Τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την αγιότητα του παπα-Νικόλα το Πλανά τις έχουμε από τον σύγχρονό του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης ήταν ψάλτης του, στο Εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, κοντά στο Μοναστηράκι της Αθήνας. Έψαλλε στους εσπερινούς και τους όρθρους, στις λειτουργίες και τις ολονυκτίες, που τελούσε με κατάνυξη, αλλά και μεγαλοπρέπεια ο παπά-Νικόλας. Και μπόρεσε να εισδύσει στο βάθος της αγιαμένης αυτής ύπαρξης και να αντιληφθεί το πλήθος των χαρισμάτων της, τα οποία ήταν επιμελώς κρυμμένα κάτω από το κέλυφος της απλότητας και της ταπείνωσης, γιατί ήταν και εκείνος εντεταγμένος στην ίδια προοπτική, ήταν, δηλαδή, φορέας της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Τον ονομάζει άξιο λειτουργό του Υψίστου και
τον αντιπαραβάλλει με τους “επαγγελματικούς ιερείς”, όπως τους αποκαλεί, και
συνεχίζει: “Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των
ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων. Δια πάσαν ιεροπραξία αν του δώσεις
μίαν δραχμήν, ή πενήντα λεπτά, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσεις
τίποτε, δεν ζητεί… Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των
τεθνεώτων, αφού άπαξ του το δώσεις, το κρατεί δια πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη
εξακολουθεί να μνημονεύει τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή
τρεις χιλιάδες ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. … είναι αξιαγάπητος, είναι
απλοϊκός και ενάρετος, είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος”.
( Μάρθας μοναχής, Ο Άγιος παπα- Νικόλας
πλανάς, Εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1992)