Ο Άγιος Στέφανος ο Μελωδός, έγινε αυτόπτης μάρτυρας
των γεγονότων στη Λαύρα, «όντας ένας από τους μοναχούς στην ευαγή αυτή Λαύρα,
αν και ανάξιος, και ένας από αυτούς που βρέθηκαν εκεί την ώρα της ολέθριας
εφόδου και επιθέσεως των βαρβάρων» και µας περιγράφει.
Η ληστρική αυτή έφοδος και επίθεση των
Σαρακηνών κατά της Λαύρας, πρέπει να αποδοθεί στις τάσεις που είχαν αυτοί για
λεηλασία, καθώς πίστευαν ότι στα κελιά των πατέρων θα βρουν θαμμένους άπειρους
θησαυρούς. Το 788, όταν ήταν Πατριάρχης ο Ηλίας και ηγούμενος ο Βασίλειος,
έγινε μεγάλος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Σαρακηνών στην Παλαιστίνη. Και αφού
διαιρέθηκαν σε δύο στρατόπεδα, διέπραξαν πολλές αναταραχές, αρπαγές, αιματοχυσίες
και άδικους φόνους. Πολλά χωριά τα άφησαν ερείπια παραδίδοντάς τα στις φλόγες,
αφού πρώτα λεηλάτησαν τους κατοίκους τους και τους έδιωξαν ή τους σκότωσαν.
Παντού τα τερατοειδή αυτά όντα επέφεραν φρικτή ερήμωση. Πολυάριθμες και
πολυάνθρωπες πόλεις ερημώθηκαν. Την Ελευθερούπολη την εκπόρθησαν και την
κατάντησαν ακατοίκητη, αλλά και την Ασκαλώνα και τη Γάζα και την Σαριφαία και
άλλες πόλεις τις εκπόρθησαν, τις κατέστρεψαν και τις άφησαν βοσκοτόπια. Έστηναν
ενέδρες και απογύμνωναν τους περαστικούς και τους τραυμάτιζαν, µας αναφέρει
Κι ενώ επικρατούσε
αυτή η ακαταστασία, και σαν φλόγα που εξαπλώνεται παντού, πολλοί από αυτούς που
κατοικούσαν στους αγρούς και τις κωμοπόλεις, εγκαταλείποντας τα υπάρχοντά τους
και επιθυμώντας τη σωτηρία τους, κατέφευγαν στις πολυπληθείς πόλεις, σαν σε
καταφύγιο. Οι υπερασπιστές της Αγίας Πόλης της Ιερουσαλήμ, αν και ήταν ολιγάριθμοι,
κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις επιθέσεις τους. Ο ηγούμενος της Λαύρας του Αγίου
Σάββα, βλέποντας αυτά, επέτρεψε σε όσους ήθελαν να φύγουν και να σωθούν στις
πόλεις. Αλλά κανείς δεν έφυγε από το ασκητήριο αυτό, ούτε εγκατέλειψε τη Λαύρα.
Όλοι µε προσευχές και δεήσεις, νύχτα και μέρα παρακαλούσαν το Θεό να πράξει το συμφέρον
και το ευάρεστο για τις ψυχές τους. Και παρότρυνε ο ένας τον άλλον λέγοντας: « Αν θελήσει ο Χριστός, τον οποίο νυμφευτήκαμε και για αυτόν κατοικούμε αυτήν την έρημο εγκαταλείποντας ο καθένας την πατρίδα του, να µας σώσει από παράνομα
και βαρβαρικά χέρια, μπορεί να το κάνει, καθώς μπορεί εύκολα να κάνει τα πάντα.
Αν όμως προστάζει να παραδοθούμε και να πεθάνουμε στα χέρια εκείνων, επειδή
ολωσδιόλου γνωρίζει καλά ότι αυτό είναι το καλύτερο, μακάρι να µας παραχωρήσει
και κάτι υψηλότερο. Ας δεχτούμε λοιπόν αυτά που παραχωρεί ο Θεός σαν τα πιο συμφέροντα
και ας µη γυρίσουμε πίσω στους κοσμικούς θορύβους από φόβο για τους αμαρτωλούς βαρβάρους».
