Της Κατερίνας Τσακίρη
Εκείνο πού τοποθετεί τον άνθρωπο στον
χώρο της ύλης ή στον κόσμο του θεού δεν είναι ίσως το νεκρό γράμμα της πίστης του, που πολλές φορές τη φέρνει στα μέτρα του, αλλά ο συγκλονισμός της ύπαρξής του. Τί είναι εκείνο που τον συγκινεί; Ποιες είναι της καρδιάς του οι επιθυμίες; Ποιος είναι της ζωής του ο σκοπός; Μήπως το «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν»; Μια τέτοια εξέταση του εαυτού του ο καθένας αν τολμήσει, ένα ειλικρινές ψυχογράφημα αν κάνει, σίγουρα θα δείξει προς ποια κατεύθυνση κλείνει η ύπαρξη του. Και είναι ευτύχημα για τον πιστό που η Εκκλησία συχνά του δίνει την ευκαιρία να στέκεται με στοχαστική διάθεση απέναντι στον εαυτό του.
Πάθος αποκρουστικό αρρώστια από τις πιο επικίνδυνες για τον
άνθρωπο είναι η πλεονεξία. Ο απόστολος Παύλος την ονομάζει «ειδωλολατρία» και τη θεωρεί «ρίζα πάντων των κακών».
Και ο Κύριος μας για να προφυλάξει τις ψυχές μας από το φοβερό τούτο πάθος διηγήθηκε την παραβολή του άφρονα πλουσίου.
Στο πρόσωπο του δυστυχισμένου πλουσίου κρύβεται το δράμα του κάθε ανθρώπου, που αυθαίρετα
και μονολιθικά δένει την ύπαρξη του με την ύλη, αιχμαλωτίζει την ψυχή του σ' αυτήν και ζει αγνοώντας τη Δημιουργική του Αρχή, τον Θεό και κάθε πνευματική πραγματικότητα που απορρέει από Εκείνον.
Τα ερωτήματα του ανθρώπου
πάντοτε ασφαλώς στρέφονται γύρω από το πρόβλημα της προέλευσής του, γι' αυτό υπάρχουν και πολλοί τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος αγωνίζονταν και αγωνίζεται να λύσει το υπαρξιακό του πρόβλημα και να δικαιολογήσει την παρουσία του πάνω στη γη. Αλλά αυτή της αθεΐας η κατάσταση είναι μια αφροσύνη, που με βεβαιότητα σκοτώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και την ανθρωπιά της μαζί. Γιατί για κείνον που φτάνει να πιστεύει στην αλήθεια της ύλης και μόνον, κανένα έλεος δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει φως και ελπίδα για μια κάποια παρηγοριά και παραμυθία όχι μόνο στην άλλη ζωή, αλλά ούτε και σε τούτο τον κόσμο. Η υλιστική αντίληψη καταργεί την έννοια του μυστηρίου από το ανθρώπινο όν και μεταβάλλει τη θεία εικόνα της ζωής του ανθρώπου σε μια τερατώδη και άψυχη μηχανή που οι δυνατότητές της περιορίζονται στη βαθμίδα της υπόλοιπης δημιουργίας.
Δεν παύουν βέβαια τα ερωτήματα και οι ανησυχίες εύκολα
στον άνθρωπο. Μα το βάθος όλης του τής ανησυχίας φτάνει μέχρις εκεί που έφτασε και η μέριμνα του άφρονα πλουσίου της ευαγγελικής περικοπής. Το «τι ποιήσω» του πλουσίου δεν αναφέρεται στο
πρόβλημα της ύπαρξής του άλλα στο φτωχό περιεχόμενο της υλικότητάς του. Στο πώς θα μπορέσει να εξασφαλίσει την ευτυχία της ψυχής του πάνω στη γη, άσχετα αν η τέτοια εξασφάλιση είναι μια ουτοπία, μια αφροσύνη, μια αιχμαλωσία της ψυχής με άλυτα δεσμά.
