Η δίψα μου για τον Θεόν
ήταν περισσότερο ουσιώδης απ’ ότι οι άλλες πτυχές της επίγειας υπάρξεως μου…
Η ψυχή μου ‘’ξηράνθηκε’’ μέσα στη ματαιότητα του κόσμου αυτού και
έχω ανάγκη «ύδατος ζώντος» εκπορευομένου από τον Δημιουργό μου και «αλλομένου
εις ζωήν αιώνιον».
..Αγωνιζόμουν να ανοίξω στον Θεό όλο μου το εαυτό, μέχρι τέλους.
Προσευχόμουν σε Αυτόν, να μη με απορρίψει από το Πρόσωπό Του… Η ανάγκη μου
να θεραπευθώ με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος του Αγίου ήταν όμοια με την
ανάγκη ενός νεαρού άνδρα που αχόρταγα ελκύεται στην ζωή, αλλά θανατώνεται χωρίς
έλεος από κάποια ασθένεια.
Η συνείδησις της πτωχείας μου ήταν βαθιά,…
Γενικά τίποτε δεν επεδίωκα εκείνο τον καιρό σε αυτό το κόσμο,
διότι όλη η ύπαρξη μου στρεφόταν προς τον Θεό, ενώπιον του Οποίου τόσο βαριά
αμάρτησα. Αυτοκατάκριτος, ζούσα νοερά στον Άδη. Μόνον κάποιες στιγμές θλιβόμουν
από την αντιπάθεια μερικών από τους πατέρες και αδελφούς της Μονής, ή για τη
συμπεριφορά κάποιων πρεσβυτέρων και νεότερων μοναχών απέναντί μου, γενικά όμως
ήμουν βαθιά αδιάφορος για την θέση μου στον αιώνα αυτό. Ζήλια δεν γνώριζα. Δεν
υπήρχε για μένα κάποια κοινωνική ή ακόμη και ιεραρχική θέση, που θα μπορούσε να
σβήσει το πυρ, που έκαιγε την ψυχή μου. Ήταν δυνατόν η παρουσία του πυρός αυτού
μέσα μου να προκαλούσε τον ερεθισμό κάποιων εναντίον μου. Μήπως εξαιτίας του
πυρός αυτού μέσα μου η συμπεριφορά μου δεν ήταν τελείως συνηθισμένη για τους
ανθρώπους; Ποιος ξέρει; Είχα μόνο την ανάγκη να λάβω με όλη μου τη δύναμη
συγχώρηση από τον Θεό, και δεν πρόσεχα τίποτε άλλο.
Αρκετές φορές
αξιώθηκα της θεωρίας του Θείου Φωτός. Με τύλιγε τρυφερά και γέμιζα υπερκόσμια
αγάπη. Η όραση του Φωτός είναι οπωσδήποτε ενωμένη με τη χάρη που μας ανασταίνει, και η
εγκατάλειψη της γης σε τέτοια κατάσταση είναι ευλογία. Γνωρίζουμε
από τον βίο του Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ ότι ο όσιος
απεβίωσε σε καιρό προσευχής: Η ψυχή του εγκατέλειψε το
σώμα, πριν ακόμη αυτό νεκρωθεί – κρατούσε στο χέρι ένα αναμμένο κερί. «Τίμιος
εναντίον Κυρίου ο θάνατος των Οσίων Αυτού» (Ψαλμ. 115,6). Δεν έπρεπε άραγε να
εγκαταλείπουμε όλοι μας με τέτοιο θάνατο την παρούσα ζωή;
Ώ, η θαυμαστή αυτή δωρεά της προσευχής!
Πάτερ Αγαθέ,
ίασαι με …· ανακαίνισον με …
Πάτερ Άγιε,
όλον με αγίασον: και νουν και καρδίαν και αυτό το σώμα μου
Ήμαρτον
ενώπιον Σου, και νυν αποθνήσκω μακράν Σου
Δέξαι με κατά
το πλήθος της ευσπλαγχνίας και του ελέους Σου.
Στον χριστιανό είναι φυσική η δίψα να ομοιωθεί προς τον Κύριον: να
περιβάλει τον κόσμο με αγάπη, όπως Εκείνος τον αγκαλιάζει όμοια με τον Χριστόν,
να μην έχει εχθρούς, δηλαδή να είναι ελεύθερος από τον Άδη του
μίσους προς οιονδήποτε, σύμφωνα με την εντολή Του:
«Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς,
καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και
διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί του Πατρός υμών του εν ουρανοίς» (Ματθ.
5,44-45).
Το περιεχόμενο της ζωής του ανθρώπου που προσεύχεται με ένταση
μοιάζει με απέραντο ωκεανό «ζώντος ύδατος».
Ελκυόμαστε προς Αυτόν ταλαιπωρούμενοι από τη δίψα να ενωθούμε με
Αυτόν αιωνίως. Αυτός δε ο Ίδιος μας περιμένει με αγάπη. Η δίψα του
Θεού χαρακτηρίζει ακατάπαυστα την επίγεια ύπαρξη μας· με
αυτή σκεπτόμαστε και να πεθάνουμε. Ο Ίδιος ο Χριστός πεθαίνοντας πάνω στον
σταυρού φώναξε: «Διψώ» (Ιωάν. 19,28). Αυτός και «πεινούσε» (Ματθ. 21,18) και
διψούσε και «συνείχετο» (πρβλ. Λουκ. 12,50), για να γνωρίσουμε τον Πατέρα. Και
εμείς ταλαιπωρούμαστε πάνω στη γη και θλιβόμαστε από το εφιαλτικό και
αδιάλειπτο θέαμα των βιαιοτήτων, των φόνων, του μίσους· διψούμε να
έλθουμε προς τον Πατέρα και επικαλούμαστε το Όνομα του Μονογενούς Υιού Του: «Κύριε
Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς».
Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ ο Αθωνίτης, Περί Προσευχής.