Παίρνοντας θάρρος µε τέτοια λόγια
αποφάσισαν να παραμείνουν στη Λαύρα, καθώς αναλογίζονταν ιδιαίτερα ότι, αν
έφευγαν, οι εχθροί θα την κατέστρεφαν, θα κατέκαιγαν την εκκλησία, θα
κατεδάφιζαν τα κελιά και θα καταντούσαν για πάντα ακατοίκητο τον τόπο εκείνο.
Οι βάρβαροι συγκεντρώθηκαν στα μέρη γύρω από την παλιά Λαύρα του αβά Χαρίτωνα
και σαν ακρίδες και θεόσταλτη οργή, αφού κατέστρεψαν τις γύρω κωμοπόλεις και
λεηλάτησαν την ευαγή εκείνη Λαύρα, χωρίς να αφήσουν τίποτα στους εκεί πατέρες
και έκαναν τα πάνδεινα εναντίον τους και πολλούς από αυτούς τους υπέβαλαν σε
διάφορα βασανιστήρια, έμειναν σε αυτή για αρκετές ημέρες. Απειλούσαν µε οργή
και ακόνιζαν τα δόντια τους, σαν αγριόχοιροι και βρυχούνταν σαν λιοντάρια κατά
της Μεγίστης Λαύρας, επειδή εκτός από αυτήν, τίποτα δεν είχε μείνει απόρθητο
στα περίχωρα, «ως ραξ εν αμπελώνι μετά
τρυγητόν». Και εχθροί της Λαύρας, που ήταν από παλιά γείτονές της και από
παλιά διψούσαν να την καταλάβουν και καιροφυλακτούσαν για µια τέτοια ευκαιρία,
παρότρυναν και ερέθιζαν τι πλήθος εναντίον της. Οι στρατιώτες που είχαν παραταγμένοι
για τη φρούρηση της πόλης, βλέποντάς τους και νομίζοντας ότι θα επιτεθούν
κατά της πόλης,
τους
προϋπάντησαν στα μέρη
κοντά στη Βηθλεέμµ και αφού έγινε συμπλοκή, σκότωσαν πολλούς από αυτούς και
τους καταδίωξαν μέχρι την έρημο. Άλλη φορά τα πλήθη των βαρβάρων συμφώνησαν να
επιτεθούν πολύ πρωί στη Λαύρα και να τη λεηλατήσουν.
Κι
ενώ αυτά συνέβαιναν για αρκετούς μήνες και οι δρόμοι για την Άγια Πόλη
έκλεισαν, μέσα στη Λαύρα διακατέχονταν από φόβο, τρόμο, αγωνία και θλίψη. Τα τρόφιμα
μεταφέρονταν, όπως και τώρα, από την Ιερουσαλήμ, και πολλές φορές τα άρπαζαν οι
εχθροί. Ακόμα, έμεναν σε ψηλά μέρη, και έτσι καίγονταν από τον καύσωνα τη μέρα
και πάγωναν από τον παγετό τη νύχτα και περίμεναν την αιφνιδιαστική ορμή και έφοδο
των βαρβάρων· και τοποθέτησαν φύλακες σε ψηλό όρος, για να αναγγείλουν µε
σινιάλο την παρουσία τους. Πολλές φορές φάνηκαν πλήθη βαρβάρων και οι εντός της
Λαύρας το μάθαιναν και µε καμπάνες και σήμαντρα προσκαλούσαν για να
συγκεντρωθούν όσοι βρίσκονταν στα κελιά.