Αγνοώντας τον Θεό επικεντρώνει
το ενδιαφέρον του στα αγαθά του και μόνο. Τί θα τα κάνει. Πώς θα τα συγκεντρώσει. Πού θα τα αποθηκεύσει. Από την ψυχή του απουσιάζει και η παραμικρή μεταφυσική αναζήτηση.
Μένει αδιάφορος και ψυχρός
για οποιοδήποτε πνευματικό θέμα. Τα μάτια του έπαψαν να υψώνονται στον ουρανό. Τα χείλη του δεν κινούνται ποτέ για να ψελλίσουν δυο λόγια προσευχής. Θεός του έγινε ο πλούτος, τα υλικά αγαθά του. Αυτά εξουσιάζουν την καρδιά του. Προσηλώθηκε σ' αυτά με πάθος. Έγινε ένας στυγνός υλιστής. Ακόμα αδυνατεί να τα δει και σαν δώρα του Θεού. Ότι Εκείνος έδωσε τις ευνοϊκές συνθήκες. Πιστεύει στον εαυτό του και στην καπατσοσύνη του. Δεν πιστεύει στον Θεό. Δεν αισθάνεται την παρουσία Του, Πιστεύει μόνο στα αγαθά του, στα πλούτη και το υπάρχοντα του.
Πόσοι και πόσοι μέσα στην
αφροσύνη του πλούτου, όταν υπάρχει, ή της ακόρεστης δίψας του, όταν δεν τον έχουμε, δεν λησμονούμε τον Θεό; Δεν πιστεύουμε μόνο στα όσα βλέπουν τα μάτια μας; Δεν αιχμαλωτίζεται στην ύλη ή καρδιά μας; Δεν λησμονούμε τα καθήκοντα μας προς τον Κύριο; Δεν θολώνει ή σκέψη μας από οικονομικούς υπολογισμούς και τα σχέδια που συνεχώς καταστρώνουμε, έτσι ώστε στον νου και στην καρδιά μας να μη μένει χώρος για Κείνον; Δεν ξεχνάμε το «ευχαριστώ» και το «Δόξα σοι Κύριε», την έκφραση δηλαδή της ευγνωμοσύνης μας για τα όσα με τόση αγάπη και απλοχεριά μας χαρίζει;
Τι δεν θα μπορούσε να κάνει ο πλούσιος της παραβολής! Πόσα δεν θα μπορούσε να προσφέρει! Το πάθος τής πλεονεξίας όμως τον είχε
κυριεύσει. Τον έκανε σκληρό, άπληστο, ατομιστή, πραγματικό καρκίνωμα της κοινωνίας.
Και σήμερα κυκλοφορούν ανάμεσα μας άνθρωποι πού διαθέτουν
αμύθητο πλούτο, άφθονα υλικό αγαθά, αλλά καρδιά σκληρή, φτωχή σε αισθήματα αγάπης, άδεια από καλοσύνη και συμπόνια. Μέσα τους θρονιάζει η πλεονεξία και η απληστία. Και βλέπουν τους άλλους σαν εργαλεία δια μέσου των οποίων επιδιώκουν να ικανοποιήσουν το συμφέροντα τους. Καταπιέζουν, εκμεταλλεύονται, αδικούν, παρανομούν, φοροδιαφεύγουν. Και όλα αυτά με μοναδικό σκοπό τον ατομικό πλουτισμό τους.
Αλλά και από μας πόσοι και πόσοι δεν ολισθαίνουμε στον παραλογισμό τούτο του πλούσιου της
παραβολής; Για πόσους ανθρώπους το νόημα της ζωής δεν βρίσκεται στο στομάχι; Κηρύσσουμε σε ανυπαρξία την ψυχή, σκοτώνουμε τη συνείδηση μας και παραδινόμαστε στο σφιχταγκάλιασμα της ύλης και της φόρας. Ας μας φωνάζει ο Θεός: «Τί γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον
κόσμον όλον κερδίσει, την δε ψυχή αυτού ζημιωθεί». Είναι τόσος ο παραλογισμός η αφροσύνη, που ξεχνάμε
πόσο πρόσκαιρη, πόσο μάταιη, πόσο απατηλή είναι η επίγεια ζωή μας.
