Μυστήριο
παράξενο και παράδοξο αντικρύζω. Βοσκών φωνές φτάνουν στ’ αυτιά μου. Δεν
παίζουν σήμερα με τις φλογέρες τους κάποιον τυχαίο σκοπό. Τα χείλη τους ψάλλουν
ύμνο ουράνιο.
Οι
άγγελοι υμνολογούν, οι αρχάγγελοι ανυμνούν, ψάλλουν τα Χερουβείμ και δοξολογούν
τα Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν όλοι, βλέποντας το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους
ουρανούς.
Σήμερα
η Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: Αντί γι’ αστέρια, δέχτηκε τους αγγέλους·
αντί για ήλιο, δέχτηκε τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις το πώς.
Γιατί όπου θέλει ο Θεός, ανατρέπονται οι φυσικοί νόμοι.
Εκείνος
λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη κι έσωσε τον άνθρωπο. Όλα
συνεργάστηκαν μαζί Του γι’ αυτόν το σκοπό.
Σήμερα
γεννιέται Αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό που ποτέ δεν υπήρξε. Είναι
Θεός και γίνεται άνθρωπος! Γίνεται άνθρωπος και πάλι Θεός μένει!
Όταν
γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννησή Του: Από τη μια οι
Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία· κι από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν
αλλά αντί άλλων. Ο Ηρώδης πάλι, ζητούσε να βρει το νεογέννητο Βρέφος όχι για να
το τιμήσει, μα για να το θανατώσει.
Ε
λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το Βασιλιά τ’
ουρανού να βρίσκεται στη γη μ’ ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.
Και
ήρθαν οι βασιλιάδες να προσκυνήσουν τον επουράνιο Βασιλιά της δόξας.
Ήρθαν
οι στρατιώτες να υπηρετήσουν τον Αρχιστράτηγο των ουράνιων Δυνάμεων.
Ήρθαν
οι γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον που μετέβαλε τις λύπες της γυναίκας σε χαρά.
Ήρθαν
οι παρθένες να προσκυνήσουν Εκείνον που δημιούργησε τους μαστούς και το γάλα,
και τώρα θηλάζει από Μητέρα Παρθένο.
Ήρθαν
τα νήπια να προσκυνήσουν Εκείνον που έγινε νήπιο, για να συνθέσει δοξολογικό
ύμνο «από τα στόματα των νηπίων» (Ψαλμ. 8:3).
Ήρθαν
τα παιδιά να προσκυνήσουν Εκείνον που η μανία του Ηρώδη τα ανέδειξε σε
πρωτομάρτυρες.
Ήρθαν
οι ποιμένες να προσκυνήσουν τον καλό Ποιμένα, που θυσίασε τη ζωή Του για χάρη
των προβάτων.
Ήρθαν
οι ιερείς να προσκυνήσουν Εκείνον που έγινε αρχιερέας όπως ο Μελχισεδέκ (Εβρ.
5:10).
Ήρθαν
οι δούλοι να προσκυνήσουν Εκείνον που πήρε μορφή δούλου, για να μετατρέψει τη
δουλεία μας σ’ ελευθερία.
Ήρθαν
οι ψαράδες να προσκυνήσουν Εκείνον που τους μετέβαλε σε «ψαράδες ανθρώπων»
(Ματθ. 4:19)
Ήρθαν
οι τελώνες να προσκυνήσουν Εκείνον που από τους τελώνες ανέδειξε ευαγγελιστή.
Ήρθαν
οι πόρνες να προσκυνήσουν Εκείνον που παρέδωσε τα πόδια του στα δάκρυα μιας
πόρνης.
Κοντολογίς,
ήρθαν όλοι οι αμαρτωλοί να δουν τον Αμνό του Θεού, που σηκώνει στους
ώμους Του την αμαρτία του κόσμου:
Οι
μάγοι για να Τον προσκυνήσουν·
οι
ποιμένες για να Τον δοξολογήσουν·
οι
τελώνες για να Τον κηρύξουν·
οι
πόρνες για να Του προσφέρουν μύρα·
η
Σαμαρείτισσα για να ξεδιψάσει·
η
Χαναναία για να ευεργετηθεί.
Αφού
λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω κι εγώ να σκιρτήσω, θέλω να
χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Δίχως κιθάρα, δίχως αυλό, δίχως λαμπάδες
αναμμένες στα χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, αντί γι’ αυτά, τα σπάργανα του
Χριστού. Αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο
αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου. Γι’ αυτό τα ‘χω μαζί μου: Για να πάρω από τη δύναμή
τους δύναμη, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους, «δόξα στον ύψιστο Θεό»,
και με τους ποιμένες, «και ειρήνη στη γη, ευλογία στους ανθρώπους» (Λουκ. 2:14).
Από το βιβλίο: Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, τόμος Β’, Ι. Μ. Παρακλήτου.