«Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ Νυμφίος, εγώ
οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος. Παν όπερ αν θέλης εγώ.
Μηδενός εν χρεία καταστής. Εγώ δουλεύσω. Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι.
Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και μήτηρ. Πάντα εγώ μόνον
οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σε, και αλήτης δια σε, επί του Σταυρού δια
σε, επί τάφου δια σε, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί, κάτω υπέρ σου πρεσβευτής
παραγέγονα παρά του Πατρός. Πάντα μοι συ και αδελφός και συγκληρονόμος και
φίλος και μέλος. Τι πλέον θέλεις; τι τον φιλούντα αποστρέφη; τι τω κόσμω
κάμνεις; τι εις πίθον αντλείς τετρημένον; Τούτο γαρ εστιν εις τον παρόντα βίον
πονείσθαι. Τι εις πυρ ξαίνεις; τι τω αέρι πυκτεύεις;»
Εγώ είμαι πατέρας, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ένδυμα,
εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιον, κάθε τι το οποίον θέλεις, εγώ να μην έχεις ανάγκην από τίποτε.
Εγώ και θα σε υπηρετήσω διότι ήλθα να υπηρετήσω, όχι να υπηρετηθώ. Εγώ είμαι
και φίλος, και μέλος του σώματος και κεφαλή και αδελφός, και αδελφή και μητέρα,
όλα εγώ αρκεί να διάκεισαι φιλικά προς εμέ. Εγώ έγινα πτωχός δια σε έγινα και
επαίτης δια σε ανέβηκα επάνω εις τον Σταυρόν δια σε ετάφην δια σε εις τον
ουρανόν άνω δια σε παρακαλώ τον Πατέρα κάτω εις την γην εστάλην από τον Πατέρα
ως μεσολαβητής δια σε. Όλα δι’ εμέ είσαι συ και αδελφός και συγκληρονόμος και
φίλος και μέλος του σώματος. Τι περισσότερον θέλεις; Διατί αποστρέφεσαι αυτόν
που σε αγαπά; Διατί κοπιάζεις δια τον κόσμο; Διατί αντλείς νερό με τρυπημένο
πιθάρι; Διότι αυτό σημαίνει να καταπονήσαι εις την ζωήν αυτήν. Διατί λαναρίζεις
την φωτιά; Διατί πυγμαχείς εις τον αέρα; Διατί τρέχεις άδικα; Κάθε τέχνη δεν
έχει και ένα σκοπόν; Εις τον καθένα είναι οπωσδήποτε φανερόν. Δείξε μου και συ
τον σκοπόν της σπουδής εις την ζωήν.