Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Βίος του Αγίου Ιερομάρτυρος Φιλουμένου του Αγιοταφίτου του φύλακος του φρέατος του Ιακώβ


  Ο Άγιος Φιλούμενος κατά κόσμος Σοφοκλής γεννήθηκε στην Λευκωσία, στις 15 Οκτωβρίου 1913. Γονείς του ήταν οι Ευσεβείς Γεώργιος και Μαγδαληνή. Ήταν δίδυμος αδελφός με τον π. Ελπίδιο κατά κόσμον Αλέξανδρος και από μικροί ξεχώριχαν για την αγάπη που είχαν προς τον Θεό και γι’ αυτό από πολύ νωρίς άναψε μέσα τους η επιθυμία για τη μοναχική ζωή. Το 1927, σε ηλικία μόλις 14 τώ αναχώρησαν και οι δυο για την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, αφού πήραν την ευχή του πνευματικού τους, αλλά και των ευλαβών γονέων τους. Εκεί έμειναν 6 περίπου χρόνια, όταν ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου τους πήρε για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου στα Ιεροσόλυμα, όπου βρέθηκαν το 1934, μαθητές στην Σχολή της Αγίας Σιών.
Το 1937 εκάρησαν μοναχοί παίρνοντας ο Σοφοκλής το όνομα Φιλούμενος και ο Αλέξανδρος το όνομα Ελπίδιος. Στις 5 Σεπτεμβρίου του ιδίου χρόνου χειροτονήθηκαν διάκονοι και το 1939 αποφοίησαν από το Γυμνάσιο του Πατριαρχείου. Ο π. Ελπίδιος έφυγε από την Αγία Γη, υπηρετώντας σε άλλους τόπους. Ο Άγιος Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα για 45 συνεχή χρόνια, μέχρι το μαρτύριό του. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αφού πέρασε από διάφορες διακονίες μέσα στο Πατριαρχείο και διορίσθηκε σε διάφορες θέσεις υπηρετώντας πάντοτε με ευθύνη και φόβο Θεού και με πολύ αγάπη προς τους αγιοταφίτες πατέρες, στις 8 Μαΐου του 1979 μετατέθηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ όπου υπηρέτησε μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο, στις 29 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Εκεί όμως, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα από φανατικούς Εβραίους που συνέχεια τον απειλούσαν ότι αν δεν εγκαταλείψει το Φρέαρ και πάρει τις εικόνες και τον Εσταυρωμένο να φύγει, θα τον σκοτώσουν. Εκείνος όμως απαντούσε ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το προσκύνημα, αλλά ότι ήταν έτοιμος ακόμα και να μαρτυρήσει, ως πιστός φύλακας αυτού.
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, ημέρα της μνήμης του Αγ. Μάρτυρος Φιλουμένου, φανατικοί Εβραίοι μπήκαν στο χώρο του Φρέατος του Ιακώβ κι ενώ ο Άγιος τελούσε τον Εσπερινό, του επιτέθηκαν με τσεκούρι, τον κακοποίησαν και τέλος τον σκότωσαν. Το μαρτύριό του ήταν φρικτό, γιατί οι δήμιοί του τον χτύπησαν αλύπητα στο πρόσωπο και του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την Εκκλησία και το Σταυρό κι έριξαν μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας τον χώρο. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του π. Σωφρονίου που παρέλαβε το τίμιο λείψανο του μάρτυρα για να το ντύσει και να το ετοιμάσει για την ταφή, ότι παρέμεινε 5 μέρες μετά το μαρτύριό του ζεστό και εύκαμπτο και «βοήθησε» το Γέροντα Σωφρόνιο για να τον ντύσει. Συγκλονιστική είναι επίσης η μαρτυρία του κατά σάρκα αδελφού του π. Ελπιδίου, που αν και μίλια μακρυά, άκουσε τη φωνή του π. Φιλουμένου να του λέγει: «Αδελφέ μου με σκοτώνουν προς δόξαν Θεού. Σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις». Στην κηδεία του πλήθος κόσμου μαζεύτηκε, όχι μόνο χριστιανοί, αλλά και ετερόδοξοι, μουσουλμάνοι και χοτζάδες ακόμη. Όλοι ήρθαν να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό. Όλοι τον έκλαψαν, γιατί ήταν ένας καλός και άγιος ιερομόναχος.
Η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 29 Νοεμβρίου και το ευωδιάζον και θαυματουργό σκήνωμά του βρίσκεται εντός του νέου τρισυπόστατου μεγαλοπρεπούς ιερού ναού που χτίστηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, του Αγίου Φιλουμένου και του αγίου Ιουστίνου. Κτίτωρ του νέου αυτού ναού είναι ο Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος, στον οποίο ο Άγιος Φιλούμενος εμφανίζεται συχνά και τον προστατεύει από τις επιθέσεις των φανατικών Εβραίων που συνεχίζονται εναντίον του π. Ιουστίνου και του Ιερού Προσκυνήματος. Χιλιάδες ορθόδοξοι καταφθάνουν κατ’ έτος για να προσκυνήσουν το ιερό λείψανό του στο Φρέαρ του Ιακώβ, στη Σαμάρεια.
«Ο Άγιος Φιλούμενος, αναφέρει η ευσεβής μοναχή «ήταν πάρα πολύ ολιγόλογος. Όταν όμως πηγαίναμε στο προσκύνημα που διακονούσε, στο πέρας της Θείας Λειτουργίας, πάντοτε έκανε ένα σύντομο και απλό κήρυγμα. Μας έλεγε, για παράδειγμα, να έχουμε ταπείνωση, να έχουμε αγάπη, να ήμαστε ελεήμονες… “Να λέτε την Ευχή” μας έλεγε, “και η ευχή θα τα κανονίσει όλα. Όταν λέτε την Ευχή, μη φοβείστε τίποτα. Αλλά κι ο ίδιος ζούσε την Ευχή, η οποία δεν έλειπε ο από το στόμα του. Περπατούσε και έβλεπες συνεχώς τα χείλη του να κινούνται. Εμάς, πού ήμασταν μοναχές, μας έλεγε να διαβάζουμε πολύ και κυρίως πατερικά βιβλία, όπως τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, τον Άγιο Εφραίμ τον Σύρο, την Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, την Αγία Γραφή… Το Ευαγγέλιο, μας έλεγε, να μη σας λείπει από το χέρι σας. Την Καινή Διαθήκη να τη διαβάζετε τακτικά». Ο Άγιος Φιλούμενος έζησε αθόρυβα και ταπεινά. Η ασκητική ζωή και η ακρίβεια της τήρησης των μοναχικών ιδεωδών, ήταν τα κυριότερα χαρακτηριστικά που τον διέκριναν. Πολλές φορές έκανε και τον σαλό για να κρύβεται από τον κόσμο.
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί. Ας αναλογιστούμε όλοι μας. Οι Άγιοι δεν είναι κάτι εκτός του κόσμου τούτου.  Ήταν και είναι  άνθρωποι σαν εμάς, με πίστη όμως ακλόνητη, αγάπη στο Θεό, και στον πλησίον και ταπείνωση. Πίστη τέτοια στο Θεό που και το μαρτύριο το υπέμειναν και τη ζωή τους έδωσαν προς Δόξαν Του. Με τον θάνατό τους , πάτησαν και νίκησαν τον θάνατο και τον Αδη και κέρδισαν την αιώνια ζωή στην Βασιλεία των ουρανών, όπως ακριβώς ο Άγιος ιερομάρτυρας Φιλούμενος. Άνθρωποι που έζησαν εν ασκήσει δια βίου, που έδωσαν αίμα και πήραν Πνεύμα Θεού.
Ακόμα και στους δύσκολους τούτους καιρούς, η Χάρις του Κυρίου μας, μας δίνει Αγίους και θα εξακολουθήσει να δίνει μέχρι της συντέλειας των αιώνων, προς Δόξα του εν Τριάδει Θεού και για παρηγοριά και παραμυθία δικιά μας. Ότι κι αν κάνουν, η Εκκλησία μας, το Σώμα του Κυρίου, το πλήρωμα του Παναγίου Πνεύματος, θα μείνει όρθια, ζωντανή, κραταιά, αταλάντευτη, ακλόνητος κυματοθραύστης στις επιθέσεις του πονηρού. «Πύλαι άδου ου κατισχύνουσιν αυτής».


Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΤΣΑΛΙΚΗ

 Ένας Άγιος των ημερών μας, της εποχής μας τούτης της δύσκολης. Ο Άγιος Ιάκωβος εγεννήθη το 1920 στα ματωμένα χώματα της Μικράς Ασίας, εις το Λιβίσι της Μάκρης,.
Ένεκεν αυτής της γειτονίας ένιωθε πάντοτε μια ιδιαίτερη αγάπη για την Κύπρο. Η μάνα του Θεοδώρα, όταν ήθελε να παρακαλέσει την Παναγία, εγύριζε κατά τα βουνά του Κύκκου και φώναζε: «Παναγία του Κύκκου μου. Φύλαγε τα παιδιά του κόσμου και τα δικά μου». Αυτή τη σχέση της μάνας του με την Παναγία του Κύκκου, με την Κύπρο, θα την κληρονομήσει ο γέροντας μαζί με όλη τη μικρασιατική παράδοση και θα τη μεταφέρει πρόσφυγας το 1922 στη βόρεια Εύβοια. Όταν τα καράβια της προσφυγιάς έφτασαν το 1922 στον Πειραιά, με τους πονεμένους πρόσφυγες να παρηγορούνται με τη σκέψη ότι θα τους αγκάλιαζε η μητέρα Ελλάδα, τότε άκουσαν τους ανθρώπους του λιμανιού να βρίζουν τον Χριστό και την Παναγία: «Για τους δικούς μας ανθρώπους», έλεγε ο γέροντας, «ήταν πρωτάκουστα ακούσματα και όλοι φωνάξαμε, παρά να βρίζουν τον Χριστό και την Παναγία μας, καλύτερα πίσω στους Τούρκους».
 Οι κυνηγημένοι πρόσφυγες ήταν φορείς μιας άλλης παράδοσης, αυστηρής, καλογερικής. Και ο γέροντας ένιωθε πάντοτε ότι ήταν απόγονος αγίων ανδρών, αφού άκουε από τη μάνα του ότι καταγόταν από εφτά γενεές ιερέων. Ένας από αυτούς ήτο ασκητής στα Ιεροσόλυμα, την ίδια δε τη μάνα του Θεοδώρα τη χαρακτήριζε ως ασκήτρια. Είχε τόση αρετή η ευλογημένη αυτή γυναίκα, που προείδε τον θάνατό της πολλές μέρες πριν και τον ανακοίνωσε στα παιδιά της, για να τα προετοιμάσει. Την προσφυγική οικογένεια του Τσαλίκη τη δέχτηκαν τα φιλόξενα χώματα της βορείου Ευβοίας, συγκεκριμένα το χωριό Φαράκλα. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού, τα οποία ήσαν και τα τελευταία. Δεν συνέχισε ο γέροντας στο γυμνάσιο. Ο πατέρας του ένεκεν της φτώχειας, που είχαν τότε, τον έβγαλε από το σχολείο και τον έπαιρνε μαζί του στα κτίσματα, για να τον βοηθά.
Τα βράδια, όταν όλοι κοιμόντουσαν στο σπίτι, έβγαινε κρυφά και πήγαινε σε ένα ξωκλήσι του χωριού, για να προσευχηθεί, στην Αγία Παρασκευή. Εκεί έκανε πολλές μετάνοιες, όπως τον συνήθισε η μάνα του Θεοδώρα, και προσευχόταν για ώρες πολλές. Μετά γύριζε στο σπίτι, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τίποτα. Ένα βράδυ εκεί στο ξωκλήσι, που γονατιστός ο μικρός Ιάκωβος προσευχόταν, είδε μια σκιά μέσα στο ιερό. Αυτός φοβήθηκε και το πρωί το είπε στη μάνα του. Η διακριτική κυρία Δωρούλα του λέει: «Μη φοβάσαι, Ιακωβάκο μου, το ράσο του παπά θα είναι και το φεγγάρι του κάνει σκιά». Έτσι διασκέδασε το λογισμό του γιου της. Το βράδυ πήγε πάλι ο μικρός μας γέροντας στο ξωκλήσι για τον κανόνα του. Όταν τέλειωσε και εξερχόταν από το ταπεινό ξωκλήσι, είδε κάτω από ένα μεγάλο δένδρο μια ψηλή μαυροφορεμένη γυναίκα να του κάνει νόημα να την πλησιάσει. Πήγε κοντά της και τον ρωτά: «Τι θέλεις, Ιάκωβέ μου, να σου χαρίσω για τις τόσες προσευχές, που κάνεις στο σπίτι μου;». «Ποια είσαι εσύ, καλή μου κυρία;», «Εγώ είμαι η Αγία Παρασκευή και ό,τι μου ζητήσεις θα στο δώσω». «Εγώ είμαι μικρός και δεν ξέρω τι θέλω, θα ρωτήσω όμως τη μάνα μου και ό,τι μου πει θα στο ζητήσω». Το πρωί λέει στην ευλογημένη μάνα: «Μάνα, ψες έξω από το ξωκλήσι είδα την Αγία Παρασκευή και μου είπε, ό,τι της ζητήσω θα μου το δώσει. Τι να της ζητήσω, μάνα;». Άνοιξε τότε η μάνα τα δυο της χέρια διάπλατα, σαν να 'θελε να χωρέσουν όλον τον ουρανό, και έκραξε φωνή μεγάλη: «Την τύχη μου, Αγία Παρασκευή, να μου δώσεις, την τύχη μου». Την επομένη ο μικρός Ιάκωβος επανέλαβε, σαν γνήσιος υποτακτικός, τα λόγια της γερόντισσάς του στην αγία. Η Αγία Παρασκευή στην απλοϊκή απάντηση της μάνας Θεοδώρας απάντησε προφητικά: «Θα σου δώσω εγώ τύχη, να τη ζηλέψουν πολλοί».
