Θείον Τέκνον!" -θρηνολογούσε η Παρθένα, δακρυρροούσα ,με την καρδία της να σπαράζει
για Τον σταυρωμένο της Γιο ,γοερά να φωνάζει
με λόγια που ματώνουν την καρδιά του καθένα:
"Γιε μου, ανοιξιάτικε μου ανθέ, βασιλικέ και κρίνο,
για Σε τους πόνους μέσα μου στάλα και στάλα πίνω.
Για Σένα η πίκρα φώλιασε μες στης καρδιάς τα κλώνια,
για Σε σπαρτάραγε η καρδιά τριάντα τρία χρόνια.
Για Σένα έχω βάσανα ,που δεν τα έχει άλλος,
σπλάχνο μου, ακριβοθώρητο " πού έδυ Σου το κάλλος;
Πού 'ναι η μορφή Σου η αγγελική κι η θεϊκή Σου η όψη ;
Γιατί να θέλει ο θάνατος τα νιάτα Σου να κόψει;
Τι να την κάνω τη ζωή ,χωρίς Εσένα ,φως μου;
Για μένα θα 'ναι άχαρες οι ομορφιές του κόσμου.
Εσύ δεν ήσουν ,μια φορά, που μόνο με πέντ’ άρτους
πέντε χιλιάδες νηστικούς δεν έκαμες χορτάτους;
Εσύ δεν εθεράπευσες δέκα λεπρούς μια μέρα
που ζούσαν ολομόναχοι, μακριά απ' τη χώρα πέρα;
Εσύ δεν ήσουν π' άπλωσες το θεϊκό Σου χέρι
κι η θάλασσα κι ο άνεμος κόπηκαν σαν μαχαίρι;
Εσύ δεν ήσουν που 'θελες η αγάπη να ριζώνει
κι άνοιξες τις αγκάλες Σου και δέχτηκες την πόρνη ;
Εσύ δεν χάρισες το φως σ1 έναν τυφλό μια μέρα
κι έναν παράλυτο ύψωσες, κρατώντας του την χέρα;
Πού 'ναι οι νεκροί π' ανάστησες ; πού 'ναι οι δαιμονισμένοι,
που τους ξανάδωσες ζωή ,που 'ταν βασανισμένοι;
Πού 'ναι οι χιλιάδες οι άρρωστοι που την υγειά τους βρήκαν
και τώρα πάνω στον Σταυρό μονάχο Σου Σ' αφήκαν ;
Αυτοί δεν ήταν που "Ωσαννά !" κι "Ευλογητός!" φωνάζαν
και στον Πιλάτο: " Θάνατος !" και " Σταύρωσέ Τον" έκραζαν ;
Σαν τι κακό τους έκαμες και θέν' να Σε σταυρώσουν
και με του γύφτου τα καρφιά να θέν' να Σε καρφώσουν ;
Γιατί στεφάνι Σου 'βαλαν απ' αγκάθια καμωμένο
κι έγινε όλο Σου το πρόσωπο χλωμό κι αιματωμένο ;
Ένα καλάμι Σού 'δωσαν για σκήπτρο εξουσίας
και μια χλαμύδα κόκκινη ,λέγοντας: "Να ο Μεσσίας !"
Κι έναν σταυρό ασήκωτο στους ώμους Σου φορτώσαν
και στην κορφή του Γολγοθά πήγαν και Σε σταυρώσαν.
Βρισιές, φωνές, αλαλαγμοί, κατάρες και φοβέρες,
γέλια και γιουχαΐσματα δονούσαν τους αιθέρες .
Μα Εσύ Αμνέ ανεξίκακε ,τα χείλη σου λαλούσι:
" Πάτερ μου άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι"
Γιε μου στη ρίζα του σταυρού κάθομαι και λογιάζω
μια-μια τις μέρες που 'ζησες κι όλες τις λογαριάζω .
Κι ούτε και βρήκα σε καμιά από το μίσος κάτι
γιατί 'τανε η κάθε μια φως κι αστραπή γεμάτη .
Γιε μου, μονάκριβε μου ανθέ, πασχαλινέ μου κρίνε
μέσα στη σκέψη μου ακριβός και πάντα ωραίος μείνε"
Από την ποιητική συλλογή: "Αετοφτερουγίσματα"
Χαραλάμπους Ευσταθίου Γαλανάκη.