Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2023

Στο χώρο της ύλης ή στο κόσμο του Θεού;

 Της Κατερίνας Τσακίρη

Εκείνο πού τοποθετεί τον άνθρωπο   στον   χώρο της ύλης ή στον κόσμο του θεού δεν είναι ίσως το νεκρό γράμμα της πίστης του, που πολλές φορές τη φέρνει στα μέτρα του, αλλά ο συγκλονισμός της ύπαρξής του. Τί είναι εκείνο που τον συγκινεί; Ποιες είναι της καρδιάς του οι επιθυμίες; Ποιος είναι της ζωής του ο σκοπός; Μήπως το «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν»; Μια τέτοια εξέταση του εαυτού του ο καθένας αν τολ­μήσει, ένα ειλικρινές ψυχογράφημα αν κάνει, σίγουρα θα δείξει προς ποια κατεύθυνση κλείνει η ύπαρξη του. Και είναι ευτύχημα για τον πιστό που η Εκκλησία συχνά του δίνει την ευκαιρία να στέκεται με στοχαστική διάθεση απέναντι στον εαυτό του.

Πάθος αποκρουστικό αρρώ­στια από τις πιο επικίνδυνες για τον άνθρωπο είναι η πλεονεξία. Ο απόστολος Παύλος την ονομάζει «ειδω­λολατρία» και τη θεωρεί «ρίζα πά­ντων των κακών».

Και ο Κύριος μας για να προφυ­λάξει τις ψυχές μας από το φοβερό τούτο πάθος διηγήθηκε την παρα­βολή του άφρονα πλουσίου.

Στο πρόσωπο του δυστυχισμένου πλουσίου κρύβεται το δράμα του κάθε ανθρώπου, που αυθαίρετα και μονολιθικά δένει την ύπαρξη του με την ύλη, αιχμαλωτίζει την ψυχή του σ' αυτήν και ζει αγνοώντας τη Δημιουργική του Αρχή, τον Θεό και κάθε πνευματική πραγματικότητα που απορρέει από Εκείνον.

Τα ερωτήματα του ανθρώπου πάντοτε ασφαλώς στρέφονται γύρω από το πρόβλημα της προέλευσής του, γι' αυτό υπάρχουν και πολλοί τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος αγωνίζονταν και αγωνίζεται να λύ­σει το υπαρξιακό του πρόβλημα και να δικαιολογήσει την παρουσία του πάνω στη γη. Αλλά αυτή της αθεΐας η κατάσταση είναι μια αφροσύνη, που με βεβαιότητα σκοτώνει την ανθρώ­πινη ύπαρξη και την ανθρωπιά της μαζί. Γιατί για κείνον που φτάνει να πιστεύει στην αλήθεια της ύλης και μόνον, κανένα έλεος δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει φως και ελπίδα για μια κάποια παρηγοριά και παραμυθία όχι μόνο στην άλλη ζωή, αλλά ούτε και σε τούτο τον κόσμο. Η υλιστική αντίληψη καταργεί την έννοια του μυστηρίου από το ανθρώπινο όν και μεταβάλλει τη θεία εικόνα της ζωής του ανθρώπου σε μια τερατώ­δη και άψυχη μηχανή που οι δυνατότητές της περιορίζονται στη βαθμί­δα της υπόλοιπης δημιουργίας.

Δεν παύουν  βέβαια  τα  ερω­τήματα  και οι ανησυχίες εύκολα στον άνθρωπο. Μα το βάθος όλης του τής ανησυχίας φτάνει μέχρις εκεί που έφτασε και η μέριμνα του άφρονα   πλουσίου   της   ευαγγελικής περικοπής. Το «τι ποιήσω» του πλουσίου δεν αναφέρεται στο πρόβλημα της ύπαρξής του άλλα στο φτωχό περιεχόμενο της υλικότητάς του. Στο πώς θα μπορέσει να εξασφαλίσει την ευτυχία της ψυχής του πάνω στη γη, άσχετα αν η τέ­τοια εξασφάλιση είναι μια ουτοπία, μια αφροσύνη, μια αιχμαλωσία της ψυχής με άλυτα δεσμά.