Έλεγε αργότερα σ' εμάς ο γέροντας: «Και μήπως ψέματα μου είπε, παιδάκι μου, η Αγία Παρασκευή; Μικρή τύχη του έδωκε; Με έκαμε ιερέα των μυστηρίων του Θεού!». Και θυμόταν και μας διηγιόταν με το ιδιαίτερο γεροντικό του χιούμορ. «Όταν λειτουργούσε ο παπάς του χωριού, την ώρα, που οι ψάλτες έψαλλαν, «Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες...» εγώ άκουα φτερουγίσματα γύρω από την Αγία Τράπεζα. Ο παπάς ενόμιζα ότι δεν έχει σώμα. Είναι άγγελος. Έλεγα έχει δυο κόκαλα στους ώμους, σαν κρεμάστρα, και κρέμονται τα ράσα απ' εκεί». Έτσι έβλεπαν την ιεροσύνη τα παιδικά μάτια της ψυχής του, και έτσι στ' αλήθεια τα θεία πράγματα είναι. έβλεπε τον παπά, σαν επίγειο άγγελο, που λειτουργεί με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Από μικρός απόκτησε χερουβικούς οφθαλμούς, να θεωρεί τα επουράνια μυστήρια. Όταν μια μέρα ο παπάς του χωριού τον πήρε μαζί του στα μελίσσια, που είχε στο δάσος, κάπου πιάστηκαν τα ράσα του παπά και φάνηκε το παντελόνι από κάτω από το αντερί. Τότε για πρώτη φορά άρχισε να υποψιάζεται ότι και ο παπάς είναι άνθρωπος, «σάρκα φορών και τον κόσμο οικών».
Στο χωριό γιατρός τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε. Υπήρχε όμως ο πατήρ Ιάκωβος. Από τον καιρό, που ήτο δεκαπενταετής, όλοι οι κάτοικοι του χωριού έβλεπαν ότι ο Ιάκωβος του Τσαλίκη ήταν άνθρωπος του Θεού, σκεύος εκλογής, γι' αυτό και τον φώναζαν, πάτερ Ιάκωβε. Όποιος αρρώσταινε καλούσαν τον πατέρα Ιάκωβο, του διάβαζε μια ευχή και γινόταν καλά. Πολλές γυναίκες, που είχαν δυσκολίες στη γέννα, καλούσαν τον πατέρα Ιάκωβο να κάνει προσευχή, και αυτές αμέσως απελευθερώνονταν. Έτσι μια μέρα ο παπάς του χωριού κάλεσε τον πατέρα Ιάκωβο, που ήτο τότε δώδεκα ή δεκατριών ετών, να διαβάσει την ετοιμόγεννη παπαδιά. «Επήρα και εγώ μια παλαιά εκκλησιαστική φυλλάδα προσευχών, που είχα, και με μεγάλη ντροπή γονάτισα σε μια γωνιά και έκανα την προσευχή για την παπαδιά». Μόλις βγήκε από την πόρτα, γέννησε το Βαγγελάκη.
Η μητέρα του Θεοδώρα «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής», και βλέποντας αυτά τα σημεία στον Ιάκωβό της, αντελήφθη ότι το παιδί αυτό έχει ιερά αποστολή να επιτελέσει. Η μάνα του γέροντα δεν ήτο μια οποιαδήποτε συνηθισμένη γυναίκα του λαού. Ο ίδιος ο γέροντας την αποκαλούσε ασκήτρια. Περνούσε τη ζωή της με υπομονή στις θλίψεις, συνεχή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, χαμαικοιτία. Μικρασιάτισσα. Γυναίκα της Ανατολής. Για τον π. Ιάκωβο ήτο η γερόντισσά του, κι υποτασσόταν σ' αυτή μέχρι την κοίμησή της. Μια μέρα βροχερή της είπε: «Μάνα πάλι βρέχει!». Και η αυστηρή γερόντισσα του απάντησε επιτιμητικά: «Παιδί μου, Θεός είναι, ό,τι θέλει κάνει». Η μάνα του, η Θεοδώρα προείδε το θάνατό της πολλές μέρες πριν και προετοίμασε τα παιδιά της, για να μη λυπηθούν υπερβαλλόντως. Παρ' όλα αυτά ο ευαίσθητος π. Ιάκωβος κόντεψε να ξεψυχήσει και αυτός πάνω στον τάφο της αγίας μητέρας του. Ένεκεν αυτής του της στάσεως στον θάνατο της μάνας του πάντα μας τόνιζε να είμεθα εγκρατείς στις θλίψεις και ότι η υπερβολική στενοχώρια ή λύπη είναι αμαρτία.
Το 1952, αφού υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, ο γέροντας ήλθε στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ, όπου έμεινε επί τριάντα εννέα έτη, δηλαδή μέχρι της κοιμήσεώς του. Είχε ήδη περάσει το τριακοστό έτος της ηλικίας ο γέροντας, όταν έφτασε στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ. Εδώ έμελλε να επιτελέσει την ιερά αποστολή του κατά τα προφητικά λόγια της μάνας Θεοδώρας. Στην είσοδο της μονής τον περίμενε ο ίδιος ο Όσιος Δαβίδ. Όπως η Αγία Παρασκευή υποσχέθηκε στο μικρό Ιακωβάκο μία ουράνια τύχη, έτσι και τώρα ο μέγας Γέροντας Δαβίδ υποδεχόταν τον αρτιγέννητο γέρο Ιάκωβο με την υπόσχεση: «Αν φυλάξεις ακτημοσύνη, παρθενία και υπακοή, παραμένοντας άχρι τέλους στη μονή, θα σε προσκυνήσουν αρχιερείς, οι πατριάρχες θα σε ευλαβούνται, πλούτος πολύς θα περάσει από μπροστά σου, αλλά δεν θα τον αγγίξεις». Αυτή η πρώτη συνομιλία με τον Όσιο Δαβίδ έμοιαζε με ακολουθία κουράς, όπου ο γέροντας εισάγει τον υποτακτικό στο μυστικό κήπο της βασιλείας του Θεού. Ο Όσιος Δαβίδ θα είναι πλέον ο γέροντας του πατρός Ιακώβου, όπως άλλοτε η μάνα του Θεοδώρα. Εξάλλου έτσι ήταν και είναι γνωστός ο όσιος σ' όλη την Εύβοια: Ο Γέροντας. Και το μοναστήρι του η μονή του Οσίου Δαβίδ του Γέροντος.
Η μονή είναι κτισμένη τον 16ο αιώνα, ένα αιώνα καρποφόρο για την Εκκλησία, παρόλα τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο αιώνας αυτός προσέφερε πολλούς αγίους - Άγιο Γεράσιμο, τον Διονύσιο εν Ολύμπω, τον Τιμόθεο Πεντέλης, την Φιλοθέη Αθηναία, τον Όσιο Δαβίδ - και άλλους, οι οποίοι έκτισαν μοναστήρια, απ' όπου αντλούσε ο λαός του Θεού πίστη και ελπίδα.
Το 1952, έτος, που ο π. Ιάκωβος εισήλθε στη Μονή του Γέροντος Δαβίδ, το μοναστήρι ήτο ένα ετοιμόρροπο κτίριο, που επιζητούσε τον ανακαινιστή του. Έμεναν τότε στη μονή δύο τρεις αμόναχοι μοναχοί, ιδιορρυθμίτες, που δεν είδαν με καλό μάτι τον νέο μικρασιάτη καλόγερο. Του έδωσαν ένα ανώγειο κελί με τρύπιο πάτωμα, όπου στο ισόγειό του έβαζαν τα γίδια της μονής. Σ' αυτό το περιβάλλον έζησε την αρχή της καλογερικής του ζωής, μόνος με το Μόνο Θεό, προσευχόμενος νυχθημερόν, ως επίγειος άγγελος, προσφέροντας τη λογική λατρεία με τα άλογα ζώα του ισογείου. Τις καθημερινές ακολουθίες στο καθολικό της μονής τις κάνει με τον ευλαβή και απλοϊκό μοναχό π. Ευθύμιο.
Στα νότια της μονής και σε απόσταση είκοσι λεπτών οδοιπορικώς, πλάι σε χαράδρα, μέσα σε βράχο, βρίσκεται ένα μικρό σπήλαιο, γνωστό ως ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ. Σ' αυτό ο όσιος παρέμενε όλη τη βδομάδα, και το Σάββατο ανέβαινε στη μονή να λειτουργηθεί και να δώσει τις σοφές συμβουλές του. Αυτό το ασκητήριο στην τωρινή εποχή μας, όπου εψυχράνθη ο ζήλος των πολλών, δεχόταν τα βράδια ένα νεαρό επισκέπτη, ένα νέο ευχέτη, να δέεται υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου. Ως γνήσιος υποτακτικός του γέροντος Οσίου Δαβίδ, ακολουθεί το παράδειγμά του, νηστεύων, αγρυπνών, προσευχόμενος «εν σπηλαίοις και όρεσι και ταις οπαίς της γης».
Όπως τότε ο μικρός Ιάκωβος πήγαινε κρυφά από τους δικούς του στο ταπεινό ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευή, έτσι και τώρα μυστικά, όταν οι λίγοι της μονής κοιμόντουσαν, αυτός επήγαινε στο αγιασμένο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ για τη νυχτερινή του προσευχή. Έλεγε ο γέροντας: «Τότε, παιδί μου, δεν υπήρχε δρόμος, ένα στενό μονοπάτι ήτο, και εμείς, μακριά από τον κόσμο, δεν είχαμε τον τρόπο μας να κινηθούμε τη νύχτα. Ούτε ένα φανάρι δεν είχαμε. Τόσο πόθο όμως είχαν να πηγαίνω τα βράδια στο ασκητήριο του αγίου μας, και ας είμαι εκ φύσεως δειλός, που τολμούσα να πάω. Καθ' οδόν όμως, αφού δεν έβλεπα, έπεφτα μέσα σε αυλάκια και χαράδρες και έτσι ήτο αδύνατο να φτάσω. Τότε παρακάλεσα: Θεέ μου, φώτισε μου το δρόμο να φτάσω στο ασκητήριο. Και ο καλός Θεός άκουσε το αίτημά μου. Από τα πολλά άστρα του ουρανού μου έδωσε κι εμένα ένα. Αυτό πήγαινε μπροστά και μου ‘φεγγε το δρόμο. εγώ από πίσω του. Έτσι έφτανα στο ασκητήριο. Εκεί, «ελθών ο αστήρ, έστη επάνω του σπηλαίου», έκανα την προσευχή μου και μετά πάλιν μπροστά ο αστέρας μου φέγγει μέχρι την πόρτα της μονής. Οι πατέρες εκάθευδον και τίποτα δεν καταλάβαιναν από όλα αυτά».
