Στη σημερινή παραβολή, αγαπητοί μου αδελφοί, ο
ευαγγελιστής περιγράφει την εικόνα ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε δαιμονική επήρεια
και κατοχή. Το πνεύμα που τον κατέχει, ονομάζεται «άλαλο», σπαράσσει και παραλύει τον άνθρωπο και τον οδηγεί, πότε στη
φωτιά και πότε στο νερό
«ίνα
απολέσει αυτόν».
Θέλει τον θάνατο του.
Μπορεί, λοιπόν, όπως περιγράφεται στην
σημερινή παραβολή, ο άνθρωπος να απολέσει την ελευθερία του και την αυτοδιάθεση
του και να περιέλθει σε τέτοιο κατάσταση δαιμονικής κατοχής. Η σωματική του σκλαβιά,
τον κάνει να υποφέρει. Σπαράσσει. Τρίζει τα δόντια.
Είναι εντελώς ξένο το ένα στοιχείο από
το άλλο. Δεν μπορεί να συνυπάρξουν. Ο δαίμονας θέλει να απολέσει, να εξαφανίσει
τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος σπαράσσει από το απολύτως ξένο στην φύση του
στοιχείο.
Είναι ξεκάθαρο αγαπητοί μου αδελφοί.
Καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει η ανθρώπινη φύση με κανένα πνεύμα «άλαλο». Και σε κάθε τέτοια «συγκατοίκηση», όσο ο καθένας μας επιτρέπει,
μόνο πόνος και ταλαιπωρία θα προκύπτει. Πότε στη φωτιά. θα μας ρίχνει και πότε
στο ύδωρ. «ίνα απολέσει» ημάς. Από
την μία υπερβολή στην άλλη.
Και όταν ο άνθρωπος χάσει την ελευθερία
του και οδηγηθεί στην διαστροφή της φύσης του από την δαιμονική συνύπαρξη, τότε
μόνο η δυνατή πίστη μπορεί να τον σώσει. Η πίστη των άλλων.
Ο πατέρας του δαιμονιζόμενου παιδιού,
είχε πίστη. Φοβόταν όμως τον εαυτό του. Φοβόταν την φυσική του αδυναμία. Η
συμβίωση του με ένα παιδί που ζούσε με τόση ένταση την αποξένωση από τον Θεό, έφερνε
τον πατέρα σε απελπισία. Αυτή η απελπισία έμοιαζε με απιστία. Ο πατέρας ζητά
βοήθεια για την απιστία του. Φοβάται, την απελπισία του. Και η όλη του
κατάσταση τον ταπεινώνει. Και η σημερινή παραβολή αρχίζει με έναν άνθρωπο που
προσέρχεται τω Ιησού, γονυπετών. Ζητά βοήθεια για το παιδί του μα και για τον
εαυτό του.
«βοήθει
μοι τη απιστία».
Όταν ο άνθρωπος αγγίξει τα όρια του, τα
όρια ύπαρξης και ανυπαρξίας, τότε καταλαβαίνει αυτό το «βοήθει μοι τη απιστία» και ο σημερινός πατέρας, είχε δει αρκετές
φορές «το χάρο με τα μάτια του».
Και εμείς όλοι, σε κάθε ημέρα ακούμε και
νιώθουμε τα σημάδια που αφήνει αυτό το πνεύμα το «άλαλο» στον κόσμο μας. Σε έναν κόσμο που ρίχνεται πότε στο πυρ και
πότε στο ύδωρ σαν να θέλει τον χαμό του. Και στρεφόμαστε πότε δεξιά και πότε αριστερά για να σωθούμε. Για να μας
σώσουν. Αλλά αυτοί που περιμένουμε να μας σώσουν «ουκ
ίσχυσαν». Και
ούτε θα μπορέσουν. Διότι «τούτο το γένος
εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία».
Και η προσευχή και η νηστεία αφορά τον καθένα μας προσωπικά. Αφορά την πίστη του καθ ενός
μας προσωπικά. Η νηστεία γίνεται νηστεία μόνον σε σχέση με τον Θεό. Η προσευχή υπάρχει μόνον εκεί που υπάρχει η
πίστη.
Νηστεία, πίστη και προσευχή μπορούν να κατορθώσουν τα πάντα.
Είμαστε αδελφοί μου, στην τέταρτη Κυριακή των Νηστειών. Ο Χριστός
θεραπεύει τον δαιμονισμένο κόσμο μας, τον κόσμο που ανατινάζει τρένα και αθώους
ανθρώπους σαν να ζητά επίμονα «ίνα
απολέσει αυτώ», και μιλά και διδάσκει για προσευχή και νηστεία.
«και ουκ ήθελεν ίνα τις γνώ»,
να μην γνωρίζουν. Ποιοι; Μα αυτοί που σε
λίγες μέρες θα τον σταυρώσουν και θα τον αποκτείνουν.
«και εκείθεν εξελθόντες παρεπορεύοντο
δια της Γαλιλαίας»…
Ας εξέλθομε και εμείς αδελφοί μου, εκείθεν, και ας προχωρήσομε. Έχουμε
την ελπίδα μας στο Χριστό. Σαν νεκρός εγένετο ο δαιμονισμένος, σαν νεκρός. «ο δε Ιησούς κρατήσας αυτόν της χειρός ήγειρεν
αυτόν, και ανέστη». Σαν νεκρός γίνεται ο κόσμος μας. Μα δεν είναι νεκρός. Σαν νεκρός μοιάζει και
ο εαυτός μας άλαλος και κωφός, αλλά ο Χριστός μας κρατά από το χέρι, μας
εγείρει, μας οδηγεί στην Ανάσταση.
Αλλά μέχρι την δικιά του Ανάσταση, «ουκ ήθελε ίνα τις γνώ». Μέχρι την δική Του Ανάσταση, ας πορευτούμε
με νηστεία και προσευχή.
Και όποιος μπορεί, με δάκρυα.
«πιστεύω Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία».