Ζούμε την κάθε μέρα με την επιθυμία της επιστροφής μας, στον
παράδεισο. Αυτόν τον παράδεισο ψάχνουμε, με κάθε μας πράξη. Αίφνης, βλέπουμε
ένα ωραίο πρόσωπο και χαιρόμαστε γιατί μας θυμίζει τον παράδεισο που αναζητούμε,
ένα ωραίο τοπίο, μας αρέσει ιδιαίτερα γιατί είναι ένα τοπίο όχι μόνο του κόσμου
ετούτου, αλλά και του δικού μας παραδείσου πού απωλέσαμε. Ακούμε μια ωραία
μουσική και ευφραίνεται η καρδιά μας γιατί αυτή η μουσική έχει κάτι από την αρμονία
του παραδείσου μας.
Το μάτι μας αναπαύεται στη θέα ενός μικρού παιδιού, και η πιο
σκληρή και κουρασμένη καρδιά γλυκαίνει στη θέα ενός μικρού παιδιού που γελά ή
που κοιμάται γιατί τα παιδιά είναι γεμάτα από την ευωδία του παραδείσου, από
τον όποιο μόλις ήλθαν, και τον όποιον ακόμα δεν απώλεσαν εντελώς.
Ονειρευόμαστε, έντονα και συνεχώς, ένα ταξίδι, γιατί δεν είμαστε από
εδώ, δεν είμαστε για εδώ και το ξέρουμε. Η καρδιά μας, μας το πληροφορεί και
θέλουμε να φύγουμε. Στην πραγματικότητα ο παράδεισος είναι ο σκοπός μας, αλλά σαν να μη το ξέρουμε... Θέλουμε για πολλοστή
φορά να επισκεφθούμε άγιους τόπους, να προσκυνήσουμε κάτι από τα σημεία του
Θεού στη Γη και εξερχόμαστε γι' αυτό του εαυτού μας.
Και ερωτευόμαστε πρόσωπα που κάτι μας θυμίζουν, που μας θυμίζουν
κάτι από τον προσωπικό μας παράδεισο και δεν το ξέρουμε. Και επιθυμούμε τοπία,
και χαραυγές και ηλιοβασιλέματα του κόσμου τούτου, γιατί όλα αυτά είναι
γράμματα που σκόρπισε ο Θεός παντού για
να Τον βρούμε. Όμως όλα αυτά αν και είναι πολύ όμορφα. Είναι όμως κτιστά.
Για αυτό όσο και αν τα φτάσουμε, όσο και αν τα ιδούμε, τα
κρατήσουμε στην αγκαλιά μας, όσο κι αν νομίσουμε ότι τα κατέχουμε, θυμίζουν τον
παράδεισο, αλλά δεν είναι ο
παράδεισος. Κι αυτό μας γεμίζει θλίψη. Για αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω
μας, είναι θλιμμένοι. Είμαστε θλιμμένοι. Γιατί όλη αυτή η έξοδος από τον εαυτό
μας, όλη αυτή η διεκδίκηση του επιβάλλοντος μέρους της ουσίας είναι έξωση από τον παράδεισο.
Κι αυτό συμβαίνει όταν χάνουμε- εκούσια -την συνείδηση του « πάντα τα εμά σα εστίν» Όταν κατακερματίζουμε τον κτιστό κόσμο του
Θεού σε οικόπεδα της δικής μας ματαιοδοξίας και όταν από την αγάπη του προσώπου
ως εικόνα Θεού του κάθε συνανθρώπου μας, πέφτουμε στον
έρωτα-αίρεση ενός μέρους αυτού: του εγωκεντρικού
μας ειδώλου-
καθρέπτη. Στον άλλο αγαπάμε μια προέκταση του εγώ μας και έτσι αποδημούμε εις χώραν μακράν της πραγματικής μας ύπαρξης.
Όσο ταυτιζόμαστε με όλους και όλα αυτά, τόσο κολλώμεθα επί των πολιτών
της χώρας εκείνης, τη μακράν του παραδείσου. Κι αυτή η διάζευξης μας με τον Θεό
θα μας κάνει να υποδουλωθούμε στα πάντα,
να βοσκήσουμε χοίρους των σαρκικών μας πια επιθυμιών και να τρεφόμαστε με αυτές
τις επιθυμίες, τα ξυλοκέρατα.
Όμως, όλες αυτές οι επιθυμίες μας, αδελφοί μου, αργά ή γρήγορα θα αποδειχθούν
ψευδαισθήσεις. Γι' αυτό και πάντα θα
πεινάμε. Ποτέ δεν χορταίνουμε. Και θα προσπαθούμε να γνωρίσουμε κι άλλους
ανθρώπους, να αγαπήσουμε άλλους που ίσως μας φέρουν την ευτυχία, να αποκτήσουμε
καινούργιο σπίτι, να αυξήσουμε τις καταθέσεις μας στην Τράπεζα, να επεκτείνουμε
την επιρροή μας στους γύρω μας. Και με όλα αυτά θα επιθυμούμε να γεμίσουμε την
κοιλία μας, αλλά όλα αυτά τίποτα δεν θα μας δίδουν. Πάντα θα πεινάμε! πάντα ο
φόβος τού «εγώ δε λιμώ απόλλυμαι!» θα
μας τυραννά.