Ένα βράδυ εκεί στο ασκητήριο οι δαίμονες στην προσπάθειά τους να εκφοβίσουν τον γέροντα, για να εμποδίσουν τις πυρφόρες αναβάσεις του στον ουρανό, μετασχηματίσθηκαν σε ένα σμήνος από σκορπιούς. Τον περικύκλωσαν από όλες τις πλευρές, ακόμη κι' από την οροφή του σπηλαίου κρεμόντουσαν, σαν τσαμπιά από σταφύλι. Ο γέροντας, επικαλούμενος τις πρεσβείες του Οσίου Δαβίδ και την αψευδή εξουσία του Κυρίου «του περιπατείν επάνω όφεων και σκορπίων», διέλυσε τις μηχανές και φαντασίες του νοερού εχθρού. Αυτά είναι μερικά περιστατικά, ενδεικτικά των ασκητικών αγώνων του γέροντα, που τον αναδεικνύουν συνεχιστή των παλαιών οσίων του γεροντικού και της ερήμου.
Τα χρόνια περνούσαν, οι παλαιοί πατέρες της μονής απήρχοντο εκ του κόσμου τούτου, και δύο νέοι μοναχοί έρχονται βοηθοί του γέροντος στην αναστήλωση της μονής, αναστήλωση πνευματική και κτιριακή. Το 1962 ήρθε στη μονή ο π. Κύριλλος και αργότερα μετά τον θάνατο της συζύγου του ο π. Σεραφείμ. Το 1975 ο γέροντας γίνεται ηγούμενος και πνευματικός. Η πνευματική πατρότης στο πρόσωπο του π. Ιακώβου δεν ήτο ψιλός τίτλος, αλλά χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, που το γευόταν κάθε πονεμένη ψυχή, όταν τον πλησίαζε, και ξεδιψούσε τη δίψα της. Η μονή επί των ημερών του διπλασιάζεται κτιριακά με ξενώνες, τραπεζαρία για τους προσκυνητές, καμπαναριό κλπ., ενώ ταυτόχρονα ο ναός ευπρεπίστηκε έτσι, που να ξαναβρεί η μονή το αρχέγονο κάλλος της.
Η φήμη της μονής για τα θαύματα του Οσίου Δαβίδ, τον αγιασμένο ηγούμενό της, και την αβραμιαία φιλοξενία των πατέρων της ξεπερνά τα όρια της Εύβοιας. Γίνεται πανελλήνιο προσκύνημα, πανορθόδοξη αναφορά του αιώνα μας. Από όλα τα μέρη της Ελλάδας φτάνουν προσκυνητές, για να αποθέσουν στο πετραχήλι του γέροντα τον πόνο και τις αμαρτίες τους. Πολλές φορές οι προσκυνητές και οι εξομολογούμενοι έκπληκτοι άκουγαν από τον διορατικό γέροντα την αμαρτία ή το πρόβλημά μας, πριν ακόμα το εκφράσουν. Ο προσεκτικός προσκυνητής θα έπρεπε να αντιληφθεί ότι οι διάφορες διηγήσεις του γέροντα - ιστορίες της μάνας του από τη Μικρά Ασία και της κατοπινής μοναχικής του ζωής - τον αφορούσαν προσωπικά. Ο γέροντας, ως γνήσιος ανατολίτης, που ήτο, μιλούσε και φώτιζε τις πικραμένες ψυχές με ιστορίες και παραβολές, για να ακούγονται γλυκύτερα οι ιαματικές του συμβουλές. Στην τράπεζα, στην κουζίνα, στη μεγάλη αυλή της μονής, παντού και πάντοτε είχε κάτι να διηγηθεί από τη ζωή του. Και αυτό το κάτι συχνά αφορούσε τη δική μας ζωή. Όλα αυτά τα διηγιόταν με ιδιαίτερη χάρη -αφού τον χαρίτωνε το Άγιο Πνεύμα- παραστατικότητα, με τις ανάλογες κινήσεις και φωνές, που απαιτούσε η κάθε διήγηση. Είχε μιμητική ικανότητα, που τον καθιστούσε χάρμα ακοής και οφθαλμών.
Αυτός ήτο ο γέρων Ιάκωβος πριν την ακολουθία, απλούς και χαριέστατος. Μέσα στο ναό, στη λατρεία, γινόταν άλλος άνθρωπος. Επίγειος άγγελος «συλλειτουργών», όπως ο ίδιος, έλεγε, «με Χερουβίμ και Σεραφείμ». Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ψηλός, έδινε την αίσθηση ενός μεγαλοπρεπούς άρχοντα, που με ύψος υψηλού κηρύγματος κατά την ανάγνωση του εξάψαλμου και ευαγγελίου αναγγέλλει την παρουσία του Κυρίου στην κάθε λειτουργία. Ήταν, όπως λέμε, μεγαλοπρεπής εν απλότητι. Κατά τη διάρκεια των ακολουθιών του συνέβαιναν πολλά πνευματικά γεγονότα, τα οποία μετά μας διηγείτο. Όταν εμνημόνευε στην προσκομιδή, έβλεπε πολλές φορές τις ψυχές των παλαιών πατέρων της μονής να ζητούν τις προσευχές του. Πόση θλίψη είχε, όταν μας περιέγραψε αργότερα τη μετά θάνατο κατάσταση μερικών εξ αυτών. Όταν κάλυπταν τα Τίμια Δώρα ευλαβείς ιερείς την ώρα, που έθεταν τον αστερίσκο επάνω του αμνού, έβλεπε ένα φωτοειδή αστέρα επάνω από το κεφάλι του ιερουργούντος ιερέως. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας την περισσότερη ώρα, όταν το επέτρεπε η στιγμή, ήτο γονυπετής.