Οι Πατέρες
βρίσκονταν σε μεγάλη αγωνία και φόβο. Οι εχθροί της Λαύρας αφού πήραν μαζί τους
και άλλους και έγιναν πάνω από εξήντα, αποφάσισαν να επιτεθούν εναντίον της. Οι
εντός της Λαύρας έμαθαν για αυτή την επίθεση. Ήταν η 13η μηνός
Μαρτίου κατά την ανατολή του ήλιου. Οι Πατέρες συγκεντρώθηκαν τρέχοντας στο συνηθισμένο
λόφο. Αλλά μόλις τους είδαν να έρχονται από μακριά, τους κατέλαβε μεγάλος φόβος
και διαλύθηκαν. Οι βάρβαροι, αφού διαιρέθηκαν σε δύο τμήματα, συσκέπτονταν. Και
ενώ πλησίαζαν αυτοί, κάποιοι πατέρες πήγαν να τους προϋπαντήσουν µε την ελπίδα
να τους τιθασεύσουν µε τέτοια περίπου παρακλητικά λόγια, «Γιατί έχετε έρθει µε τέτοιο τρόπο προς εμάς, σαν να είμαστε εχθροί και
να έχουμε κάνει τις μεγαλύτερες αδικίες και τα χειρότερα πράγματα και σαν να
σας προσβάλαμε πολύ και να σας κακοποιήσαμε; Εμείς, κύριοι, είμαστε ειρηνικοί
απέναντι σε όλους· ούτε εσάς ούτε άλλους λυπήσαμε ή βλάψαμε ποτέ. Και όχι µόνο
δε σας βλάψαμε καθόλου, αλλά και δεν παραλείπουμε να σας ευεργετούμε, όσο μπορούμε
γιατί συνεχώς, όσους από σας τυχαίνει να είναι περαστικοί από εδώ, τους παρέχουμε
φιλοξενία και τροφή και ανάπαυση. Μη λοιπόν µας ανταμείψετε µε πονηριές αντί
για αγαθά, ενώ οφείλετε να µας συγχαίρετε µε όση δύναμη έχετε για όσες
ευεργεσίες σας προσφέραμε αλλά και τώρα είμαστε πρόθυμοι να σας δεξιωθούμε µε τρόφιμα
από αυτά που έχουμε σε αφθονία και όπως συνήθως να σας προσφέρουμε ανάπαυση».
Αλλά αυτοί
απάντησαν µε ύβρεις και απειλές: «δεν έχουμε
έρθει εδώ για τρόφιμα, αλλά για χρήματα. Έχετε λοιπόν να διαλέξετε ένα από τα
δύο, ή να µας δώσετε χρήματα, ή να πεθάνετε από τα βέλη µας». Οι Πατέρες
της Λαύρας απάντησαν, «Πιστέψτε, άνδρες,
πιστέψτε ότι είμαστε ταπεινοί και φτωχοί και εντελώς άποροι και δεν έχουμε αφθονία
ούτε σε ψωμί για να χορτάσουμε· αλλά δεν έχουμε ούτε περιουσία ούτε πολυτέλεια
σε άμφια και ρούχα, κι αν πείτε πάλι για ποσότητα χρυσού,
ούτε στο όνειρό
µας δε τη φανταστήκατε ποτέ περνάμε τη ζωή µας εδώ µε στενότητα και αυτάρκεια, έχοντας
µόνο τα αναγκαία, και αυτά µε ελλείψεις».
Αλλά οι βάρβαροι οργισμένοι άδειασαν τις
φαρέτρες µε τα βέλη τους του κατά των Πατέρων και τραυμάτισαν περίπου τριάντα,
άλλους σοβαρά, άλλους ελαφρά· και άρχισαν να γκρεμίζουν τις πόρτες των κελιών
και να αρπάζουν ότι έβρισκαν μέσα σε αυτά. Οι βάρβαροι δεν αρκέστηκαν να
λεηλατήσουν τα κελιά αλλά επιχείρησαν να τα πυρπολήσουν. Οι Πατέρες θλίβονταν
βαθύτατα, βλέποντας τα οικήματα τους να καίγονται και τους βαρβάρους να
αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την εκκλησία στις φλόγες. Σήκωναν λοιπόν τα µάτια στον ουρανό και ζητούσαν την εξ
ύψους βοήθεια και επικαλούνταν τις πρεσβείες του Αγίου Σάββα. Οι βάρβαροι, μόλις
είδαν κάποιους να έρχονται και υποπτεύθηκαν ότι έρχονται για βοήθεια,
αποχώρησαν παίρνοντας μαζί τους τα λάφυρα. Αλλά ακόμα και αν έφυγαν, μεγάλος
φόβος τους διακατείχε όλους, διότι φοβούνταν την επιστροφή τους και μέχρι τη
δύση του ήλιου έμειναν αμετακίνητοι. Την επόμενη συγκεντρώθηκαν και έκαναν
λιτανείες και προσευχές, από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ· και αυτό το έκαναν
συνέχεια όλη εκείνη την εβδομάδα. Για παρηγοριά όλοι έμεναν σταθεροί στα ίδια, ευχόμενοι