Αντί για αυτή τη συνεχή μας έξοδο από τον εαυτό μας, φθάνει η τόσο
απλή συνειδητοποίηση ότι αυτό που μας λείπει είναι αυτό πού έχουμε, το μόνο που πραγματικά έχουμε και αναστάντες θα
πορευθούμε προς τον Πατέρα, όχι έξω,
όχι κάπου, σίγουρα όχι σε κάποιους, αλλά
μέσα μας, τόσο κοντά, γιατί ο
παράδεισος που αναζητήσαμε είναι εντός
ημών, γι' αυτό και πουθενά δεν τον βρήκαμε…
Τον χώρο του παραδείσου εντός
μας το έφτιαξε ο Θεός όταν από πάντα μας αγάπησε τόσο πολύ που με τίποτα
άλλο να μην μπορούμε να ευτυχήσουμε. Όλα θυμίζουν αυτήν την αγάπη, αλλά δεν
είναι αυτή η αγάπη.
Ο Θεός μας γνωρίζει προσωπικά
τον καθ' ένα από εμάς.
Η πορεία μας είναι μια πορεία εντός,
προσωπική προς Αυτόν. Και γίνεται όχι με την δική μας ενέργεια αλλά με την
ενέργεια του Θεού.
Εμείς αναστάντες πορευόμεθα προς Αυτόν, αλλά πάντα Αυτός εξέρχεται,
δραμών και πέφτει εις τον τράχηλο μας και καταφιλεί ημάς. Για τέτοια αγάπη
μιλάμε, αδελφοί μου.
Για να ευφρανθούμε όμως και να χαρούμε, θα πρέπει να καταλάβουμε
ότι, πάντοτε είμαστε με τον Θεό, και πάντα τα τού Θεού, ημών εστί. Μακριά από
τον Θεό νεκροί είμαστε και απολωλότες.
Κοντά Του αναζούμε και για πρώτη φορά, υπάρχουμε, ευρισκόμεθα.
Το επιβάλλον μέρος, λοιπόν. Ο άνθρωπος πάντοτε από εκεί θα ξεκινάει την ξενιτιά του και το μακρύ του ταξίδι. Από το επιβάλλον μέρος…..Από το να μην κατανοεί το όλον, την απόλυτη ενότητα του με τον Κτίστη. Με αυτό που τον ενώνει με τον Πατέρα.
Είμαστε
κτιστά όντα, ομοούσιοι με τη κτίση με διαφορετική όμως υπόσταση. Προερχόμαστε
όλοι από την ίδια φύση, από εκείνον τον ίδιο «χουν» που έλαβε ο Δημιουργός και
μας έφτιαξε, όλους, και ενεφύσησε την δημιουργική του Πνοή με ελεύθερη θέληση.
Από το μηδέν προς το είναι. Από την εικόνα, λοιπόν, στο καθ’ ομοίωσιν. Και αυτή
είναι η ουσία και όχι το επιβάλλον
μέρος της ουσίας.
Από
αυτήν και με αυτήν την υπέροχη αγάπη φτιαχθήκαμε, γεννημένοι από την εκρηκτική θέληση του Θεού για Ζωή και
για όντως Ζωή.
Έτσι
γεννιόμαστε όλοι, εκ του μη όντως
εις το είναι, πάντα, νυν και αεί, μέσα στις αγκάλες του Πατρός.
Και
όμως, πόσο εύκολα αποδημούμε –ή νομίζουμε ότι αποδημούμε- εις χώραν μακράν,
αναζητώντες εκείνο που έχουμε και ποτέ δεν χάσαμε, ψάχνοντας, αυτό που είμαστε.
Δαπανώμεθα ζώντες ασώτως, και αφού δαπανήσουμε τα πάντα από το μέρος της ουσίας
που « κατέχουμε», προσκολλούμεθα σε κάποιον από τους πολίτες της χώρας της
ξενιτίας μας, γιατί αδυνατούμε πλέον να υπάρξουμε μόνοι μας. Υποδουλωνόμεθα
στον άλλο. Και βόσκουμε πια τους χοίρους των επιθυμιών μας στους αγρούς, της
ερημιάς μας.
Μια
πορεία μονόδρομος από το όλον στο κατά μέρος και συχνά, στο τίποτα, σε λιμών
ισχυρόν.
Από
την ελευθερία της ευλογίας του Πατέρα εις την υποδούλωσιν μας σε ξένες προς
εμάς, καταστάσεις.