Εντύπωση προκαλούσε η άμεση σχέση, που είχε με τον Όσιο Δαβίδ. Όταν κάποτε οι κάτοικοι του χωριού Λιβανάτες ήρθαν, για να πάρουν την κάρα του οσίου στο χωριό τους με σκοπό να βρέξει εκείνη την άνυδρη χρονιά, ο γέροντας πήγε μπροστά στην εικόνα του οσίου και του μίλησε, μάλλον τον διέταξε μετά παρρησίας: «Γέρο, ήρθαν οι χωριανοί σου να σε πάνε στους Λιβανάτες για την ανομβρία. Σε παρακαλώ τώρα, που θα πάμε, να μπουμπουνίσεις. Πρόσεξε, μη με προσβάλεις!». Και ο Όσιος Δαβίδ τον άκουσε αμέσως. Μετά την παράκληση άρχισαν δυνατές βροχές. Αυτή την άμεση σχέση, που είχε με τον Όσιο Δαβίδ, την περιέγραφε σαν ένα τηλέφωνο: «Εγώ, παιδί, τα λέγω στο αυτί του αγίου, και αυτός ανοίγει γραμμή με τον Χριστό μας!». Ο Όσιος Δαβίδ εξεπλήρωσε τις υποσχέσεις, που έδωκε στον γέροντα, όταν πρωτοεισερχόταν στη μονή, στο ακέραιο. Πατριάρχες, αρχιερείς και κοσμικοί άρχοντες εξομολογήθηκαν κοντά του και ζητούσαν τις αποτελεσματικές ευχές του. Ο ταπεινός Ιακωβάκος, που δεν πήγε γυμνάσιο, για να βοηθά τον φτωχό πατέρα του στα κτίσματα, έγινε διαχειριστής πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Κατά το προφητικό λόγιο του Οσίου Δαβίδ δεν τα άγγιξε τα χρήματα. Τα πήρε, για να τα σκορπίσει, ως άλλος Ιωάννης Ελεήμων, σε φτωχούς και άπορους. Αυτό όμως, που πλούσια έδωσε σ' εμάς τους φτωχούς τότε φοιτητές, είναι η ζωντανή πίστη ότι -όπως τακτικά ο ίδιος ομολογούσε- «ζει Κύριος ο Θεός μου», ποιών στις δύσκολες μέρες μας στο πρόσωπο του αγιασμένου θεράποντα Του ένδοξά τε και εξαίσια.
Ήταν τέτοιας θέρμης η ζέση της πίστεώς του, που το Πάσχα πήγαινε στο κοιμητήριο της μονής και έλεγε: «Χριστός Ανέστη» στους κεκοιμημένους πατέρες, τα δε Χριστούγεννα η ευαίσθητη καρδία του συνέχιζε τον εορτασμό και την πανήγυρη της ημέρας μέσα στο γειτονικό δάσος. Εκεί όλως τυχαία και ξαφνικά ακούσαμε φωνή να ψάλλει: «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε... Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη...». Ήταν η φωνή του γέροντα, που έψαλλε με τα χέρια αναπεπταμένα στον εορτάζοντα ουρανό ανάμεσα στα γέρικα πλατάνια, ενώ σμήνος πουλιών συνεόρταζε τριγύρω του. Αυτές τις καταβασίες έψαλλε την ημέρα των Εισοδίων της Παναγίας κατά το παρελθόν έτος 1991. Μετά εξομολόγησε τον αδελφό Γεννάδιο και τον παρεκάλεσε να μείνει, γιατί «το απόγευμα θα χρειαστεί», όπως είπε, «να τον αλλάξει». Πράγματι το απόγευμα εκοιμήθη, για να κάνει μαζί με τα Εισόδια της Θεοτόκου τη δική του είσοδο στον εορτάζοντα ουρανό.
Ο Άγιος γέροντας Πορφύριος, που ετοίμαζε εκείνες τις μέρες τη δική του έξοδο από αυτό τον κόσμο, είπε: «Εκοιμήθη ο γέρο-Ιάκωβος, ένας από τους μεγαλύτερους αγίους του αιώνα μας. Είχε μέγα διορατικό και προορατικό χάρισμα το οποίο έκρυβε επιμελώς, για να μη δοξάζεται».
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί. Ας προβληματιστούμε όλοι μας. Οι Άγιοι δεν είναι κάτι εκτός του κόσμου τούτου, ήταν άνθρωποι σαν εμάς, με πίστη όμως ακλόνητη, αγάπη στο Θεό και στον πλησίον και ταπείνωση. Άνθρωποι που έζησαν εν ασκήσει δια βίου, που έδωσαν αίμα και πήραν Πνεύμα Θεού. Ακόμα και στους δύσκολους τούτους καιρούς, η Χάρις του Κυρίου μας, μας δίνει Αγίους και θα εξακολουθήσει να δίνει μέχρι της συντέλειας των αιώνων, προς Δόξα του εν Τριάδει Θεού και για παρηγοριά και παραμυθία δικιά μας. Ότι κι αν μας κάνουν, η Εκκλησία μας, το Σώμα του Κυρίου, το πλήρωμα του Παναγίου Πνεύματος, θα μείνει όρθια, ζωντανή, κραταιά, αταλάντευτη, ακλόνητος κυματοθραύστης στις επιθέσεις του πονηρού. 