να ζήσουν ή να πεθάνουν όλοι μαζί. Όταν πέρασε η βδομάδα, την εσπέρα του
Σαββάτου, την ώρα που επιτελούσαν τη συνηθισμένη αγρυπνία της Κυριακής στην
Εκκλησία, δύο μοναχοί «ευλαβείς και σταθεροί στο φρόνημα» έφτασαν τρέχοντας και
λουσμένοι στον ιδρώτα. Αυτούς, οι Πατέρες της Παλαιάς Λαύρας, τηρώντας το νόμο
της αγάπης και σπρωγμένοι από τη φλόγα της αδελφικής συμπάθειας, τους έστειλαν,
για να αναγγείλουν ότι αυτοί που πριν έξι μέρες επιτέθηκαν εναντίον της Λαύρας,
οι ασεβείς και βρωμερότατοι, αφού συγκέντρωσαν
πολλούς
άλλους ομοίους τους
όλη τη βδομάδα, προτίθενται να επιτεθούν την επόμενη νύχτα κατά της Λαύρας για
να την ερημώσουν και ότι ήδη κατευθύνονται σε αυτήν από τη δύση του ήλιου και
ότι έφτασαν μέσα στο φόβο και την αγωνία μήπως τους συναντήσουν καθ' οδό.
Ενώ λοιπόν
βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση, φάνηκαν δύο άνθρωποι να βαδίζουν εσπευσμένα,
και όταν πλησίασαν, ο ένας ήταν γέροντας μοναχός µε ολόλευκα μαλλιά και γένια,
και ο άλλος φύλακας και οδηγός. Κατάκοπος από το δρόμο και από τη θλίψη, μόλις
που µμπορούσε να μιλά και κρατώντας µια μικρή επιστολή στο χέρι του έλεγε ότι
από αυτή θα μάθουν το λόγο της παρουσίας του. Άνοιξαν λοιπόν την επιστολή και
τη διάβασαν κάτω από το φως της σελήνης και είδαν ότι προερχόταν από τους
Πατέρες της Μονής του Αγίου Ευθυμίου. Και είχε το εξής περιεχόμενο, «Θέλουμε να ξέρετε, πατέρες, ότι γνωρίζουμε
από ανθρώπους που το ξέρουν καλά, ότι συγκέντρωση πονηρών από τα βόρεια της Αγίας
Πόλης συναθροίστηκε µε κακό σκοπό και σκέφτεται τη νύχτα αυτή να σας επιτεθεί
και να ταλαιπωρήσει και να ερημώσει τη Λαύρα· ασφαλίστε λοιπόν τους εαυτούς σας
και να προσεύχεσθε για σας». Μόλις πήραν στα χέρια τους την επιστολή αυτή
οι Πατέρες, εβρισκόμενοι λοιπόν σε αυτή τη δεινή κατάσταση και χωρίς να
ελπίζουν σε καμιά επίγεια βοήθεια,
παρακαλούσαν ασταμάτητα τον Θεό.
Οι βάρβαροι επιτέθηκαν µε µανία. Άλλους
τους χτυπούσαν στα νώτα µε τα ξίφη, άλλους τους συνέτριβαν τα κεφάλια µε μεγάλες
και βαριές πέτρες, άλλους τις κνήμες, άλλους µε ξύλα και πέτρες τους χτυπούσαν
στα πρόσωπα, και δεν υπήρχε ούτε ένας που να µην έχει βαφτεί µε αίμα. Και αφού
«σαν σε σιδηρουργείο σφυροκόπησαν τους όσιους» αρκετά, τους οδηγούσαν όλους μαζί
από παντού, µε λιθοβολισμούς και άγριες φωνές, από ψηλά μέσα από το χείμαρρο
στην Εκκλησία. Κάποιοι Πατέρες προσπαθούσαν να κρυφτούν σε σπηλιές και σε σχισμές
βράχων, καθώς δε μπορούσαν να υπομείνουν τους βασανισμούς αυτούς. Λίγοι όμως τα
κατάφεραν να μείνουν κρυμμένοι. Τον «Ηγουμενιάρχη», δηλαδή αυτόν που είχε διακονία να υποδέχεται τους ξένους που
θα έμεναν στη Λαύρα, αφού τον αναγνώρισαν, του επιτέθηκαν µε χιλιάδες χτυπήματα
και λιθοβολισμούς και τον μαστίγωσαν, αφήνοντάς τον σχεδόν ημιθανή, και έπειτα,
σέρνοντάς τον από τα πόδια μέσα από κακοτράχαλα, γεμάτα πέτρες μέρη, από πάνω,
από την κορφή του όρους, τον κατέβασαν ως την Εκκλησία γδέρνοντας όλο το δέρμα
της πλάτης και του πίσω μέρους του σώματός του και τον άφησαν ξέπνοο στην αυλή
της Εκκλησίας. Αυτός, αφού βασανίστηκε πάλι µε καπνό, πέθανε. Οι βάρβαροι, αφού
τοποθέτησαν φρουρούς σε ψηλά σημεία, επανέφεραν στη Λαύρα µε τη βία όσους
προσπαθούσαν να διαφύγουν.