Πέρα από τη θεωρία του μείζονος κέρδους και τη μανία της κατανάλωσης, υπάρχει το πνεύμα και οι δικές του ανάγκες. Πέρα οπό τα επίγεια αγαθά, υπάρχει ο πλούτος του
ουρανού. Πέρα από την ευμάρεια, τον κορεσμό του στομάχου και τη μέθη των αισθήσεων, υπάρχει η ζωή του Χριστού. Πέρα από τον εαυτό μας, υπάρχουν οι άλλοι, παιδιά και αυτοί του Θεού. Η ευτυχία της ψυχής δεν είναι η ύλη, η χλιδή και η τρυφή, αλλά η αίσθηση της αιωνιότητας του Θεού μέσα μας. Γι’ αυτήν είναι πλασμένη και εκεί αναπαύεται. Η συσσώρευση υλικών αγαθών στις αποθήκες και πολλών χρημάτων στις τράπεζες ή στα χρηματοκιβώτια ούτε τον βίο παρατείνουν, ούτε και τη ζωή ομορφαίνουν. Εξάλλου ο κάθε άνθρωπος δεν κρίνεται από αυτά που έχει, αλλά γι' αυτό που ο καθένας είναι.
«Τί ποιήσω;», διερωτάται ο άφρονας πλούσιος. Αυτό θα πει πώς και στους ανθρώπους αυτής της κατηγορίας υπάρχουν τα ερωτήματα και οι
ανησυχίες. Αλλά τα ερωτήματα και οι ανησυχίες τους δεν έχουν βάθος. Δεν αναφέρονται στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά περιορίζονται μόνο στην αγωνιώδη αναζήτηση της ύλης. Και αυτό είναι το δράμα τους.
Ο Απόστολος Παύλος ως διαχρονικός οραματιστής βλέπει τον
πλούτο της χριστιανικής πίστεως να γίνεται το ζητούμενο σε έναν κόσμο που ζει μέσα στο χάος των αδύναμων υπολογισμών του και στην περιθωριοποίηση του δημιουργού του Θεού.
Αν ο πλούσιος της παραβολής
βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στο κενό που ύφανε η αφροσύνη του και έφυγε για να κριθεί από τον Θεό με μόνο εφόδιο τη λάμψη μονάχα του χρυσού στα μάτια του, ο πιστός και στην έσχατη μορφή της αφροσύνης, στην αθεΐα δηλαδή και αν φτάσει, έχει τη δυνατότητα μιας σωτήριας επιστροφής στον Θεό. Γιατί ο χριστιανός έχει την πιο χαρούμενη και ελπιδοφόρα πείρα: Να μπορεί να διώχνει το σκοτάδι της αθεΐας, που δημιουργεί η αμαρτία στην ψυχή του, να φέρει μέσα του το φως του Θεού, που δίνει και στην ύλη ένα νόημα και να οδηγεί τα βήματα της ύπαρξής του στον δρόμο του ουρανού. Έτσι η ψυχή του από τη σκληρή αιχμαλωσία της αμαρτίας ή της ύλης οδηγείται σε μια άλλης μορφής αιχμαλωσία, την αιχμαλωσία εκείνη που περιγράφει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή του, την αιχμαλωσία του ύψους.
Εκείνο που τοποθετεί τον άνθρωπο στον χώρο της ύλης ή στον κόσμο του Θεού είναι ο συγκλονισμός
της ύπαρξης του.
Και είναι ευτύχημα για τον πιοτό που η Εκκλησία συχνά του δίνει την ευκαιρία να στέκεται με στοχαστική διάθεση απέναντι στον εαυτό του.