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, εορτάζουμε τα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτοκίου, στα Άγια των Αγίων. Δηλαδή κάτι πρωτόγνωρο κάτι εντελώς αντίθετο με την θρησκευτική τάξη της εποχής εκείνης. Τα Άγια των Αγίων, εθεωρούντο το κατοικητήριο του ίδιου του Θεού. Κανείς δεν έμπαινε σε αυτά η μη μόνον ο αρχιερέας και αυτός μια μόνον φορά, κατ έτος.

Η Παναγία όμως αλλάζει αυτό το καθεστώς. Κατοικεί στο Ναό, ζει με προσευχή έχοντας συνεχώς το νου της στον Θεό.

Δεν γνώρισε την αμαρτία. Δεν δέχθηκε ποτέ ούτε λογισμό αμαρτίας. Εργάσθηκε την σωτηρία Της και μαζί την σωτηρία όλων μας.

Ετοίμασε τον εαυτό της για το παγκόσμιο γεγονός της σωτηρίας. Ετοίμασε το σώμα και το πνεύμα της για την Θεανθρώπιση. Έγινε άξια για να αλλάξει ο φραγμός ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση που είχε εκπέσει και στην θεότητα. Από την εποχή του προπατορικού αμαρτήματος, όταν η πρώτη γυναίκα, η Εύα, είχε δεχθεί τον διάλογο με τον διάβολο, από τότε οι άνθρωποι είχαν χάσει την οικειότητα με τον Θεό.

Αυτή η άμεση σχέση που είχαν μέχρι τότε, είχε διακοπεί.

Μία γυναίκα αντί της Εύας, αγωνίσθηκε να ξαναβρεί αυτήν την οικειότητα με τον Θεό. Αυτή η γυναίκα, θα ετοιμάσει τον εαυτό της για το «ιδού η δούλη σου», για εκείνο το «γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου» Η Παναγία θα εισέλθει σήμερα στα Άγια των Αγίων, γιατί ετοίμασε τον εαυτό της για αυτό. Με όλη της την ύπαρξη δόθηκε στον Θεό και έγινε Θεοτόκος. Και έτσι έφερε πάλι στον άνθρωπο την δυνατότητα της Θέωσης. Εκείνη το κατάφερε. Μπορούμε όλοι μας. Εκείνη άνοιξε τον δρόμο προς τα Άγια των Αγίων για να ακολουθήσουμε όλοι. Έγινε Υπεραγία για να μας αγιάσει. Με την σημερινή εορτή, ανοίγει ένας δρόμος ελευθερίας.

Διανοίγεται ο δρόμος της σχέσης μας με τον Θεό.

Ο Θεός είναι αγάπη. Και η αγάπη του θεού δεν περιορίζεται. Εάν η πτώση των ανθρώπων στον κήπο της Εδέμ έφερε την διακοπή εκείνη της ανεμπόδιστης αγάπης, σε καμία όμως περίπτωση δεν αποξένωσε τον Κτίστη από το Κτίσμα. Και σίγουρα όλες οι ποιότητες που δόθηκαν από την αρχή στο δημιούργημα διατηρήθηκαν μέσα στον καθένα. Κανείς όμως δεν μπορούσε να ξεφύγει από το βάρος της κληρονομικότητας. Το βάρος του Προπατορικού αμαρτήματος που έβαζε όλους τους ανθρώπους στην ίδια μοίρα. Η χοϊκότητα σαν δεύτερη φύση κυριαρχούσε. Και έτσι και συμβολικά και πραγματικά τα Άγια των Αγίων έμεναν απομονωμένα. Αλλά πάντα προσβάσιμα. Έστω και για τον Αρχιερέα, έστω για μια φορά τον χρόνο.

Στην εποχή του Ευαγγελίου που ζούμε, η Θέωση είναι σκοπός του καθενός μας. Και δυνατότητα. Και προορισμός.