Μα
εκείνη η Πρώτη Αγάπη, η Ακέραια, η
Ολοκληρωτική, δεν σβήνεται από μέσα μας. Η αγάπη, όταν είναι τέτοια σαν εκείνη
του Πατέρα της παραβολής αλλοιώνει για πάντα τον άνθρωπο.
Μα
και όσοι γνωρίσαμε μιαν τέτοια αγάπη, ή όσοι προσφέραμε μιαν τέτοια αγάπη, το
ξέρουμε, ότι πλέον κι αν τρώμε, κάποτε, από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι
λιμώ απολλύμεθα..
Ποτέ δεν θα χορτάσουμε με κάτι λιγότερο. Γιατί αυτό που αλλοιώνει τον άνθρωπο οριστικά, είναι η αγάπη. Και αυτό είναι που θα τον οδηγεί πάντοτε προς το Θεό. Είναι ένας φυσικός δεσμός, χωρίς βία, χωρίς ανάγκη, χωρίς χρονικό προσδιορισμό. Θα έλεγα είναι μια αγάπη υποστατική.
Ελεύθερα δίδεται,
ελεύθερα επιστρέφει.
Υπάρχει
και όταν αποδημούμε εις χώραν μακράν, υπάρχει όταν διασκορπίσουμε την ουσίαν
μας ζώντες ασώτως, υπάρχει και όταν αναστώμεθα και πορευόμεθα πίσω, στον εαυτό
μας. Και επειδή αυτή η αγάπη που ζητεί τα εαυτοίς, μας αγκαλιάζει εύκολα, και
εύκολα και εμείς δεχόμαστε αυτήν αγκαλιά.
Εύκολα
τότε και εμείς, επιτέλους, θα εκδηθούμε τα ράκη της έως τώρα ξενιτίας μας και
θα ενδυθούμε την στολήν την πρώτην.
Εύκολα,
αβίαστα και ελεύθερα και εντελώς δωρεάν θα φορέσουμε το δακτύλιον της ευγενικής
μας καταγωγής και στα πόδια υποδήματα και τότε θα αρχίσουμε να ευφραινόμαστε.
Γιατί
μέσα σε αυτή τη κατάσταση θα είμαστε, ξανά, ο εαυτός μας. Αυτό που από πριν
ήμασταν αλλά δεν καταλαβαίναμε. Και τότε σε ολόκληρο τον κόσμο μας, θα υπάρχει
Γιορτή. Έτσι θα νιώθουμε εμείς. Τον κόσμο σε γιορτή. Επειδή θα έχουμε
επιστρέψει στον Πατέρα.
Μπορεί,
αδελφοί μου, όταν θα αξιωθούμε να νιώθουμε αυτήν την χαρά, να υπάρχει κάποιος
από εμάς, ομοούσιος αδελφός, που να μην συμμετέχει. Ίσως γιατί δεν πόνεσε τόσο
και δεν καταλαβαίνει τον πόνο μας, ή ίσως δεν έφυγε ποτέ και δεν ξέρει τη χαρά
της επιστροφής. ‘Η ίσως κι εκείνος ακόμα να πεινά και να νομίζει ότι δεν έλαβε
και δεν έφαγε ποτέ ούτε ερίφιον με τους φίλους του, για να ευφρανθεί. Κι αυτός,
ίσως μέχρι τώρα δεν χάρηκε τη περιουσία του…..
Αν
γύρω μας υπάρχει αδελφός που δεν συμμετέχει στην ζωή μας, στην χαρά μας,
υπάρχει γιατί δεν κατάλαβε τον πόνο
μας.
Κι
εκείνος από κάποιον δρόμο έρχεται προς το Πατέρα, διαφορετικό από δικό μας,
σίγουρα, αλλά κι εκείνος πεινά. Σε άλλους αγρούς περιπλανήθη
αυτός, σε άλλους εμείς.
Ο
καθ’ ένας με τη πείνα του και τη δίψα του, την δική του, τη προσωπική.
Αλλά
για όλους «ευφρανθήναι δε και
χαρείναι έδει».
Τα
πάντα προσφέρονται σε όλους μας, από όποιον δρόμο κι αν επιστρέφουμε. Για αυτό
ας μην οργισθούμε ο ένας για τον άλλο ποτέ
και ας εισέλθουμε στην χαρά του Πατρός και του Άλλου. Γιατί όσο κι αν μοιάζουμε
διαφορετικοί είμαστε ίδιοι στο κατ’
εικόνα κι αν ταξιδεύουμε προς το καθ’ ομοίωσιν, κατά Θεόν, δηλαδή, Θα ενωθούμε
στην χαρά του Πατρός και τότε νεκροί θα ήμασταν και θα ζήσουμε, απολωλοκότες
και θα ευρεθώμεν.
Εν Χριστώ.