Αν ο άνθρωπος δεν έχει θέληση, δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέει: «Εν τω θέλειν και τω μη θέλειν κείται το πάν». Δηλαδή όλα εξαρτώνται από το αν θέλει ή αν
δεν θέλει ο άνθρωπος. Μεγάλη
υπόθεση! Ο
Θεός είναι φύσει αγαθός και θέλει πάντοτε το καλό μας. Χρειάζεται όμως να
θέλουμε και εμείς. Γιατί
ο άνθρωπος πετά πνευματικά με δυο φτερούγες· με την θέληση του Θεού και με την
θέληση την δική του. Ο Θεός την μια φτερούγα – την δική Του θέληση – μας την
έχει κολλήσει μόνιμα στον έναν ώμο μας. Αλλά για να πετάξουμε πνευματικά,
πρέπει και εμείς να κολλήσουμε στον άλλο ώμο την δική μας φτερούγα, την
ανθρώπινη θέληση. Άμα
ο άνθρωπος έχει δυνατή θέληση, έχει την φτερούγα την ανθρώπινη, που ισορροπεί
με την θεϊκή φτερούγα, οπότε πετάει. Ενώ, αν η θέλησή του είναι ατροφική, πάει
να πετάξει λίγο και τουμπάρει. Ξαναπροσπαθεί λίγο, πάλι τούμπα!
– Γέροντα,
καλλιεργείται η θέληση;
– Δεν έχουμε πει ότι όλα καλλιεργούνται;
Θέληση υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, σε άλλους λίγη και σε άλλους
περισσότερη. Όταν ο άνθρωπος έχει διάθεση να αγωνισθεί, προσεύχεται και ζητά
από τον Θεό να του αυξήσει την θέληση, και ο Θεός τον βοηθάει. Όταν δεν κάνει προκοπή ο άνθρωπος, τότε να ξέρει ότι ή δεν βάζει καθόλου θέληση ή θα βάζει λίγη
και αυτή θα είναι εξασθενημένη, οπότε και αυτό πάλι δεν βοηθάει. Ένα πουλί, ας
υποθέσουμε, έχει την μία φτερούγα του γερή, αλλά παραμελεί την άλλη· της
πέφτουν μερικά φτερά και μετά δεν μπορεί να πετάξει σωστά. Η μία φτερούγα
δουλεύει καλά, η άλλη όμως είναι σαν την σπασμένη τσατσάρα. Την κουνάει το
πουλί, αλλά μπαίνει αέρας ενδιάμεσα και δεν μπορεί να πετάξει καλά. Πετάει λίγο
και μετά κάνει τούμπες. Πρέπει να έχει ακέραιη και αυτήν την φτερούγα, για να μπορεί
να πετάει.
Έτσι και ο άνθρωπος, θέλω να πω, πρέπει να προσέχει και να μην παραμελεί
την ανθρώπινη θέληση, αν θέλει να πετάει συνέχεια σωστά, πνευματικά. Γιατί το ταγκαλάκι τί κάνει; Πάει σιγά-σιγά και τραβάει από την
ανθρώπινη φτερούγα πρώτα κανένα μικρούτσικο φτερό, ύστερα κανένα λίγο
μεγαλύτερο, και αν δεν προσέξει ο άνθρωπος, του βγάζει και ένα μεγάλο, οπότε
πάει να πετάξει και δεν μπορεί. Και αν τυχόν του τραβήξει μερικά φτερά, τότε,
όταν πάει να πετάξει, μπαίνει αέρας στην φτερούγα που της λείπουν φτερά και
κάνει τούμπες.
Η θεϊκή φτερούγα είναι πάντα γεμάτη,
συμπληρωμένη· δεν της λείπουν φτερά, γιατί ο διάβολος δεν μπορεί να τα τραβήξει
και να τα βγάλει· είναι θεϊκή. Να προσέχει ο άνθρωπος να μην αμελήσει και του βγάλει
ο διάβολος κανένα φτερό από την δική του φτερούγα. Όταν αρχίζει σιγά-σιγά λίγο η τεμπελιά, λίγο η αδιαφορία,
εξασθενεί η θέληση. Τί να κάνη ο Θεός, αν δεν θέλει ο άνθρωπος; Δεν θέλει να επέμβει,
γιατί σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου. Αχρηστεύει έτσι ο άνθρωπος και την φτερούγα του Θεού. Όταν όμως έχει
θέληση, έχει δηλαδή και την δική του φτερούγα ακέραιη, τότε θέλει ο Θεός, θέλει και ο άνθρωπος, και
πετάει ο άνθρωπος.
– Δηλαδή, Γέροντα, τί είναι ακριβώς αυτό
το πέταγμα; Εννοείτε να θέλω να
προοδεύσω πνευματικά, να θέλω την σωτηρία μου;
– Ναι, βρε παιδί! Όταν λέω πέταγμα,
εννοώ την άνοδο την πνευματική, δεν
εννοώ να πετάξω να ανέβω σε κανένα κυπαρίσσι!
(Γέροντος Παϊσίου Λόγοι, τόμος Β σελ.116-118)