Κάποιος, βλέποντας τους Πατέρες να τους συνωστίζουν
στην Εκκλησία, επειδή γνώριζε, σαν μαθητής του ηγουμένου, τον τόπο, όπου
βρίσκονταν άμφια ιερά κρυμμένα και πράγματα
της Εκκλησίας, επειδή φοβήθηκε μήπως τον βασανίσουν και αναγκαστεί να
αποκαλύψει το μέρος, σκέφτηκε να δραπετεύσει. Αυτόν οι παραταγμένοι φρουροί τον
κατάλαβαν που έφυγε και απομακρύνθηκε κάπως από τη Λαύρα, και κατέβηκαν, τον
συνέλαβαν και τρυπώντας τον µε τα ξίφη, τον ανάγκαζαν να επιστρέψει στη Λαύρα.
Και επειδή δεν ήθελε, ένας από τους βαρβάρους τον χτύπησε τρεις φορές µε το μαχαίρι
του στον τράχηλο και αφού τον έσπρωξαν στον χείμαρρο, έριξαν από πάνω του μεγάλες
πέτρες, και έτσι συνέτριψαν όλο του το σώμα. Το λείψανό του, όταν αναχώρησαν οι
βάρβαροι, το πήραν οι Πατέρες και το τοποθέτησαν σε όσιες θήκες μαζί µε τους
υπόλοιπους που φονεύθηκαν αυτή τη μέρα. Οι βάρβαροι έστειλαν κάποιους ανατολικά
του χειμάρρου, από όπου φαίνονται καλά τα δυτικά μέρη, για να επιβλέπουν αυτούς
που φεύγουν ή κρύβονται σε σπηλιές ή κάτω από βράχους και να το αναγγέλλουν µε
φωνή και χειρονομία. Κι έτσι κανείς δεν μπόρεσε να διαφύγει από το θανατηφόρο
αυτό δίχτυ, καθώς όλοι παντού αναζητούνταν και καταμαρτυρούνταν.
Κάποιοι από τους αδελφούς κατέφυγαν σε µια
πολύ στενή σπηλιά, όπου έλπιζαν ότι θα διαφύγουν τη µανία των διωκτών τους.