Αγνοώντας τον Θεό επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα αγαθά του και μόνο. Τί θα τα κάνει. Πώς θα τα συ­γκεντρώσει. Πού θα τα αποθηκεύσει. Από την ψυχή του απουσιάζει και η παραμικρή μεταφυσική αναζήτηση.

Μένει αδιάφορος και ψυχρός για οποιοδήποτε πνευματικό θέμα. Τα μάτια του έπαψαν να υψώνονται στον ουρανό. Τα χείλη του δεν κι­νούνται ποτέ για να ψελλίσουν δυο λόγια προσευχής. Θεός του έγινε ο πλούτος, τα υλικά αγαθά του. Αυτά εξουσιάζουν την καρδιά του. Προση­λώθηκε σ' αυτά με πάθος. Έγινε ένας στυγνός υλιστής. Ακόμα αδυνατεί να τα δει και σαν δώρα του Θεού. Ότι Εκείνος έδωσε τις ευνοϊκές συνθήκες. Πιστεύει στον εαυτό του και στην καπατσοσύνη του. Δεν πιστεύει στον Θεό. Δεν αισθάνεται την παρουσία Του, Πιστεύει μόνο στα αγαθά του, στα πλούτη και το υπάρχοντα του.

Πόσοι και πόσοι μέσα στην αφροσύνη του πλούτου, όταν υπάρ­χει, ή της ακόρεστης δίψας του, όταν δεν τον έχουμε, δεν λησμονούμε τον Θεό; Δεν πιστεύουμε μόνο στα όσα βλέπουν τα μάτια μας; Δεν αιχμαλω­τίζεται στην ύλη ή καρδιά μας; Δεν λησμονούμε τα καθήκοντα μας προς τον Κύριο; Δεν θολώνει ή σκέψη μας από οικονομικούς υπολογισμούς και τα σχέδια που συνεχώς καταστρώ­νουμε, έτσι ώστε στον νου και στην καρδιά μας να μη μένει χώρος για Κείνον; Δεν ξεχνάμε το «ευχαριστώ» και το «Δόξα σοι Κύριε», την έκφραση δηλαδή της ευγνωμοσύνης μας για τα όσα με τόση αγάπη και απλο­χεριά μας χαρίζει;

Τι δεν θα μπορούσε να κάνει ο πλούσιος της παραβολής! Πόσα δεν θα μπορούσε να προσφέρει! Το πάθος τής πλεονεξίας όμως τον είχε κυριεύσει. Τον έκανε σκληρό, άπλη­στο, ατομιστή, πραγματικό καρκίνω­μα της κοινωνίας.

Και σήμερα κυκλοφορούν ανά­μεσα μας άνθρωποι πού διαθέτουν αμύθητο πλούτο, άφθονα υλικό αγαθά, αλλά καρδιά σκληρή, φτωχή σε αισθήματα αγάπης, άδεια από κα­λοσύνη και συμπόνια. Μέσα τους θρονιάζει η πλεονεξία και η απληστία. Και βλέπουν τους άλλους σαν εργαλεία δια μέσου των οποίων επι­διώκουν να ικανοποιήσουν το συμ­φέροντα τους. Καταπιέζουν, εκμε­ταλλεύονται, αδικούν, παρανομούν, φοροδιαφεύγουν. Και όλα αυτά με μοναδικό σκοπό τον ατομικό πλου­τισμό τους.

Αλλά και από μας πόσοι και πό­σοι δεν ολισθαίνουμε στον παραλογισμό τούτο του πλούσιου της παραβολής; Για πόσους ανθρώπους το νόημα της ζωής δεν βρίσκεται στο στομάχι; Κηρύσσουμε σε ανυ­παρξία την ψυχή, σκοτώνουμε τη συνείδηση μας και παραδινόμαστε στο σφιχταγκάλιασμα της ύλης και της φόρας. Ας μας φωνάζει ο Θεός: «Τί γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδίσει, την δε ψυχή αυτού ζημιωθεί». Είναι τόσος ο παραλογισμός η αφροσύνη, που ξεχνάμε πόσο πρόσκαιρη, πόσο μάταιη, πόσο απατηλή είναι η επίγεια ζωή μας.