Διότι, η Παναγία έγινε Θεοτόκος, διότι ο Θεός έγινε Άνθρωπος και προσέλαβε ολόκληρη την φύση μας. Αυτό συμβολίζει η σημερινή εορτή. Και αυτό επισημαίνει.

Για εμάς και σήμερα παραμένει η προσωπική ευθύνη. Για αυτά που πανηγυρίζουμε. Εάν τα καταλαβαίνουμε. Εάν συμμετέχουμε στην εορτή. Τότε συνεισερχόμαστε στα Άγια. Συμμετέχουμε στην θαυμαστή πορεία προς την Θεανθρώπιση. Και η σημερινή ημέρα είναι μία ακόμη μέρα της προσωπικής μας ζωής, προς τα Χριστούγεννα. Άλλη μία φορά Εισόδια, άλλη μία φορά Χριστούγεννα.

Όλες αυτές οι εορτές είναι για εμάς.

Θα γίνουμε Θεοτόκοι;

Θα εισέλθουμε στα Άγια των Άγίων;

Θα ακούσουμε κάπου στο βάθος της ύπαρξης μας ποιμένες αγραυλούντες;

Στο σπήλαιο της συνείδησης μας θα υπάρξει φάτνη να δεχθεί το Θείο Βρέφος;


ΕΙΣ ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Για όλους μας υπάρχει μια είσοδος στα άγια των αγίων, σε αυτόν τον ιερό χώρο, μέσα μας ή κάπου έξω από εμάς, σε έναν χώρο που μας περιβάλει.
Ζούμε και υπάρχουμε τις περισσότερες φορές χωρίς καν να έχουμε υποψιασθεί την τόσο κοντινή συνύπαρξή μας με τα άγια των αγίων, χωρίς να έχουμε συνειδητοποιήσει αυτήν την δυνατότητα.
Την αγιότητα του κόσμου που μας περιβάλλει και την προσωπική μας πορεία προς κάποια εισόδια, κάπου, που δεν μπορεί κανείς άλλος να μπει, παρά μόνον ο κάθε ένας από εμάς προσωπικά….. 
Είναι ένας αποκλειστικά δικός μας χώρος αυτά τα άγια των αγίων.
Είναι ένας χώρος που μπαίνουμε μόνοι, απόλυτα μόνοι, χωρίς κανέναν άλλο, χωρίς σκέψεις.
Σε αυτό το χώρο ανήκουμε και μας ανήκει….προσωπικά. Αλλά, δεν προχωρούμε. Δεν θέλουμε να αποκοπούμε με ότι μας δένει, μας δεσμεύει, μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι είμαστε αναγκαίοι…..
Και δεν μπορούμε έτσι να γνωρίσουμε, έγκαιρα, αυτό που γνώρισε η Παναγία, πολύ νωρίς στην ζωή της. Τι υπάρχει εκεί που είσαι μόνος….Μόνος όχι μόνο από τους άλλους ανθρώπους, όχι μόνον από τους λογισμούς, αλλά μόνος χωρίς την αμαρτία. Χωρίς να συγχέεις τον εαυτό σου όχι με το Θεό, αλλά με τον κόσμο.
Αυτή είναι η εκτός των Αγίων ζωή μας. Μια εθελούσια παράδοση του εαυτού μας εκεί που δεν ανήκει και που δεν θα ανήκει ποτέ.
Η ξενητία μας αυτή, μακριά από το Θεό είναι βία, διότι κανείς μας δεν μπορεί να μείνει μακριά από το Θεό. Δεν αναπαύεται, δεν ειρηνεύει….ποτέ….Εμείς επιμένουμε σε αυτήν την αντίσταση, σχεδόν σταθερά…
Ενώ η Υπεραγία Θεοτόκος σήμερα, καινοτομεί και αφήνεται, ελεύθερα, να οδηγείται για να ζήσει εκεί που είναι η Όντως Ζωή…Στα άγια των αγίων του Νου Της, της ύπαρξης Της.
Και από σήμερα, εκκλησιαστικά εισερχόμεθα και εμείς στα άγια των αγίων μιας εν χάρητι δυνατότητας να εορτάσουμε Χριστούγεννα μέσα μας.
Αυτή η Θεοτοκία πέρα από το Αιώνιο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, έρχεται για να συμβεί και μέσα μας. Να μας κάνει Θεοτόκους κατά χάριν.
Μόνο να ακούσουμε αυτό το «Χριστός Γεννάται» όχι με τα ώτα, αλλά με την καρδιά και την ίδια στιγμή θα οδηγηθούμε και εμείς σε αυτόν τον υπέροχο, μοναδικό, εσωτερικό μας χώρο, στα δικά μας άγια των αγίων, μόνοι όσο ποτέ άλλοτε, αλλά και σε κοινωνία όσο πρώτη φορά, με Εκείνον που έρχεται να γεννηθεί Παιδίον Νέον και να γεννήσει Κτίσην Καινήν, εμείς έσται όπως είμαστε, από καταβολής κόσμου, από όταν και εμείς Γεννηθήκαμε μέσα στην Σκέψη του Θεού, για πρώτη φορά.
Και αυτό πηγαίνουμε να συναντήσουμε από σήμερα, στην όποια Βηθλεέμ της ύπαρξης μας που μας περιμένει.
Το μόνο που χρειάζεται…..σιωπή.
Αυτό το ωραίο κενό που υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και τον Θεό. Μόνο που κενό δεν υπάρχει….Υπάρχει ενότητα, τόση όση ανάμεσα στην Θεοτόκο και το Θείο Βρέφος, ανάμεσα σε εμάς και τη Θεοτόκο.
Αυτό γιορτάζουμε σήμερα.
Τα εισόδια σε αυτήν την ενότητα.


Καλά Χριστούγεννα