Κάποιος όμως από τους φρουρούς προς τα ανατολικά, τους είδε να µμπαίνουν σε
αυτή και τους υπέδειξε δείχνοντας µε το δάκτυλο και φωνάζοντας δυνατά. Ήρθε
λοιπόν κάποιος από αυτούς µε ξίφος και από την είσοδο της σπηλιάς πρόσταζε µε
κραυγές και απειλές να βγουν έξω. Αυτοί όμως, που ήταν πέντε στον αριθμό,
βλέποντας ότι έγιναν αντιληπτοί και ότι θα παραδίνονταν σε πικρά βάσανα,
διακατέχονταν από φόβο και τρόμο. Τότε ένας από αυτούς, που ονομάζονταν
Πατρίκιος,
γεμάτος από θείο
ζήλο, αγάπη και φιλαδελφία, είπε στους υπόλοιπους αδελφούς, « Δείξτε θάρρος, αδελφοί µου αγαπητοί και ομόψυχοι εγώ αποδέχομαι σήμερα τον κίνδυνο για µας και τον θάνατο· εγώ για χάρη της δικιάς
σας σωτηρίας πρόθυμα παραδίδω τον εαυτό µου στα χέρια των ανελέητων βαρβάρων·
εσείς καθίστε εδώ σιωπηλά και χωρίς φωνές και θα μείνετε απλησίαστοι στο
σπήλαιο». Όρμησε τότε θαρραλέα έξω από το σπήλαιο και είπε στον βάρβαρο ότι
είναι έτοιμος να τον ακολουθήσει. Αλλά αυτός επέμενε να βγουν έξω και οι
υπόλοιποι. Ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού Πατρίκιος ισχυρίζονταν και έλεγε
ότι ήταν ολομόναχος στο σπήλαιο και έτσι τους έσωσε. Αυτοί οι φονικοί και
εκδικητικοί συγκέντρωσαν τους Πατέρες, κάποιους στην Εκκλησία, κάποιους στο ηγουμενείο,
και αφού συνέλαβαν αυτούς που φαίνονταν να είναι ξεχωριστοί και πρώτοι ανάμεσα
στους μοναχούς, τους είπαν, « Εξαγοράστε
τους εαυτούς σας και την Εκκλησία σας για τέσσερις χιλιάδες νομίσματα, αλλιώς αμέσως
διατάζουμε να σας αποκεφαλίσουν και βάζουμε φωτιά στο ναό σας». Οι Πατέρες
παρακαλούσαν λέγοντας, «Λυπηθείτε µας,
για το Θεό, και µη χύνετε τα αίματά µας σήμερα κι αυτή την ποσότητα χρυσού που
λέτε, ούτε την έχουμε, ούτε την είχαμε ποτέ. Και αν θέλετε, κοιτάξτε στα ιμάτια
που φοράμε και στα προσωπικά µας κελιά θα σας οδηγήσουμε και όλα τα υπάρχοντά
µας θα σας δείξουμε χωρίς να σας κρύψουμε τίποτα και πρόθυμα θα σας τα δώσουμε
σας παρακαλούμε µόνο να µας αφήσετε να ζήσουμε, έστω και γυμνούς».
Οι
βάρβαροι αγρίευαν και αφού τους έβγαλαν από το ηγουμενείο, προσκαλούσαν τους
Αιθίοπες που ήταν μαζί τους, να φέρουν τα ξίφη και να γδάρουν τους Πατέρες. Και
κουνούσαν απειλητικά τα γυμνά τους ξίφη μουγκρίζοντας και τον Οικονόμο τον
έστησαν στον τοίχο τεντώνοντας τα χέρια του σταυροειδώς και επρόκειτο να τον
τοξεύσουν. Και απειλούσαν ότι όλους θα τους σκοτώσουν αν δε φέρουν αυτά που
τους ζητούσαν και αν δε φανερώσουν τα κρυμμένα χρυσά και αργυρά σκεύη της
Εκκλησίας και κειμήλια. Οι Πατέρες αγωνίζονταν να τους πείσουν ότι δεν έχουν
ούτε χρυσό , ούτε θησαυρό. Τότε εκείνοι είπαν, « Φανερώστε µας τους εκλεκτούς και τους προύχοντες ανάμεσά σας, τους ταμίες
και τους διοικητές και φύλακες της Λαύρας και των πραγμάτων της Εκκλησίας, ή αμέσως
σας αφαιρούμε τη ζωή». Οι Πατέρες απάντησαν, «Σας είπαμε ήδη ότι δεν έχουμε τίποτα από αυτά που ζητάτε και αν
ψάχνετε τον ηγούμενό µας, μάθετε ότι δεν βρίσκεται εδώ όλοι οι υπόλοιποι είμαστε
ίσοι και ομότιμοι». Πράγματι ο ηγούμενος ήταν απών για ανάγκες της Λαύρας.