Πέρα από τη θεωρία του μείζο­νος κέρδους και τη μανία της κατανάλωσης, υπάρχει το πνεύμα και οι δικές του ανάγκες. Πέρα οπό τα επί­γεια αγαθά, υπάρχει ο πλούτος του ουρανού. Πέρα από την ευμάρεια, τον κορεσμό του στομάχου και τη μέθη των αισθήσεων, υπάρχει η ζωή του Χριστού. Πέρα από τον εαυτό μας, υπάρχουν οι άλλοι, παιδιά και αυτοί του Θεού. Η ευτυχία της ψυχής δεν είναι η ύλη, η χλιδή και η τρυφή, αλλά η αίσθηση της αιωνιότητας του Θεού μέσα μας. Γι’ αυτήν είναι πλασμένη και εκεί αναπαύεται. Η συσσώρευση υλικών αγαθών στις αποθήκες και πολλών χρημάτων στις τράπεζες ή στα  χρηματοκιβώ­τια ούτε τον βίο παρατείνουν, ούτε και τη ζωή ομορφαίνουν. Εξάλλου ο κάθε άνθρωπος δεν κρίνεται από αυτά που έχει, αλλά γι' αυτό που ο καθένας είναι.

«Τί ποιήσω;», διερωτάται ο άφρο­νας πλούσιος. Αυτό θα πει πώς και στους ανθρώπους αυτής της κατηγο­ρίας υπάρχουν τα ερωτήματα και οι ανησυχίες. Αλλά τα ερωτήματα και οι ανησυχίες τους δεν έχουν βάθος. Δεν αναφέρονται στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά περιο­ρίζονται μόνο στην αγωνιώδη ανα­ζήτηση της ύλης. Και αυτό είναι το δράμα τους.

Ο Απόστολος Παύλος ως δια­χρονικός οραματιστής βλέπει τον πλούτο της χριστιανικής πίστεως να γίνεται το ζητούμενο σε έναν κόσμο που ζει μέσα στο χάος των αδύνα­μων υπολογισμών του και στην περιθωριοποίηση του δημιουργού του Θεού.

Αν ο πλούσιος της παραβολής βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στο κενό που ύφανε η αφροσύνη του και έφυγε για να κριθεί από τον Θεό με μόνο εφόδιο τη λάμψη μονά­χα του χρυσού στα μάτια του, ο πιστός και στην έσχατη μορφή της αφροσύνης, στην αθεΐα δη­λαδή και αν φτάσει, έχει τη δυνα­τότητα μιας σωτήριας επιστροφής στον Θεό. Γιατί ο χριστιανός έχει την πιο χαρούμενη και ελπιδο­φόρα πείρα: Να μπορεί να διώ­χνει το σκοτάδι της αθεΐας, που δημιουργεί η αμαρτία στην ψυχή του, να φέρει μέσα του το φως του Θεού, που δίνει και στην ύλη ένα νόημα και να οδηγεί τα βήμα­τα της ύπαρξής του στον δρόμο του ουρανού. Έτσι η ψυχή του από τη σκληρή αιχμαλωσία της αμαρτίας ή της ύλης οδηγείται σε μια άλλης μορφής αιχμαλωσία, την αιχμαλωσία εκείνη που πε­ριγράφει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή του, την αιχμαλωσία του ύψους.

Εκείνο που τοποθετεί τον άνθρω­πο στον χώρο της ύλης ή στον κό­σμο του Θεού είναι ο συγκλονισμός της ύπαρξης του.

Και είναι ευτύχημα για τον πιοτό που η Εκκλησία συχνά του δίνει την ευκαιρία να στέκεται με στοχαστική διάθεση απέναντι στον εαυτό του.