Πολλά και διάφορα τα διδάγματα τα οποία μας δίνει η προσεκτική
μελέτη του Ευαγγελίου του εκ γενετής τυφλού.
Θα σταθούμε με ευλάβεια σ' ένα μόνο σημείο. Στην απάντηση
που έδωσε ο Κύριος στην απορία των μαθητών του σχετικά με τον τυφλό, που
γεννήθηκε μαζί με την αναπηρία του. Στην Παλαιά Διαθήκη κατά τις αντιλήψεις των
Εβραίων κάθε αρρώστια και αναπηρία των ανθρώπων ήταν δίκαιη τιμωρία του Θεού
για τις δικές τους αμαρτίες ή ακόμη και των γονιών τους. Έτσι οι άρρωστοι και
οι ανάπηροι υπέφεραν διπλά: βασανίζονταν από την αναπηρία τους και ταυτόχρονα
από την περιφρόνηση των άλλων.
0ι μαθητές του Ιησού Χριστού, λοιπόν, έχοντας κατά νουν τη
γνωστή Ιδέα από την Παλαιά Διαθήκη ότι ο Θεός «αποδίδει αμαρτίας, πατέρων επί
τέκνα, επί τρίτην και τετάρτην γενεάν» (Έξοδ. 20,5), ρώτησαν το Διδάσκαλό τους,
ποιος άραγε να αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός.
Η απάντηση του Κυρίου στη σφαλερή απορία των μαθητών
είναι ότι η τύφλωση του νέου εκείνου αποσκοπούσε «ίνα φανερωθεί τα έργα εν αυτώ».
Η τύφλωση του οικονομήθηκε από το Θεό για να γίνουν φανερά τα έργα του Θεού.
Στις ημέρες της επίγειας ζωής του ο Κύριος είχε να πείσει
τους ανθρώπους της γενεάς του, ότι Αυτός είναι ο Ποιητής του κόσμου. Οι Εβραίοι
αορίστως πίστευαν ότι ο Θεός «εποίησε τον ουρανό και την γη», αμφισβητούσαν
όμως ότι Εκείνος, «δι' ου τα πάντα εγένετο», είναι ο Ιησούς. Η ανθρώπινή του
μορφή, η ταπεινή του εμφάνιση, που έκρυβε επιμελώς το θεϊκό μεγαλείο του, ήταν
για αρκετούς εμπόδιο, ώστε να τον προσκυνήσουν ως Υιό του Θεού. Και ο ίδιος το
είπε: «Μακάριος εστίν, ος εάν μη σκανδαλισθεί εν εμοί» (Ματθ. 11,6). Έπρεπε,
λοιπόν, ο Κύριος να δείξει στους απιστούντες Εβραίους ότι Εκείνος είναι ο
πλάστης και δημιουργός του παντός, του κόσμου και του ανθρώπου.
Ο
Κύριος δημιούργησε το πιο πολύτιμο, το πιο περίτεχνο και θαυμαστό τμήμα-μέλος
του ανθρώπου, που είναι το μάτι του. Έτσι, σύμφωνα με τον Άγιο Κύριλλο, μεταχειρίζεται
πηλό από χώμα και το πτύσμα του «δεικνύς δια τούτου, ότι αυτός ην ο πλάσας
ημάς εν αρχή, κτίστης τε και δημιουργός του παντός». Ο πηλός υπενθύμιζε στους
εγκρατείς των Γραφών Ιουδαίους το λόγο της Γενέσεως «και έπλασεν ο Θεός τον
άνθρωπον χουν από της γης» (2,7), το δε
πτύσμα την ζωαρχική πνοή του Θεού, που εμψύχωσε κάποτε τον Αδάμ.
Τα σβησμένα μάτια του εκ γενετής τυφλού φανέρωσαν τα έργα
του Θεού, τη δόξα του Δημιουργού μας. Και εδώ πρέπει να θυμηθούμε,
ανατρέχοντας στο παρελθόν, ότι αύτη η απλή και ευκολονόητη αλήθεια, ότι όλη η κτίση,
η Δημιουργία, είναι του Θεού έργο, δεν ήταν αποδεκτή από όλους τους ανθρώπους.
Ας «διηγούνται οι ουρανοί δόξαν Θεού και ας αναγγέλλει ποίησιν χειρών αυτού το
στερέωμα»· η αυτονόητη αυτή αλήθεια είχε αντικατασταθεί κατά καιρούς οπό άλλες
ανυπόστατες ψεύτικες, δαιμονικές θεωρίες.
Έτσι, μακριά από το πνεύμα του Θεού αναπτύχθηκαν
κοσμολογίες ποικίλες και χριστιανικές αιρέσεις.
Το δυστύχημα όμως είναι ότι ακόμη και σήμερα, ύστερα από
τόσους χριστιανικούς αιώνες, βρίσκονται μερικοί που δεν θέλουν ν' αναγνωρίσουν ότι
ο Θεός-Πατήρ, δι’ Υιού εν Αγίω ΓΙνεύματι, εποίησε τα πάντα. Πιέζουν το μυαλό
τους, ρίχνονται ανώφελα σε πέλαγος συλλογισμών, υποθέσεων, θεωριών αναπόδεικτων,
για να επιτύχουν, καθώς ελπίζουν, τη λύση του μυστηρίου.
Ακόμη και σήμερα όχι μόνο κάποτε αρνούμαστε την
πεντακάθαρη κοσμολογία μας, αλλά δεν δείχνουμε και τον ανάλογο σεβασμό στα έργα
του Θεού. Με οδηγό την ικανοποίηση εγωιστικών επιθυμιών και τάσεων, σπιλώσαμε τη
φύση, λεηλατήσαμε τους θησαυρούς της, ταράξαμε την ισορροπία της, μολύναμε τα
βασικά της στοιχεία: τον αέρα, το νερό, την ατμόσφαιρα, τα ποτάμια, τίς λίμνες και
τις θάλασσες. Συμπεριφερθήκαμε με αγένεια μέσα στη φύση, μέσα στη Δημιουργία και
προσθέσαμε στα τόσα προβλήματα του καιρού μας, το λεγόμενο οικολογικό
πρόβλημα.
Αγαπητοί αναγνώστες και αναγνώστριες, «γιατί έγινε ο άνθρωπος»,
ρωτά με απλότητα ο Μέγας Αντώνιος τον κόσμο και δίνει θαυμάσια την απάντηση ο
Γέροντας: «Για να δει το Θεό, κατανοώντας βαθύτερα τα ποιήματά του και να
δοξάσει Αυτόν που τα δημιούργησε για τον άνθρωπο».
Οφείλουμε, λοιπόν, να τιμάμε, το Δημιουργό του παντός Ιησού
Χριστό και να δείχνουμε την πρέπουσα τιμή στα δημιουργήματά του, αφού και με
αυτά «από κτίσεως κόσμου» γίνονται φανερά «ή τε άΐδιος αυτού δύναμις και
θειότης» (Ρωμ. 1,20).
Οφείλουμε να δοξάζουμε τον Αρχηγό της πίστεως μας ως
Πλάστη και Δημιουργό μας.
«Δόξα
σοι τω δείξαντι το φως».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΣΑΚΙΡΗ
Θεολόγος.