Ενώ τους εκφόβιζαν για πολλές ώρες, βλέποντας ότι δεν πετυχαίνουν τίποτα και
ότι είναι έτοιμοι να φονευθούν, τους κατέβασαν στην Εκκλησία. Οι βάρβαροι
απαιτούσαν να παρουσιαστεί σε αυτούς ο γιατρός αβάς Θωμάς, που διατελούσε ηγούμενος
της Παλαιάς Λαύρας, όταν έγραφε ο Στέφανος, νομίζοντας ότι θα βρουν χρήματα πάνω
του. Κι επειδή δεν τον γνώριζαν κατά πρόσωπο, απαιτούσαν να τους τον
υποδείξουν. Αλλά οι Πατέρες, «ως αληθώς ευγενείς και θεοσεβείς και φιλάδελφοι»,
αν και τον είχαν ανάμεσά τους, δεν τον φανέρωσαν ούτε µε υπόδειξη, ούτε µε
λόγια , ούτε µε νεύμα. Επειδή δεν κατόρθωσαν τίποτα, τους συγκέντρωσαν όλους
στο βάθος του σπηλαίου και στο στόμιο του άναψαν φωτιά. Το σπήλαιο αυτό είναι η
Θεόκτιστος Εκκλησία, την οποία ο Άγιος Στέφανος περιγράφει ως εξής, «η Θεόκτιστος αυτή Εκκλησία είναι ευρύχωρο
σπήλαιο, που από την πρόνοια βρέθηκε σε τέτοια θέση, που να μοιάζει µε εκκλησία και για αυτό πήρε αυτή την ονομασία, καθώς έχει κόγχη προς την ανατολή.
Και κατά το βόρειο μέρος υπάρχει µία κάθοδος µε βαθουλωτό σχήμα, το οποίο το
λάξευσαν οι πρώην Πατέρες και το έκαναν διακονικό, και πιο μέσα από το διακονικό κειμηλιαρχείο , δηλαδή σκευοφυλάκιο και ακόμα πιο μέσα από αυτό, μια σχισμή
βαθιά, σαν δρόμος σκοτεινός και στενός, που οδηγεί σπειροειδώς πάνω στο ηγουμενείο,
μέσα από την οποία ο μακάριος πατέρας µας Σάββας κάποτε κατέβαινε στην
Εκκλησία, υπάρχει όπως ακριβώς όταν ζούσε εκείνος. Και μετά από αυτά οι κατά
καιρούς ηγούμενοι έφραξαν από πάνω αυτή τη δίοδο και έμεινε αυτή η σχισμή χωρίς
έκβαση και διέξοδο και γεμάτη βαθύτατο σκοτάδι, ώστε και χωρίς καπνό να είναι
βασανιστικό το κλείσιμο εκεί μέσα».
Αφού λοιπόν τους έριξαν μέσα σε αυτό το
σπήλαιο, άναψαν φωτιά στο στόμιό του. Κι επειδή τα καλάμια ήταν υγρά, σχηματίζονταν
πολύς πυκνός καπνός, ο οποίος περιελίσσονταν στο στενό αυτό χώρο, και µη βρίσκοντας
διέξοδο παραπάνω βασάνιζε και έπνιγε τους Πατέρες προκαλώντας φοβερή δυσφορία.
Και αφού τους άφησαν για αρκετή ώρα να πνίγονται, ύστερα φώναξαν, «Βγείτε έξω, μοναχοί, βγείτε έξω». Και αυτοί βγαίνοντας
αναγκάζονταν να
περάσουν μέσα από τις φλόγες αλλά όλα τους φαίνονταν προτιμότερα από αυτή την
ασφυκτική κατάσταση και τον πνιγμό. Και πολλών τα πόδια και οι τρίχες του
κεφαλιού ,των γενιών, των φρυδιών και των βλεφάρων κάηκαν. Και αφού βγήκαν έξω,
έπεφταν στο έδαφος και αχόρταγα ανέπνεαν τον καθαρό αέρα. Κι έπειτα πάλι οι δήμιοι
τους εξέταζαν, πιστεύοντας ότι µε τους βασανισμούς θα τα ομολογήσουν όλα µε
ευκολία και τους έλεγαν, Δείξτε µας τους
πρώτους και τους ηγέτες, και τις κρύπτες της Εκκλησίας, ή θα σας σκοτώσουμε µε
χειρότερο τρόπο». Οι Πατέρες, σταθεροί και καρτερικοί στα δεινά και τους
φοβερούς κινδύνους, περισσότερο είχαν στραμμένο το νου τους στις προσευχές,
παρά σε εκείνους, και ένας έλεγε το «Κύριε,
δέξαι την ψυχή µου εν ειρήνη», άλλος το «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα µου», άλλος «Κύριε,
μνήσθητί µου, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου», και άλλος προσκόμιζε άλλη
ικεσία στο Θεό. Και στους βαρβάρους έλεγαν, όπως και προηγουμένως: «Αν θέλετε
τα ιμάτια µας και τα πράγματα στα κελιά µας, μπορείτε να τα πάρετε όλα µε
αφθονία και χωρίς εμπόδιο· αν πάλι επιθυμείτε να µας σκοτώσετε, κάντε το σύντομα
γιατί δεν θα ακούσετε τίποτα άλλο από µας».
