Τι σημαίνει να προσευχόμαστε
αδιάκοπα;
Δεν έχουμε και εμείς τις δικές
μας βιοτικές φροντίδες, είναι δυνατόν να ασχολούμαστε μόνο με προσευχή; Η
εντολή αυτή φαίνεται απραγματοποίητη. Και όμως είναι εφικτή και εφαρμόσιμη,
διότι, τίποτα το ανέφικτο δεν ζητά από μας ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
Να προσευχόμαστε αδιάκοπα μπορούμε πάντα και όπου και να
βρισκόμαστε. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι να έχει η καρδιά μας διάθεση για
προσευχή. Να είναι ταπεινή και να θρηνεί αδιάκοπα την αναξιότητα και την
αμαρτωλότητά της.
Σε κάθε μας έργο μπορούμε να προσευχόμαστε, μόνο να υπάρχει
διάθεση για προσευχή, να ποθεί η καρδιά μας τον Κύριο και τότε η εντολή
που μας έδωσε ο απόστολος μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί.
Εμεί δεν είμαστε και τόσο πολύ απασχολημένοι σε σύγκριση με τον
προφήτη Δαβίδ. Αυτός ήταν βασιλιάς του Ισραήλ και από το πρωί έως το βράδυ
ασχολιόταν με κρατικές υποθέσεις φροντίζοντας τον δικό του λαό. Άραγε είχε
χρόνο για προσευχή; Θα ρωτούσε κανείς με απορία. Και όμως κοιτάξτε πώς
προσευχόταν: «Εγενήθη τα δάκρυά μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός» (ψαλ. 41, 4).
Ο προφήτης πάντα έχυνε δάκρυα, τα οποία ήταν γι’ αυτόν σαν το ψωμί. Μέρα νύχτα
ικέτευε τον Θεό με προσευχές και δεήσεις, έγραψε πλήθος ψαλμών που όλοι τους
είναι προσευχές στον Θεό. «Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ’ εκάστην
νύκτα την κλίνην μου» (ψαλ. 6, 7). Τέτοια ήταν η προσευχή του, ακόμα και
ξαπλωμένος στο κρεβάτι έβρεχε το προσκέφαλο με ποτάμια δακρύων…
Είναι δυνατόν εμείς που είμαστε λιγότερο απασχολημένοι να μην
βρίσκουμε χρόνο να φέρουμε με την προσευχή τις θλίψεις μας στον Θεό και να
χύσουμε ενώπιόν Του τα δάκρυά μας; Δεν πρέπει να προσευχόμαστε μόνο με
προκαθορισμένες ευχές, αλλά από το περίσσευμα της καρδιάς πρέπει να μιλάει το
στόμα. Πρέπει σιωπηλά, μέσα από την καρδιά να απευθύνουμε στον
Θεό τις ευχές μας, όπως το έκανε η Άννα η μητέρα του προφήτη
Σαμουήλ. Αυτή ήταν στείρα και το πράγμα αυτό της προκαλούσε μεγάλη θλίψη και
πόνο, ήθελε πάρα πολύ να έχει παιδί. Και πήγε μια μέρα στην Ιερουσαλήμ να
προσευχηθεί στον ναό. Στεκόταν γονατισμένη και παρακαλούσε τον Θεό να της
χαρίσει παιδί. Και έδωσε όρκο να το αφιερώσει στον Κύριο. Προσευχόταν χωρίς να
ανοίγει το στόμα, μόνο ελαφρά κουνούσε τα χείλη. Η καρδιά
της βοούσε στον Θεό και Τον παρακαλούσε με πόνο. Δεν προσευχόταν με λέξεις αλλά
με στεναγμούς της καρδιάς.
Έτσι προσευχόταν και ο προφήτης του Θεού Μωυσής όταν παρακαλούσε
τον Κύριο να μην τιμωρεί τον λαό του. Το στόμα του ήταν κλειστό και αυτός προσευχόταν
με την καρδιά στον Θεό. Αλλά και τα χείλη του ακόμα ήταν
ακίνητα, και όμως ο Θεός του είπε: «Τι βοάς προς με;» (Εξοδ. 14, 15). Ο Μωυσής
δεν μιλούσε, αλλά η προσευχή του ανέβαινε στον Θεό και ήταν σαν μια κραυγή
γεμάτη θλίψη και πόνο που έβγαινε από τα βάθη της δικής του καρδιάς.
Βλέπετε πώς μπορεί ο άνθρωπος να προσεύχεται; Η ουσία της
προσευχής είναι, να παραδιδόμαστε ολοκληρωτικά, με όλη την καρδιά μας, να
ικετεύουμε τον Θεό, και η προσευχή να είναι γεμάτη πίστη και ακράδαντη ελπίδα.
Πρέπει να προσευχόμαστε πάντα και να παρακαλούμε ακούραστα,
έχοντας στο νου μας τα λόγια αυτά του Κυρίου: «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν,
ζητείτε, και ευρήσετε, κρούετε, και ανοιγήσετε υμίν• πας γαρ ο αιτών λαμβάνει
και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Ματθ. 7, 7-8).
Λοιπόν, να προσευχόμαστε αδιάκοπα και να χτυπάμε ακούραστα την
θύρα της θείας ευσπλαχνίας. Να τον ικετεύουμε, όχι μόνο για μας, αλλά και
γι’ αυτούς που δεν προσεύχονται σ΄ Αυτόν. Θα ακουστούν οι ευχές μας και θα
μας αποδώσει ο Κύριος κατά το μέγα Του έλεος.