Βλέποντας λοιπόν οι βάρβαροι ότι δεν
κατορθώνουν τίποτα, και ενώ εξεπλάγησαν από τη σχέση, τη στοργή, την καρτερία
και τη φιλαδελφία μεταξύ τους, έβαλαν και πάλι τους Πατέρες μέσα στο σπήλαιο µε
σπρωξιές και χτυπήματα, αν και παρακαλούσαν να θανατωθούν καλύτερα έξω, παρά να
δοκιμάσουν και πάλι τον πνιγηρό καπνό. Και έβαλαν πιο ζωηρή φωτιά και ο καπνός
έβγαινε πυκνότερος και αφού τους άφησαν για πολλή ώρα και νόμισαν ότι πολλοί
πέθαναν, τους πρόσταζαν να βγουν έξω. Και αυτοί, αφού πέρασαν πάλι, όπως και
πριν, μέσα από τις φλόγες, μόλις βγήκαν έξω στον καθαρό αέρα ημιθανείς,
ανέπνεαν µε όλες τις δυνάμεις των πνευμόνων τους, και παρ' ολίγον όλοι να
πέθαιναν. Αλλά αυτοί που βρέθηκαν στο βάθος του σπηλαίου, µη μπορώντας να
υποφέρουν τη σφοδρότητα του καπνού, πέθαναν· και ήταν δεκαοκτώ στον αριθμό. Και
αυτούς που ίσα - ίσα διασώθηκαν από τη φωτιά και τον καπνό, ενώ ήταν ακόμη λιπόθυμοι,
τους βασάνιζαν, τους χτυπούσαν και τους ποδοπατούσαν.
Βλέποντας
ότι δεν κατορθώνουν τίποτα από αυτά που ήλπιζαν, διασκορπίστηκαν στα κελιά και
αφού συνέτριψαν τις πόρτες µε μεγάλες πέτρες, όλα όσα βρήκαν εκεί, στο ηγουμενείο
και στην εκκλησία, τα πήραν ως λάφυρα και αφού τα φόρτωσαν στις καμήλες της
Λαύρας, έφυγαν. Μετά από πολλές ώρες οι Πατέρες που αισθάνονταν κάπως καλύτερα
σηκώθηκαν και άρχισαν να φροντίζουν τους βαριά τραυματισμένους. Και κατά τη
δύση του ήλιου, αφού κόπασε ο καπνός, άναψαν κεριά και μπήκαν στο σπήλαιο.
Αυτοί που βρισκόταν μέσα σε αυτό ήταν πεσμένοι µε το πρόσωπο και τα ρουθούνια
τους μέσα στο χώμα, ενώ άλλοι είχαν το πρόσωπο καλυμμένο µε τα ρούχα τους, για
να αποφύγουν λίγο τη σφοδρότητα του καπνού, και όλοι ήταν νεκροί πεσμένοι μπρούμυτα.
Αφού τους έβγαλαν έξω µε δάκρυα και θρήνους, τους τοποθέτησαν στην αυλή της
Εκκλησίας μαζί µε τον αβά Σέργιο, που καρατομήθηκε· και έτσι τα θύματα της
βαρβαρικής επιδρομής των Αγαρηνών έφτασαν τα δεκαεννιά. Η καταστροφή της Λαύρας
και το Μαρτύριο των Πατέρων της έγινε την Τετάρτη της Μεγάλης Εβδομάδας, την 20η Μαρτίου, τη μέρα που γιορτάζει η Εκκλησία τη μνήμη αυτών.